Του Κ. Α. Ναυπλιώτη
Ίσως φανεί παράξενο εξ αρχής το φαινόμενο τής παρήχησης στον τίτλο, γι αυτό και πιθανόν χρειάζεται να διευκρινιστεί, λέγοντας πως γνωριμία είναι η απόκτηση σχέσης – οικειότητας που εν τέλει οδηγεί στη διάκριση, και ουσιαστικά σε περισσότερη γνώση άρα κατανόηση του περιεχομένου (εν προκειμένω) μιας λέξεως. Έτσι λοιπόν, η λέξη αλέκτωρ (κόκορας) εμφανίζεται από την αρχαιότητα ως ποιητικός τύπος του ουσ. ἀλεκτρύων. Η λέξη αυτή όπως και ο ἀλέκτορας προέρχεται από το ρήμα ἀλέγω -ἀλέξω, που σημαίνει – ως γνωστόν- (βλ. Αλέξανδρος) διώχνω, απομακρύνω, αποκρούω. Ερμηνευτικά η λ. ἀλέκτορας – ἀλέκτωρ(1) είναι αυτός που απομακρύνει (εννοείται το σκοτάδι), και φέρνει την αυγή. Γνωρίζουμε όμως πως ο ήλιος λέγεται και Ἠλέκτορας (λέξεις εμφανώς όμοια δομημένες). Αυτός λοιπόν είναι ο λαϊκός «ὀρθροβόας» – κόκορας των αρχαίων που φωνάζει την αυγή και μας ξυπνάει σηκώνοντάς μας από το λέκτρο (δηλ. το κρεβάτι). Ο Ησύχιος τη λέξη ἄλεκτρος ερμηνεύει ως ακοίμητος. Επίσης από τον Ησύχιο μαθαίνουμε και τις σχετικές λέξεις, κοτέει = οργίζεται, αλλά και κοτεῖν = διεχθραίνειν, χαλεπαίνειν, κοτίκας = ἀλέκτωρ και κότινος = αγριελιά από την οποία γινόταν το στεφάνι νίκης στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το στεφάνι αυτό δίνονταν σ’ αυτούς που κοτούσαν – τολμούσαν να αγωνιστούν επιδιώκοντας τη νίκη. Στα μεσαιωνικά Ελληνικά απαντάει και ως κότος (ο) θηλ. η κότα*. Ο ηλέκτορας – Ἠλέκτωρ βεβαίως σημαίνει φωτεινός, όπως και το θηλ. όνομα Ἠλέκτρα σημαίνει φωτεινή – λαμπερή. Η έρευνα θα μας δείξει, πως το ἢλεκτρο, το γνωστό κεχριμπάρι λέγεται έτσι από την φωτεινότητά του, και προέρχεται κατά τη μυθολογία μας, από τα δάκρυα των θυγατέρων του Ήλιου, των Ἡλιάδων των αδελφών του Φαέθοντος που θρηνούν τον χαμό του αδελφού τους, εξ αιτίας της κατακρημνίσεώς του από το άρμα του πατέρα του.
Ας δούμε όμως και τον μύθο ο οποίος συνταιριάζει τη δύναμη και το κάλλος ως θεϊκά χαρακτηριστικά του Άρη και της Αφροδίτης. Η ιστορία αναφέρει πως αγαπημένη πόλη τού Άρη είναι η Θήβα που σημαίνει νέα, (θήβα – θήβη – ἣβη = νιάτα). Έτσι η λ. θήβη είναι η ίδια λέξη ἣβη με δασύτερη προφορά. Ας λάβουμε υπ’ όψιν πως (κατά τη μυθολογία) στη Θήβα γεννήθηκε ο εγγονός του Ἠλεκτρύονα Ηρακλής που ήταν νυμφευμένος με την Ἣβη, δεσμός που δηλώνει τη συνεύρεση τής δύναμης με τον έρωτα, τη νεότητα… Όμως το ίδιο συμβαίνει και με την «Ἀρήια -ἀρά» «δηλ. την κατάρα του Άρη, που αγανακτισμένος από την αμέλεια του Αλεκτρύονα , τον μεταμόρφωσε σε κόκορα, και από τότε οι κοκόροι όταν πλησιάζει η ανατολή του ήλιου ποτέ δεν ξεχνούν και βιάζονται να την προαναγγείλουν φωνάζοντας δυνατά»(2). Εδώ έχει τη θέση της η λ. κότος (το αρσ. της λ. κότα) και απ’ αυτό προήλθε και η λ. κουτός και κουτορνίθι (κουτός + ὄρνις). Επίσης η λ. κοκορόμυαλος δηλώνει τον ανόητο, απ’ όπου και το (κουτό ευφυολόγημα) «σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση». Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως ο εριστικός και μαχητικός σαν τον Άρη (Ἒρις) είναι αυτός που κοτάει**, ο τολμηρός, ο φιλοπόλεμος. Απ’ εδώ και η λ. κοκορομαχία που δηλώνει διαμάχη. Συμπληρώνοντας, αναφέρουμε τον λόγο που το έπαθλο για τους τολμηρούς που νικούσαν στους αγώνες, ήταν το στεφάνι της αγριελιάς που ονομάστηκε κότινος, ο οποίος, κατά μίαν έννοια, έμοιαζε με κορώνα όπως το λειρί τού κότου (πετεινού). Έτσι λοιπόν έχουμε το ρήμα κοτάω, που από την μαχητικότητα του κόκορα δημιούργησε πλήθος λέξεων, που κάνει όχι μόνο τον κόκορα να κοκορεύεται (υπερηφανεύεται) αλλά και όσους έχουν τα κότ(σ)ια και τολμούν… (κότια με το φαινόμενο του τσιτακισμού έγινε κότσια).
Εδώ και η λ. αποκοτιά έχει τη θέση της…
(1)αλέκτωρ, ἀλεκτρυών (α[αθροιστικό] + λέκτης, λέχος, λέκτρον. Ή από το ότι λαλεί πολύ [λέκτης] ή από το ότι πολύ συνουσιάζεται [λέκτρον]). Βλ. ετυμ. λξκ. Βασδέκης Σταύρος – Σέρρες. Βέβαια μην ξεχνάμε τους… ψηφολέκτες οι οποίοι συλλέγουν-συναθροίζουν-απαριθμούν τις ψήφους των ψηφισάντων στη βουλή. Ωστόσο η συγκέντρωση αυτή δεν πρέπει να αποβλέπει σ’ έναν ψυχρό απολογιστικό μηχανισμό της εξουσίας, αλλά οφείλει να διαμορφώνει και σηματοδοτεί όχι μόνο τον λόγο των γλωσσικών εξουσιαστών, αλλά και των πολιτικών.
*Πολλοί αναφέρουν τη λέξη κόκορας ως ηχομιμητική από τη φωνή κο – κο.
(2) Βλ. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ λ. ἀλεκτρυών (διαδίκτυο).
** Ρήμα κοτέω – ω = οργίζομαι, αλλά και τολμώ. Αναφορές υπάρχουν από τον Όμηρο αλλά και στα Ηθ. Νικομ. του Αριστοτ. Απ’ εδώ και η λ. αποκοτιά (απο-κοτιά) που ουσιαστικά δηλώνει την προσπάθεια αυτού που επιχειρεί «χωρίς να σκεφτεί». Η λέξη είναι συνηθισμένη και στον Κοραή με το ρ. αποκοτώ, ταυτόσημον του αποτολμώ. εποκότησε = τόλμησε. Όμως δεν είναι βέβαιον εάν αυτός που τολμά, κάνει κουταμάρες, κουτουράδες, ή είναι κουτορνίθι, κουτουριάρης ή κουτεντές.
Σχετ. λέξη κοκορεύομαι = συμπεριφέρομαι όπως ο κόκορας προβάλλοντας κάποιο στοιχείο μου ώστε να προκαλέσω εντυπώσεις (Βικιλεξικό).
knafpl@hotmail.com