Ύστερ’ απ’ τον οργασμό της ξανανιωμένης φύσης μες στου Μαρτιού την αγκαλιά, η αδάμαστη ζωή ξυπνούσε και παραδινόταν στη ζεστή πολιορκία του ήλιου, που την πλησίαζε σαν γυναίκα σε οίστρο, για να τη γονιμοποιήσει με χάδια καρποφόρα.
Για πέστε μου πώς να μείνουν οι καρδιές των πλασμάτων ανεπηρέαστες και αδιάφορες σε τέτοια κοσμογονία; Σκιρτούσαν, λοιπόν, στα πρώτα χρυσοπόρφυρα ηλιοβασιλέματα, ευαίσθητα και ρομαντικά, έψαχναν να βρουν διέξοδο σ’ εμπνεύσεις, δημιουργίες, έρωτες και πάθη κι ύστερα, ασυμμάζευτα κι ορμητικά, έμπαιναν μέσ’ στο πανηγύρι της δράσης και της κατάκτησης κι απαιτούσαν ανυποχώρητα τα δικαιώματά τους στη χαρά, την επιτυχία, την αγάπη, την ελευθερία. Κι είναι ολοφάνερο πως αυτές οι αλλοπρόσαλλες ορμόνες του ανήλικου Μάρτη, που τον κάνουν να μην ξέρει πού το πάει και ως πού, είναι που τον ανάδειξαν σε σύμβολο και ορόσημο σπουδαίων γεγονότων και συγκυριών.
Μάρτης ήταν, όταν πλημμυρισμένος από αγάπη ο Θεός, μεθυσμένος από τ’ αρώματα του παραδείσου που ‘χε δημιουργήσει και τον ονόμασε «Γη», αποφάσισε να συγχωρήσει πια κι αυτό το αδύναμο δημιούργημά του και να του ξαναδώσει την εύνοια που του ‘χε στερήσει, εξαιτίας της γνωστής παρακοής των προπατόρων του, των πρωτοπλάστων. Αμέσως έστειλε άγγελο με κρίνο λευκό για να μηνύσει συμβολικά στην παρθένα της Ναζαρέτ, τη Μαρία, τη χαρμόσυνη είδηση της άπειρης προσφοράς και της μεγαλοσύνης του.
Έστειλε ο Άναρχος Θεός (ο Ήλιος) την καλοσύνη του (τη ζεστή ακτίνα του) στην παρθένα (τη Γη), να της δώσει την υπόσχεση της νέας ζωής (να τη γονιμοποιήσει) και να την ευλογήσει με την αγάπη του (την αναγέννηση και τη νέα σοδειά). Συμβολικά, λοιπόν και «κατανοητά» μηνούσε ο «ακατανόητος» τη συγχώρεσή του στον άνθρωπο, ο οποίος, αφότου εξέπεσε της Εδέμ, καταδικάσθηκε στον πνευματικό θάνατο και την απώλεια της αθανασίας, ζώντας με την αγωνία και την προσμονή αυτού του ευαγγελισμού, ώστε να αξιωθεί πάλι την ανάσταση.
Πάνσοφοι διδάσκαλοι και καθοδηγητές, που ξέρατε καλά πώς να περνάτε στον άμυαλο κι αμόρφωτο άνθρωπο τις κατευθύνσεις και τους σκοπούς σας! Ιησού Χριστέ, Θεέ της αγάπης και Άνθρωπε της Θυσίας, που διάλεξες το Μάρτη για να πάρεις την υλική Σου υπόσταση και να χαρίσεις στο γένος των ανθρώπων τη σωτηρία των ψυχών και των σωμάτων μαζί, ευλογώντας τους με τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον!
Ολοφάνερη, επίσης, είναι η συνομωσία του Θείου με τ’ ανθρώπινο, που κάνει αυτόν το μήνα σημαντικό και ξεχωριστό και στην ιστορία του τόπου μας, αφού κλήρος και λαός διάλεξαν το Μάρτη του 1821 σαν τον καταλληλότερο χρόνο για να εκδηλωθούν, ν’ αρχίσουν τον πολυπόθητο ξεσηκωμό και τον άνισο αγώνα, μέχρι ν’ αποτινάξουν το ζυγό από του Έλληνα τον τράχηλο, ύστερα από τεσσάρων αιώνων σκλαβιά κι εξευτελισμό.
Μόλις, λοιπόν, έλιωσαν τα χιόνια από τα ψηλά βουνά του Μωριά, από τα διάσελα και τα περάσματα, μ’ αποτέλεσμα να ‘ναι πιο εύκολες οι ομαδικές μετακινήσεις, σαν γούρμασαν οι καρποί και πάχυναν τα νεογέννητα αρνάκια για να ‘χουν τροφή τ’ ασκέρια και σαν τα νέα κορμιά φούντωσαν απ’ τους χυμούς και της αντρειάς τα ξυπνήματα κι αγνόησαν τη σιγουριά και το ραχάτι στις αγκαλιές των κοριτσιών, τότε έκαμαν οι Έλληνες «κατάσταση» κι όρμησαν πρώτα στον Τούρκο της Τριπολιτσάς, που ‘χε στρογγυλοκάτσει στις προβιές του κι είχε καλοκοιμηθεί στα χράμια του όλο το χειμώνα, τρώγοντας το ψωμί του ραγιά και πίνοντας το αίμα του σκλάβου, απορώντας που του ‘πεφταν τελευταίως βαριά κι αργούσε να τα χωνέψει.
Στείλανε κι οι φιλέλληνες Αγγλογάλλοι μηνυτό πως θα δώσουν χέρι βοηθείας, μιας και το Δοβλέτι τους είχε γίνει πια στενός κορσές και πήγαινε να τους πνίξει από τη μια ως απάνω την Αυστρία και απ’ την άλλη ως κάτω στο Γιβραλτάρ, είπε κι η Παναγιά το «ναι» μέσ’ στην ευφορία του Ευαγγελισμού της κι όλα ξεκίνησαν μ’ ευνοϊκές προϋποθέσεις.
Δόξα Θεέ, εκδικητή της αδικίας και των αδικουμένων σύμμαχε! Δόξα Κύριε, υποστηρικτή της τόλμης και της αντρειοσύνης και των αγανακτισμένων σκέπη και καταφυγή! Γιατί η λευτεριά που κερδήθηκε με αίμα και θυσίες, μόνο σε θαύμα οφείλεται. Στο θαύμα της αγάπης στο Θεό και στην Πατρίδα, που αιώνες διαφύλαξε την πίστη και την καθαρότητα της ράτσας αλώβητες και διατήρησε τη γλώσσα και τη θρησκεία αμετάβλητες!
Διπλές γιορτές, λοιπόν και εκδηλώσεις τον Μάρτη. Επέτειος της Σωτηρίας του ανθρώπου από την οργή του Θεού. Επέτειος της Σωτηρίας της Πατρίδας από το μίσος των κατακτητών. Κι εμείς, μεταξύ των προετοιμασιών για την εορτή και των δοκιμών για την παρέλαση, τρέχαμε μ’ έξαψη από το μάθημα στην πρόβα κι από τη χορωδία στο προαύλιο ενθουσιασμένα. Βάζαμε και βγάζαμε στολές, κουστούμια, φέσια, καπέλα, τσαρούχια, φουστανέλες, μουστάκια, γενειάδες, κορδέλες και περικεφαλαίες και προβάραμε σκετς, ποιήματα, τραγούδια, θούριους και ύμνους, ταμπλώ-βιβάν και εορταστικούς μονόλογους.
Στη χορωδία συνήθως έκαμνα δεύτερη φωνή και στο σπίτι δεν έβαζα γλώσσα μέσα προβάροντας το «σαράντα παλικάρια» και το «τη Υπερμάχω». Στα σκετς δεν δεχόμουν τίποτα λιγότερο από τον πρώτο ρόλο.
Να με βλέπατε με τιάρα βασιλικιά, λευκό ποδήρη χιτώνα και μια μπλε ταινία με μεγάλα χρυσά γράμματα σταυρωτά να λέει «ΕΛΛΑΣ»!
Οι σκλαβωμένες κόρες μου, Βόρεια Ήπειρος και Κύπρος, σιδηροδέσμιες και κουρελιασμένες, με κοίταζαν ικετευτικά γονατιστές κι εγώ τις διαβεβαίωνα πως σύντομα θα τις έσφιγγα πάλι στην αγκαλιά μου. Κι άλλοτε επιβλητικός Κατσαντώνης, με τρεις πήχες μουστάκι και σαράντα πήχες φουστανέλα, να φοβερίζω τη Τουρκιά! Το φόρτε μου, βέβαια, ο ρόλος της Λάμπραινας, που με το δαυλό τον αναμμένο έβαζα φόκο στα μπαρουτόβολα κι ανατίναζα τα γυναικόπαιδα του σογιού μου, για να μην πέσουν στα χέρια των απίστων εκεί πάνω, στ’ άγια χώματα, στο Σούλι.
Αχ… Πόσα παιδικά στόματα άραγε πριν και μετά από μένα βροντοφώναξαν με πάθος τα ίδια λόγια – που λόγια πάντα μένουν – παίζοντας θέατρο σ’ όλα τα σχολεία της Ελλάδας!
Στην παρέλαση, λόγω ύψους και παραστήματος, πάντοτε διμοιρίτης και αργότερα παραστάτης. Και στην έκτη τάξη, λόγω αριστείου, σημαιοφόρος, μ’ όσο καμάρι μα και σεμνότητα απαιτούσαν η θέση η τιμητική και διακεκριμένη! Μπλε φούστα, άσπρη μπλούζα και κάτασπρα γάντια κι άλλοτε με τη στολή της Αμαλίας ν’ αγκαλιάζει το σώμα μου το γαλάζιο σατέν και ν’ ανεμίζει στ’ ανοιξιάτικο αγέρι, μαζί με τη σημαία και το ηθικό μου το υψηλό κι αναβαθμισμένο!
Τριήμερες συνήθως οι εκδηλώσεις κι οι εορτασμοί. Ξεκινούσαμε με την εορτή και το πλήρες πρόγραμμα στην αίθουσα του θεάτρου στο σχολείο. Την επομένη, συνεχίζαμε με την κατάθεση στο μνημείο των πεσόντων Ηρώων, χοροί, τραγούδια, ποιήματα, χειροκροτήματα στο Τρίστρατο. Κι εκεί συγκίνηση, περηφάνια και πάλι χειροκροτήματα! Και την τρίτη μέρα, η Παρέλαση των μαθητών και των ενόπλων δυνάμεων ενώπιον των αρχόντων και του κλήρου, που μας κοιτούσαν αφ’ υψηλού και βλοσυροί, συνωστισμένοι στην εξέδρα μπρος στο Δημαρχείο κι ενώπιον του λαού, που όρθιος στα πεζοδρόμια, κουνώντας σημαιάκια, μαντήλια και τραγιάσκες, μας καμάρωνε και μας φώναζε ενθαρρυντικά. Εκεί πια ν’ ακούσεις χειροκροτήματα!
Κι έτσι, με τις αθώες καρδιές μας γεμάτες περηφάνια και πατριωτισμό, τα παιδικά μας σώματα πλημμυρισμένα χυμούς και ορμές και τ’ ανήσυχα μυαλά μας παραγεμισμένα με της άνοιξης τον ξεσηκωμό και του καλοκαιριού τα ταξίματα φθάναμε αισίως και στο τέλος του Μάρτη.
Αγγελική Συρρή- Στεφανίδου.
Συγγραφέας-ποιήτρια.
(Από το βιβλίο μου: Λες και ήταν χτές)