Στην Ιστορία δεν ξεχνάμε την λυκοφιλία των Γερμανών!

Φθάνοντας στο τέλος της χρονιάς, της καταραμένης στην κυριολεξία, που έχει σημαδέψει με τα πιό μελανά χρώματα την υφήλιο με εκατομμύρια θύματα από την πανδημία του Κορωνοϊού θέλω με τον δικό μου τρόπο να αναφερθώ στους φίλους μας τους Γερμανούς που στις 31 Δεκεμβρίου 2020 ευτυχώς τελειώνει και η προεδρία τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στους δύο παγκοσμίους πολέμους τα θύματα ήταν σε κάθε πόλεμο πάνω από είκοσι εκατομμύρια μεταξύ 22 έως 26 περίπου και όλοι γνωρίζουμε τους υπαίτιους, δεν θα αναφερθώ στην ιστορία είναι γνωστή άλλωστε , αλλά θα γράψω και θα αναφερθώ στην ιστορία των παιδιών της κατοχής που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα μας και να φύγουν πρόσφυγες στην Κύπρο για να σωθούν από την μπότα των Ναζί.
Αμέσως με την κατοχή της Ελλάδας το 1941 άρχισε η πείνα οι εκτελέσεις και ο θρήνος του θανάτου και επειδή το νησί μας είναι δίπλα στα Τουρκικά παράλια πολλές οικογένειες με παιδιά και μανάδες για να σωθούν έπαιρναν την μεγάλη απόφαση της προσφυγιάς ! Θα ξεκινήσω με την αφήγηση του οδοιπορικού της θείας μου της Χριστίνας παιδί τότε εννέα χρόνων μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας και πολλοί άλλοι κάτοικοι της Καλλιμασιάς της Χίου που βρήκαν τον τρόπο της φυγής !
Ήταν παραμονές του Πάσχα ίσως Μεγάλη Δευτέρα όταν ο ψαράς Γεώργιος Γιαγιάς μαζί με τον Μιχάλη Τσαμπαρλή πήγαν στον Καταρράκτη και έκλεψαν μια βάρκα φυσικά βράδυ και πήγαν στην ακτή του Καλάμου δηλαδή περίπου στο σημερινό λιμανάκι του Αγίου Γιαννιού μεταξύ Μονολιάς και Καμάρας στην περιοχή Καμάρι ή όπως αλλιώς λέγεται η παραλία σήμερα της Αγίας Φωτιάς.
Στην καλύβα ή Βότα του Σακαδιού λίγο πιό πάνω είχαν μαζευτεί η Αμαλία του Σακαδιού με τον άνδρα της Μιχάλη Στεφανάκη ή Σακάι ,τον Σιδερή τον Τζιγιτζίκα τον Μανώλη τον Σκάρπο,τον Μαργαρίτη Φυστουρή τον Παντελή και την Ροδάνθη, καθώς και την Ελενάρα Πεφάνη με τα κορίτσια της το μικρό Μαράκι και την εννιάχρονη Χριστίνα που είναι σήμερα θεία μου Πυκνή του Κωνσταντίνου ή Κούτουκα και η οποία μου έχει διηγηθεί όλο το οδοιπορικό της προσφυγιάς !
Με την βάρκα έφθασαν στην κάτω Παναγιά και βγήκαν όλοι μαζί πάνω σε κάτι βράχια και ο ψαράς Γεώργιος Γιαγιάς μαζί με τον Μιχάλη Τσαμπαρλή πήραν την βάρκα και την επέστρεψαν στον Καταρράκτη απ’όπου την έκλεψαν.
Πριν λίγο διάστημα είχαν φύγει για την Μέση Ανατολή μέσω Τουρκίας και στρατεύτηκαν ο πατέρας της Χριστίνας Θοδωρής Πεφάνης μαζί με το Χριστοφάκι, τον Κλεόβουλο και τον Κολυβά ή Σταμούλη.
Όλοι μαζί με την Χριστίνα αφού έμειναν ένα βράδυ σε ένα σχολείο της Κάτω Παναγιάς, πήγαν στον Τσεσμέ όπου έμειναν δύο μέρες και με ένα καϊκη ,παλιοκάϊκο πήγαν στην παραλία του Ξερού στην Κύπρο … εκεί αμέσως τους κούρεψαν για να φύγουν οι ψείρες και αφού έκαναν μπάνιο και τους έδωσαν καθαρά ρούχα και επειδή έφθασαν την ημέρα του Πάσχα τους έδωσαν και κόκκινα αυγά!
Το κούρεμα τους το έκανε ένας άλλος Καλλιμασιώτης ο Παντελής Αφεντής το Παλιόρουχο που ήταν εκεί λίγες εβδομάδες νωρίτερα.
Μετά από δύο μέρες τους πήραν με στρατιωτικά φορτηγά και τους πήγαν σε έναν καταυλισμό δίπλα σε ποταμό στο Μαυροβούνι, όπου μπορούσαν και πλενόταν για να μην έχουν ψείρες!
Μετά από δύο μήνες πάλι με φορτηγά τους πήγαν Καραντίνα για έξι μήνες με συσσίτια στην περιοχή Σκουριώτισσα εκεί υπάρχουν μεταλλεία χρυσού και εργοστάσια, όπου μετά πήγαν στην Τόχνη όπου εκεί συναντήσανε την γιαγιά μου Αργυρώ Σούλη ή Κουτσουμπέρενα με τα παιδιά της την Κατίνα τον Γιάννη και την Νίτσα ενώ ο Παναγιώτης είχε πάει στην Μέση Ανατολή! Η μάνα μου η Μαρία είχε μείνει στην Καλλιμασιά με την προγιαγιά μου την Καλλιόπη ή Καλλιοπώ Σωτηράκη, στην Τόχνη η γιαγιά μου έμειναν για πολύ καιρό.
Επίσης συνάντησαν στην Τόχνη τον Κωτσαρά με την κόρη του Νίτσα, την Φρόσω του Ξουξού ,τον Χαράλαμπο Γαλέτο ή Συράκη με την κόρη του Μαριγύ ή Κοκκίνα που ήταν αργότερα η πρώτη γυναίκα του θείου μου του Κώτσου ή Κούτουκα και πέθανε μετά από αποβολή και μάλιστα επειδή μικρός έμενα μαζί τους είχε ειπωθεί τότε ότι απέβαλε από δική μου κλωτσιά στον ύπνο μας!
Η Χριστίνα δεν έμειναν στην Τόχνη αλλά τους πήγαν σε ένα ξενοδοχείο του Κόκκαλη στο Τρόοδος όπου και εκεί έμειναν έξι μήνες.
Μετά πήγαν στην Λευκωσία σε ένα Σχολείο στρωματσάδα όπου τους χορηγούσαν και δίωρη άδεια εξόδου στην πόλη!
Εκεί ένας Χιώτης φύλακας με στρατιωτικά ρούχα από το Μυρμήγκι ο Αντώνης Πρώιος τους έκανε αίτηση για να πάνε καλύτερα στο Ζύγι και είχαν δικό τους δωμάτιο χωρίς συσσίτιο με μηνιάτικο για τα τρία άτομα 11 λιρες και μαγείρευαν μόνες τους και πήγαιναν στο σχολείο στην δευτέρα τάξη . Αγόρασαν δύο Ράτζα και δύο κουβέρτες από την Λεμεσό και προσπάθησαν να επιβιώσουν.
Έν τώ μεταξύ και ο πατέρας της Θοδωρής Πεφάνης από την Μέση Ανατολή όπου ήταν μάγειρας στο στρατόπεδο εξοικονομούσε λίγα χρήματα από την τροφοδοσία και τους έστελνε για να μπορέσουν να ζήσουν καλύτερα!
Έβγαζαν χόρτα και έτρωγαν και πολλά χαρούπια κοινώς κουντουρούδια που ήταν άφθονα εκεί και είναι σκέτη απόλαυση σαν σοκολάτα.
Εκεί κοντά υπήρχε εργοστάσιο επεξεργασίας και καθαρισμού του χώματος και χρυσού .. αλλά αυτό που θυμάται είναι ότι δούλευαν οι γυναίκες της Κύπρου ενώ οι άντρες καθόταν στα καφενεία!
Άρχισαν πότε πότε και πήγαιναν σε διάφορα μέρη της Κύπρου όπως στον Απόστολο Ανδρέα στην μύτη της Κύπρου όπου εκεί κάποιοι Τούρκοι είχαν φτιάξει μια λαμπάδα με κερί και μέσα είχαν βάλει δυναμίτη για να γίνει έκρηξη και να σκοτώσουν Χριστιανούς!
Αλλά ο παπάς το κατάλαβε και σιγά σιγά άνοιξαν το κερί και βρήκαν την δυναμίτιδα αφού απομάκρυναν όλους τους πιστούς.
Το καλοκαίρι του 1946 πήγαν πάλι στην παραλία του Ξερού και με καράβι όλοι οι Χιώτες που ήταν πάρα πολλοί απ’όλο το νησί ήρθαν απ’ευθείας στην Χίο με μια μικρή στάση στην Ρόδο για να βγει μία ασθενής επειδή κινδύνευε η ζωή της!
Φυσικά όλα είχαν αλλάξει όπως είχε παντρευτεί η μάνα μου και είχε γεννηθεί και ο αδελφός μου και ήδη περπατούσε γιατί τα σπίτια μας ήταν κολλημένα δίπλα δίπλα!
Πήγε και πάλι στο σχολείο στην πέμπτη τάξη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών!
Αυτές είναι οι μνήμες από την Γερμανική κατοχή και επειδή δεν θέλω την πρώτη του νέου έτους να γράψω δυσάρεστα γεγονότα όπως τα εγκλήματα των Ναζί ένα απ’αυτά ήταν και η εκτέλεση των θείων της Ιουλίας στο Κοντάρι κατηγορούμενοι για σαμποτάζ του Χρυσόστομου και Βασίλη Καμίτση στις 4 Ιανουαρίου του 1943 και μάλιστα τους έβαλαν μέσα σε τσουβάλια με πέτρες και τους φουντάρισαν στην θάλασσα!
Αυτά για να μην ξεχνάμε την συμπεριφορά της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας.. πάντα πισώπλατα μας καρφώνουν παρέα με τους γείτονες αλλά και άλλους δήθεν φίλους και συμμάχους!
Ας καταλάβουμε ότι είμαστε μόνοι μας και πρέπει να είμαστε μονιασμένοι για ένα καλύτερο μέλλον με ειρήνη και ασφάλεια και πάνω απ’όλα Αισιοδοξία !
Εύχομαι σε όλους Καλή Χρονιά με Υγεία και Χαρά που όπως όλα δείχνουν βλέπουμε Φως στο τούνελ με το εμβόλιο που πρέπει όλοι να κάνουμε για να μην φοβάται ο ένας τον άλλον!
Καλό Ξημέρωμα!
Χίος 29 Δεκεμβρίου 2020
Λευτέρης Πυκνής
Μαλλιάς Καλλιμασιώτης
———————————————————
Από τα γεγονότα που θα αναφερθώ παρακάτω υπάρχει ένα μεγάλο συμβάν που πρέπει να καταγραφεί στην ιστορία: Στο ταξίδι από τον Τσεσμέ για Κύπρο διήρκεσε έντεκα μέρες και σ’αυτό το διάστημα το έξι μηνών αγοράκι της Αμαλίας και του Μιχάλη Στεφανάκη ή Σακάι πέθανε και το έβαλαν μέσα σε ένα σακί με άμμο και το βύθισαν στην θάλασσα γι’αυτό ακριβώς το λόγο έγραψε και ο φίλος μου ο Στάμος Στεφανάκης από την Αμερική τα εξής!
Λευτέρη όπως καταλαβαίνεις η Αμαλία ήταν η μητέρα μου και ο Μιχάλης Στεφανάκης ή Σακάι ο πατέρας μου.
Την ιστορία αυτή την έχω ακούσει αμέτρητες φορές…
Ευχαριστώ που την αναφέρεις και σου στέλνω το ποίημα που έχω γράψει για αυτήν ακριβώς την ιστορία:
Ο ΑΔΕΛΦΌΣ που ΠΟΤΈ δεν ΓΝΩΡΙΣΑ
,
Μια ιστορία θα σας πω
δεν είναι παραμύθι,
η μάνα μου την έζησε
και μου την διηγήθει
Πείνα μεγάλη έπεσε
ο κόσμος κινδυνεύει,
πέρα στου δρόμου την γωνιά
Χάρος παραμονεύει
Χωρίς φεγγάρι νύχτες σκοτεινές
οι βάρκες ξεκινάνε
γεμάτες γυναικόπαιδα
για τον Τσεσμέ να πάνε
Από εκεί, άλλοι πηγαίναν Αίγυπτο
άλλοι στης Ανατολής την Αβησσυνία
άλλοι για Κύπρο τράβαγαν
μέσα στην τρικυμία
Στ’αμπάρια ενός σαπιοκάϊκου,
μας πέταξαν σαν τσουβάλι
είπαν, δύο μέρες ταξίδι ήτανε
χρειάζονταν υπομονή μεγάλη
Οι μέρες πέρναγαν μιά μιά,
στεριά δεν αντικρίζανε,
τα τρόφιμα τελείωσαν
τα γόνατα λυγίζανε
Όσα κι αν είχαμε λεφτά
ακόμα και του γάμου μας τις βέρες,
τα δώσαμε στους δουλέμπορους
να μας δώσουν φαγητό, για ακόμα μέρες
Δεν άντεξε όμως το μωρό
στον αιώνα των έντεκα ημερών,
νεκρό, στην θάλασσα το ρίξαμε
ο αδελφός σου, ήταν μόνο έξι μηνών
Σταμάτης Στεφανάκης

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.