Καλλιμασιά γεμάτη νοσταλγίες και παιδικές ζωντανές αναμνήσεις!
Κάθε εποχή κάθε μήνας κάθε μέρα κάθε σχόλη και γιορτή κάθε τοποθεσία κάθε κατσικόδρομος ή σοκάκι στο χωριό ,στα χωράφια τα αμπέλια στις ελιές και στους Σχίνους στα ποτάμια χειμάρους τις πλαγιές τις παραλίες και στα εξωκκλήσια και φυσικά στο γήπεδο στην μνηγούρα ή πνιγούρα στο σχολειό και τι δεν μας θυμίζουν!
Η ρήση ή η παροιμία που λέει ότι: όταν περνούν τα πουλιά στένουν τα ξόβεργα ήταν για την παιδική μας ηλικία σήμα κατατεθέν για την προετοιμασία των ξοβέργων!
Θυμάμαι τέτοια εποχή από τα μέσα σχεδόν του Αυγούστου τους μανάβηδες του χωριού τον Τζανή και τον Λουλά τον Ζαχαρένιο και τον Κηλαδίτη με τα γαϊδουράκια τους με τα κοφίνια κρεμασμένα και να διαλλαλούν την πραμάτεια τους και να φωνάζουν : έχω κι οξόοο για τα πουλάκια!
Υπήρχαν και πάρα πολλοί άνθρωποι που είχαν δικές τους οξιές!
Κάθε Αύγουστο και Σεπτέμβριο πολλές φορές και Οκτώβριο έβλεπες στις ταράτσες και στα μπαλκόνια των σπιτιών και συνήθως το μεσημέρι άντρες και αγόρια ακόμη και γυναίκες να φτύνουν τον οξό είτε μέσα σε μεγάλη πήλινη γαβάθα ή τσίγκινη ή ακόμη και πάνω στο τσιμέντο και ο πρωτομάστορας έπαιρνε το μέλι και το ζεστό νερό ή και λίγο τσίγκο και άρχιζε το μάλαγμα και να κτυπά πάνω κάτω τα κουκούτσια με την κολλώδη ουσία που τα περιβάλλουν μέχρι να ασπρίσει και να δέσει το μείγμα και να παίρνει ένα ένα τα ξυλίκια από αγριελιά και να τα πασαλοίβει σε όλο το μήκος αφήνοντας μόνο πέντε πόντους για να μπορούμε να τα πιάνουμε!
Από πολύ μικρός έγινα πρωτομάστορας από τον πατέρα μου που ήταν Σπεσιαλίστας!
Αφού τα απλώναμε λοξά πάνω στον τοίχο και σε σημείο που να τα βλέπει ο ήλιος για να στεγνώσουν το βραδάκι τα μαζεύαμε και τα κάναμε συνήθως δέκα δέκα ματσάκι για να μπορούν να μπουν μέσα στο ξεροκόφινο που συνήθως με σύρμα ήταν χωρισμένο σε τέσσερις θέσεις για να μην κολλάνε μεταξύ τους.
Τα χρόνια εκείνα ήταν φτιαγμένα με καλάμι όπως τα καλάθια γι’αυτό και λεγόταν και καλαθούνα ή από τενεκέδες που τα έφτιαχνε ο Λευτέρης ο Γκούμας δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας και αργότερα η ευκολία ήρθε από τους πλαστικούς σωλήνες όπως της αποχέτευσης με αυτοσχεδιασμό!
Αυτή ήταν η προετοιμασία για να είναι έτοιμα από τον Οκτώβριο που άρχιζαν και περνούσαν τα διαβατάρικα πουλιά κάθε είδους.
Στην αρχή στέναμε για σουιτάκια, πούλες ,ατομάχους ή αετομάχους και αργότερα για γιαννακούς ή γιαννάκια, για τσίχλες, κοτσίφια, φρετζούνια , σπίνους ,φλόρια και καρδερίνες και πολλά ακόμα.
Εκτός από τα πόστα και τις περάστριες μέσα στις ελιές τις τσικουδιές τις Δαφνιές τους σκινόκαρπους και τούς πρίνους και πάνω στις κουντουρουδιές είχαμε και τα γουρνάκια και τα γλαστράκια κάτω από τους Σχίνους με νερό όπου βάζαμε ξόβεργα.
Επίσης το σούρουπο στέναμε ξόβεργα πάνω στα ξερά κλαδιά των σχοίνων στα γκρέμια στις παραλίες και πιάναμε κατά εκατοντάδες τα σουιτάκια!
Υπήρχαν όμως εκτός από τα ξόβεργα και οι άρες δηλαδή τα δίκτυα όπως επίσης η καπάζα ή καβακιαούρος σαν κλουβί όπως η φάκα περίπου και έπιαναν και μ’ αυτά πουλιά!
Είναι ένα χόμπι ή πάθος για τα παιδιά της δεκαετίας του 1940-50-60-70 ακόμη και σήμερα που γινόταν για το προς το ζην αντί για κρέας αλλά και καλός μεζές !
Δυστυχώς και εγώ είμαι ένας από εκείνους τους φανατικούς της εποχής που το σταμάτησα στα πενήντα μου χρόνια επειδή ένα σοβαρό γεγονός με ταρακούνησε και από τότε ούτε μπορώ να φάω τα πουλάκια!
Γι’αυτό πολλές φορές για την ετοιμότητα και την προετοιμασία ακούμε την φράση: ” Όταν περνούν τα πουλιά στένουν τα ξόβεργα”!
Όνειρα όνειρα περασμένα χρόνια έρχονται έρχονται και φεύγουν σαν τα χελιδόνια!
Γλυκές κι αξέχαστες αναμνήσεις!
Καλό ξημέρωμα με όνειρα γλυκά !
Χίος 2 Σεπτεμβρίου 2020
Λευτέρης Πυκνής Μαλλιάς
Καλλιμασιώτης
—————
Ο φίλος από την Αμερική Στάμος Στεφανάκης μου έστειλε το ποίημα που έγραψε για τα ξόβεργα και μου είπε να το συμπληρώσω στο κείμενο μαζί με την φωτογραφία που έχει ζωγραφίσει!
Η ζωγραφική και το ποίημα μου από την συλλογή μου ” Θυμάμαι ”
Ξ Ο Β Ε Ρ Γ Α ….
Μία οχτωβριάτικη ημέρα που ο πατέρας μου είχε άλλη δουλειά ,μου υποσχέθηκε να με πάρει μαζί του να πάμε στα πουλιά.
Ήταν η ώρα τρεις το πρωί κι’ ήλθε να με σηκώσει, έπρεπε λέει να θέκομε προτού να ξημερώσει.
Ένας φακός μας έδειχνε τον δρόμο μέχρι να φθάσουμε στην βότα , πάρε μου λέει το ξεροκόφινο και πήγαινε στα πόστα.
Εκείνος πήρε στα χέρια του τα κλουβιά με τα πουλιά, ανέβηκε , και έθεκε τα ξόβεργα στην ποστιασμένη ελιά.
Σε λίγο άρχισε να χαράζει, έπρεπε να βάλουμε γλαστράκια να πάν να ποιούν να κρεμαστούν τα άτυχα γιαννάκια.
Σταμάτης Στεφανάκης