Η παρουσίαση των πρακτικών του επιστημονικού συνεδρίου της Ι.Μ.Χίου,Ψαρών και Οινουσσών για τον Άγιο Αγγελή τον Αργείο έγινε στην βιβλιοθήκη της Ιεράς Μητροπόλεως ” Άγιος Αγαπητός ” από τον Μητροπολίτη κ. Μάρκο, τον Θεολόγο κο Βασίλειο Βοξάκη και τον Ιατρό κο Δημήτριο Κ. Αφενδούλη.
Ο Άγιος Αγγελής καταγόταν από το Άργος της Πελοποννήσου και ζούσε στο Κουσάντασι (Έφεσο) της Μικράς Ασίας. Εργαζόταν ως πρακτικός γιατρός. Ήταν «άνθρωπος ευλαβής, ήσυχος, φιλακόλουθος, ελεήμων, ευσεβής και ζηλωτής της ευσεβείας θερμότατος».
Κάποια μέρα ένας Γάλλος άθεος χλεύαζε τη χριστιανική πίστη. Ο Αγγελής με παρρησία αντέκρουσε τα επιχειρήματα του συνομιλητή του. Του πρότεινε μάλιστα να μονομαχήσουν, εκείνος πάνοπλος και ο Άγιος μόνο με ένα ξύλο, πιστεύοντας πως θα τον νικήσει με τη δύναμη της πίστης. Ο Γάλλος δέχτηκε. Έκαναν και έγγραφη συμφωνία στην πρεσβεία. Ο Αγγελής έτρεξε στον πνευματικό του, εξομολογήθηκε και ζήτησε την ευχή του. Ο πνευματικός πάσχισε να τον αποτρέψει, αλλά ο Αγγελής επέμενε. Έτσι, ο ιερέας του έδωσε τελικά ευλογία.
Ο Αγγελής μετά από ολονύχτια προσευχή και αφού κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων, εμφανίστηκε μπροστά στον Γάλλο. Τότε τρόμος και δειλία κυρίευσε τον αντίπαλο του Αγγελή και καταντροπιασμένος εγκατέλειψε τη μονομαχία. Έτσι, νικητής ανακηρύχθηκε ο Άγιος.
Μετά το γεγονός αυτό, ο Αγγελής κλείστηκε στον εαυτό του. Νυχθημερόν φανταζόταν τα στίγματα του Χριστού στο σώμα του. Τον κατέτρωγε δυστυχώς η υπερηφάνεια, ότι τάχα νίκησε τον αντίπαλο λόγω της μεγάλης πίστης του. Βρίσκοντας τότε ευκαιρία ο διάβολος, του υπέβαλε την ιδέα να τουρκέψει, για να μαρτυρήσει στη συνέχεια.
Έτσι, το Σάββατο τού Λαζάρου τού έτους 1813, πήγε ζητώντας να γίνει μουσουλμάνος. Οι Τούρκοι αρχικά τον έδιωχναν, ύστερα όμως τον δέχθηκαν. Αμέσως μετά την εξώμοσή του, άρχισε να κάνει διάφορες παράλογες πράξεις, ώστε να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο, να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει. Όμως, δεν έγινε έτσι, αλλά τον έδιωξαν ως τρελό και τον έστειλαν στη Χίο.
Στη Χίο συνέχισε την παράξενη συμπεριφορά. Σε κάθε εκκλησία που συναντούσε έμπαινε μέσα, έκανε μετάνοιες, και ύστερα με λυγμούς ασπαζόταν τις εικόνες. Συχνά πήγαινε στον τάφο τού Αγίου Μακαρίου Νοταρά, καθοδηγητή πολλών νεομαρτύρων και προσευχόταν με δάκρυα αγκαλιάζοντας το μνημείο, ώστε με τις πρεσβείες του Αγίου, να αξιωθεί να μαρτυρήσει. Στους Χριστιανούς έλεγε, να προσεύχονται στον Θεό, για να φέρει εις πέρας τον αγώνα του. Αν τον επαινούσαν για την επιθυμία του αυτή, αγρίευε, έβριζε και γινόταν απειλητικός. Προκαλούσε και με άλλους τρόπους τους Τούρκους, για να τους ερεθίσει, ώστε να καταφέρει τον σκοπό του.
Κάποτε, σε περίοδο ραμαζανίου, κάθισε κάτω από ένα τούρκικο σπίτι, έπινε νερό και κάπνιζε. Κατέβηκε λοιπόν, κάτω ο σπιτονοικοκύρης και έδειρε τον Αγγελή. Άλλοτε πάλι, ενώ ήταν ραμαζάνι, κάθισε μπροστά στην πόρτα τού δικαστηρίου, άπλωσε το μαντήλι του, έτρωγε και έπινε κρασί. Κανείς όμως, δεν ασχολήθηκε μαζί του.
Έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι ξεγελάστηκε από τον δόλιο δαίμονα, αναγνώρισε την ανθρώπινη αδυναμία του και μετανόησε ειλικρινώς αναθέτοντας όλη του την ελπίδα στον Θεό. Τότε λοιπόν, ο Θεός τον αξίωσε για εκείνο, πού τόσο σφοδρά επιθυμούσε.
Αφού παρέμεινε έξι μήνες στη Χίο, προετοιμαζόμενος πνευματικά, με συντετριμμένη πλέον καρδιά εισήλθε στο στάδιο του μαρτυρίου. Μια μέρα ξύρισε τα γένια του και πήγε στο τελωνείο. Μόλις τον είδαν οι Τούρκοι απορημένοι τον ρώτησαν γιατί ξύρισε τα γένια του. Εκείνος τούς απάντησε πώς όσο ήταν Τούρκος τα άφηνε, επειδή οι Τούρκοι τα έχουν περί πολλού. Τώρα όμως που ξαναέγινε Χριστιανός, τα έκοψε ως περιττά και άχρηστα, επειδή εδώ οι Χριστιανοί ξυρίζονται.
Προσπάθησαν να τον συνετίσουν. Βλέποντας όμως ότι δε γίνεται τίποτα, τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στο κάστρο. Όλη τη νύχτα τον βασάνιζαν. Την άλλη μέρα τον οδήγησαν στον διοικητή του νησιού, όπου είχαν συγκεντρωθεί και οι αγάδες. Επεχείρησαν με υποσχέσεις και απειλές να τον μεταπείσουν. Θέλοντας να τον ανεβάσουν βιαίως στο τζαμί ο μάρτυρας φώναζε πως ήταν καλύτερα γι αυτόν να τον θανατώσουν εκείνη τη στιγμή, παρά να ανέβει στο τζαμί, διότι ήταν πλέον και πάλι Χριστιανός.
Επειδή ο Αγγελής έμενε σταθερός στον Χριστό, τον ξαναέκλεισαν στη σκοτεινή φυλακή με τα πόδια στο τουμπρούκι. Την άλλη μέρα, 3 Δεκεμβρίου τού 1813 μη καταφέρνοντας να του αλλάξουν γνώμη, τον οδήγησαν στη θέση Βουνάκι, όπου τον αποκεφάλισαν.
Το μαρτυρικό του λείψανο τρία μερόνυχτα έμεινε στον τόπο της εκτέλεσης. Οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να πάρουν κάτι από τα ενδύματα του μάρτυρα ή από το αίμα του, δίνοντας χρήματα στους φρουρούς. Ένας Χριστιανός πρότεινε χιλιάδες γρόσια προκειμένου να πάρει το άγιο λείψανο για ταφή, αλλά οι Τούρκοι δε δέχτηκαν. Επειδή κάποιος ιερέας άρπαξε την τίμια κάρα του Αγίου και την καταφιλούσε μπροστά στους Τούρκους, σκλήρυναν τη στάση τους και σήκωσαν το άγιο λείψανο μαζί με την κεφαλή και το χώμα, που είχε βραχεί από το αίμα και τα έριξαν στο πέλαγος σε 25 οργιές βάθος. Τη νύχτα προσπάθησαν κάποιοι φιλομάρτυρες Χριστιανοί να τα βγάλουν, αλλά δεν το κατόρθωσαν.
Η μνήμη τού Αγίου Νεομάρτυρος Αγγελή εορτάζεται στις 3 Δεκεμβρίου. Στη θέση Πορτίτσες της πόλεως Άργους υπάρχει από το 1989 υπόγειος ναός επ’ ονόματί του.