Eορτάστηκε το πρωί της Τρίτης (30/4) στο ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Μηνά, η μνήμη του ολοκαυτώματος του μοναστηριού τον Απρίλιο του 1822.
Παρουσία πλήθους πιστών αλλά και των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών του τόπου ο Μητροπολίτης Χίου τέλεσε επιμνημόσυνη δέηση στο σημείο όπου αποτέλεσε το θυσιαστήριο χιλιάδων χριστιανών που σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους Οθωμανούς το μαύρο Πάσχα του 1822.
Μιλώντας με γλώσσα ιστορική αλλά και θεολογική ο Μητροπολίτης Χίου εστίασε στη θυσία χιλιάδων ψυχών που μέχρι την τελευταία στιγμή κράτησαν άσβεστη την πίστη αλλά και την αγάπη τους για την πατρίδα.
Η ιστορία της Μονής
Το μοναστήρι ιδρύθηκε μετά την κατάληψη της Χίου από τους Τούρκους (1566), μεταξύ των ετών 1572-1595, από τον παπά Νεόφυτο Κουμάνο και το γιο του παπά Μηνά.
Ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός με σιγίλιο καθιστά τη Μονή Σταυροπηγιακή, αφού οι κτήτορες κατά τη θεμελίωση του ναού έθεσαν στα θεμέλιά του Σταυρό, τον οποίο είχαν πάρει από τον Πατριάρχη.
Αυτό το γεγονός σήμαινε ότι το μοναστήρι εξαρτιόταν άμεσα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στις διάφορες ιεροτελεστίες οι μοναχοί μνημόνευαν το όνομα του εκάστοτε Πατριάρχη και όχι το όνομα του τοπικού Επισκόπου.
Τα σταυροπηγιακά δίκαια της Μονής επικυρώθηκαν και με άλλα σιγίλια, τα οποία πολλές φορές αμφισβητήθηκαν από τοπικούς Επισκόπους χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Η Μονή γρήγορα επανδρώθηκε και γνώρισε μεγάλη ακμή κυρίως κατά την περίοδο του 17ου και 18ου αιώνα.
Τότε πολλοί περιηγητές επισκέπτονται το μοναστήρι καταγράφοντας πολλές σημαντικές πληροφορίες στα κείμενά τους.
Γύρω από τον ψηλό περίβολο απλωνόταν πλήθος τα κτίσματα της Μονής: το καθολικό, το κωδωνοστάσιο, η βιβλιοθήκη, η τράπεζα, τα κελιά των μοναχών, οι κινστέρνες, οι φούρνοι, οι αποθήκες, οι στάβλοι. Σύμφωνα με το Χ. Μπούρα το καθολικό του μοναστηριού ανήκει στον τύπο των μονόχωρων οκταγωνικών τρουλαίων ναών, αποτελώντας ίσως μίμηση του κορυφαίου μας μνημείου, της Νέας Μονής.
Την περίοδο αυτή λειτουργεί πλουσιότατη βιβλιοθήκη και Σχολή, η οποία διαλύθηκε λίγο πριν την Επανάσταση. Σ’ αυτήν φοίτησαν κορυφαίες μορφές του ελληνισμού και του χριστιανισμού, όπως ο ιεροκήρυκας Ιάκωβος Μαύρος, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, οι Εθνομάρτυρες Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ και ο Μητροπολίτης Χίου Πλάτων Φραγκιάδης.
Η σφαγή των αμάχων
Ένα χρόνο ακριβώς μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, το 1822, έρχεται το τέλος της ευημερίας για τη Χίο, αφού το νησί παραδίδεται στην καταστροφική μανία των Τούρκων.
To Μέγα Σάββατο 1 Απριλίου 1822 ξεκληρίζονται τα Θυμιανά και το Νεχώρι. Ακολούθως τα τουρκικά στίφη στράφηκαν κατά της Μονής του Αγίου Μηνά, αλλά δεν μπόρεσαν να το εκπορθήσουν. Αποσύρθηκαν τη νύχτα μετρώντας αρκετές απώλειες, με σκοπό να ανασυνταχθούν και να ζητήσουν ενισχύσεις.
Η νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς Κυριακή του Πάσχα 2 Απριλίου 1822 προχωρούσε αγωνιώδης. Η αναστάσιμη Θεία Λειτουργία που τελούσε ο ιεροκήρυκας της Μητρόπολης παπά Ιάκωβος Μαύρος διεκόπη από τους αλαλαγμούς των Τούρκων και τους κανονιοβολισμούς των δύο τηλεβόλων που τους είχε προμηθεύσει ο διοικητής του Θολοποταμίου.
Οι κανονιοβολισμοί από τους Μύλους προξένησαν ρήγμα στο τείχος και εκεί ο Ιωάννης Φατούρος από τα Θυμιανά, ο Κων/νος Μονογιός από το Νεχώρι και οι υπόλοιποι αγωνιστές, ανάμεσά τους ελάχιστοι Σαμιώτες, αν και στην αρχή κατάφεραν να θανατώσουν αρκετούς από τους εχθρούς, δεν άντεξαν.
Τα νέα ρήγματα στο τείχος επέτρεψαν την είσοδο του μαινόμενου στίφους των πολιορκητών.
Όλοι οι αγωνιστές έπεσαν μαχόμενοι και μετά ξεκίνησε η σφαγή. Όσοι χριστιανοί δεν κατάφεραν να μπουν στο Καθολικό της Μονής, σφαγιάστηκαν, πυρπολήθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Μέσα στο ναό ήταν τόσος ο συνωστισμός που οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να ανοίξουν την πόρτα.
Αφού ξήλωσαν ένα μέρος της στέγης, έριξαν αναμμένα στουπιά και τους έκαψαν όλους ζωντανούς. Το ίδιο έκαναν και στη δεξαμενή (φουντάνα) του μοναστηριού, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε εμπρησμός.
Τον ηγούμενο Θεοδόσιο Λουφάκη τον ανασκολώπησαν στον ιστό της Αναστάσεως, ενώ ολοκαυτώθηκε ο ιερομόναχος Θεοδόσιος Κουμάκης. Τον παπά Ιάκωβο Μαύρο που αρνήθηκε να προσκυνήσει το Κοράνιο, αφού τον βασάνισαν, τον θανάτωσαν χτυπώντας τον με χατζάρι στο κεφάλι. Ο Βαχήτ Πασάς στα Απομνημονεύματά του αναφέρει: «Όλους που βρέθηκαν μέσα στο μοναστήρι τους αποκεφάλισαν [οι Τούρκοι], αφού αιχμαλώτισαν τους πιο νέους και από τα δύο φύλα. Και τα σφαγμένα κεφάλια και τ’ αυτιά των σκοτωμένων τα έστειλαν στον τοποτηρητή, ο οποίος φιλοτιμήθηκε να ανταμείψει με πλούσια δώρα τον ηρωισμό και την αφοσίωση των γενναίων στρατιωτών μας, που πολέμησαν για την τιμή και τη θρησκεία. Τότε μόνον οι δύστυχοι άπιστοι έμαθαν πράγματι ότι τίποτε δεν στέκεται εμπόδιο στην ορμή του αφοσιωμένου στο Ισλάμ, όταν επιτίθεται ενάντια στους άπιστους Χριστιανούς».
Το αίμα και οι σάρκες των σφαγιασθέντων πότισαν το δάπεδο του καθολικού της Μονής και άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια της θηριωδίας μέχρι σήμερα.
Ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει καθαρά τα στίγματα αίματος που σχηματίζουν το περίγραμμα ενός παιδιού, το αποτύπωμα του πέλματός του, καθώς και ίχνη κομμένων κεφαλιών. Επισκέπτες και ξένοι περιηγητές αναφέρουν ότι ανθρώπινα οστά ήταν διάσπαρτα γύρω από το μοναστήρι και το λόφο για πολλές δεκαετίες. Επίσης Χιώτες του εξωτερικού έπαιρναν κρανία, τα επιχρύσωναν και τα τοποθετούσαν στο εικονίσματα ως ιερά λείψανα. Ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να δει στο Ιερό Οστεοφυλάκιο της Μονής, στο ναΰδριο των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τα οστά που κατάφεραν να συγκεντρώσουν οι κάτοικοι, καθώς και το μισό τμήμα της πόρτας της εισόδου του Μοναστηριού, διάτρητο από τα βλήματα των τουρκικών τουφεκίων.