Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Μισσός – Αρχόμεθα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και η Εκκλησία μας σε ανάμνηση της εξώσεως μας από τον Παράδεισο την Κυριακή της Τυρινής αφ’ εσπέρας συγκαλεί του Εκκλησίασμα για τον Α’ κατανυκτικό Εσπερινό, τον επονομαζόμενο, τη Συγχωρήσεως. Άρχεται η χριστιανική εντολή της Συγχωρήσεως την περίοδο αυτή και κορυφώνεται το βράδυ της Αναστάσεως, οπότε και θα ψαλεί το «Συγχωρήσωμεν πάντας τη Αναστάσει».
Κήρυκες και διαπρύσιοι και ρητορεύοντες Αρχιερείς θα επιδαψιλεύουν κατ’ αυτήν την περίοδο την αξία της συγγνώμης και θα εντέλλονται από θέσεως ισχύος να εξομολογηθούμε άπαντες τα ημέτερα παραπτώματα και να μετανοήσουμε.
Ο κόσμος όμως δεν πείθεται και αυτό επέχει πολλών εξηγήσεων.
Όλα είναι προητοιμασμένα με την επιβεβλημένη σεμνότητα.
Σκουρόχρωμα άμφια και φιλντισένια εγκόλπια για να μην λαμπυρίζει ο χρυσός στο ιλαρόν φως των καντηλιών, ομολογουμένως δίνουν μια τερπνή μυσταγωγική γεύση στο όλο σκηνικό.
Η εξωτερική εικόνα παραπέμπει σε αλλοτινές εποχές όταν η εκκλησία δικαιωματικά είχε λόγο εθναρχικό.
Στο σημείο αυτό όμως έγκειται και η μεγάλη αντίφαση. Πόσοι ασπασμοί γίνονται φιλήματι αγίω και πόσοι προσομοιάζουν σε κυνοφιλίες ή σε φιλήματα του ετέρου του Χριστού μας, του Ισκαριώτη Ιούδα.
Οι επίσκοποι μας πως είναι δυνατόν να προσκαλούν τους ιερείς που μέχρι τώρα διαχειρίζονταν με δυο μέτρα και δυο σταθμά σε ισότιμους πατρικούς αλληλοασπαμούς ! «Ω της Ιούδα αθλιότητος» όπως προανεφώνησε ο ιερός υμνογράφος !
Έπειτα η συγχώρεση, ο σεβασμός, η ανοχή είναι αρετές που εγκλωβίζονται σ΄ένα απόγευμα ή είναι βίωμα ενιαύσιο όσο πάλλει η ταπεινή μας καρδιά ;
Είναι δυνατόν ο αιώνιος λόγος του Ευαγγελίου της Ειρήνης, της αδελφοσύνης, της καταλλαγής να ενδύεται τον εωσφορικό μανδύα της υποκρισίας ;
Και το τρίτο και αγωνιωδέστερο ερώτημα αιωρείται αυθόρμητα και αμείλικτα και σχετίζεται με την ηχηρή απουσία των νέων μας από τέτοιες λατρευτικές συνάξεις.
Τι δεν ευρίσκει η διψώσα ψυχή των νέων της πατρίδας μας και αποστρέφεται αδιαφορώντας επιδεικτικά τοιαύτες τελετές ;
Η συγχώρεση και η άφεση των αμαρτιών δεν είναι τύποις αλλά βιωματικές εμπειρίες.
Αφού προβούμε σε μια αυτοεξέταση κατά την αλάνθαστη φωνή της συνειδήσεως μας τότε και μόνον θα είμαστε στη θέση να οδεύουμε προς το επιτραχήλιο του πνευματικού μας πατρός και να εξαγορεύσουμε τις αμαρτίες μας στο ευήκοον ους του Παναγίου Θεού.
Η συγχώρεση δεν μπορεί να είναι φιέστα με εικονολήπτες να αποθανατίζουν τις στιγμές.
Επιπροσθέτως πλανάται και σαν Δαμόκλειος Σπάθη το ερώτημα, αν και πως, όσοι ευαγγελίζονται την αγάπη και την άφεση αμαρτιών, οι κηρύττοντες μετανοούν, ώστε να επαναπροσδιορίζουν τα του εαυτού τους και της δυναστικής τους εξουσίας.
Η εκκλησία, αγαπητοί μου αδελφοί εν Κυρίω, είναι η Κιβωτός της σωτηρίας μας ή ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας.
Ο ίδιος ο Κύριος έκανε νύξη προφητική με το ηχηρό «κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε» για να μας προφυλάξει από την εωσφορική υποκρισία ορισμένων που ευκόλως φιλοσοφούν αφ’ υψηλού.
Αναφορά μας είναι ο Χριστός και το Ευαγγέλιον.
Οι σημαίες και τα τρόπαια της Θείας Δόξης οδηγός μας στο εξής.
Κύριος ο Θεός νέμοι πλουσίαν την χάριν και το έλεος Του εφ’ ημών και δωρίζοι την κατ΄άμφω υγίειαν πάντοτε νυν και αεί.
Αρχιμανδρίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Ρόδου, Αθανάσιος Μισσός