Του Κ. Α. Ναυπλιώτη
“Ὅς δ’ ἄν ἄνευ μανίας Μουσῶν ἐπί ποιητικάς θύρας ἀφίκηται,
πεισθείς ὡς ἄρα ἐκ τέχνης ἱκανός ποιητής ἐσόμενος, ἀτελής τε
καί ἡ ποίησις ὑπό τῆς τῶν μαινομένων ἡ τοῦ σωφρονοῦντος ἠφανίσθη”.
Πλάτωνος Φαίδρος 245a
ερμην. Όποιος χωρίς την βοήθεια των Μουσών* οδηγείται στις πόρτες της δημιουργίας, έχοντας πιστέψει ότι θα γίνει μεγάλος ποιητής⁕ (δημιουργός) μόνο με την τέχνη του ο ίδιος δεν πετυχαίνει, (αλλά) και το δημιούργημά του ως έργο φρόνιμου δημιουργού, αφανίζεται από την ποίηση όσων κατέχονται από μανία (πάθος).
Όποιος νομίζει, πως τα δομικά στοιχεία τής γλώσσας μας είναι αποτέλεσμα εργαστηρίου, ίσως ξεχνά, πως είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει την αρχή της χιλιετίες πριν από τον Όμηρο και τον Ορφέα στις απαρχές τής εμφάνισης τού ελλόγου όντος· αν σκεφτούμε πως στην εποχή τού Ομήρου η γλώσσα μας είχε φτάσει σε ανυπέρβλητη τελειότητα. Αυτός είναι ο τρόπος για να στοχαστούμε πάνω στη γλωσσική ύπαρξη και όχι να την μεταχειριζόμαστε ως βαλσαμωμένο και απολιθωμένο νέκυν εστερημένον ψυχής. Είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε πως η ψυχή είναι η αιτία τής εκφραστικής δυνατότητας του ατόμου, και κατόπιν έρχεται η Γραμματική Τέχνη. Έτσι, γνωρίζοντας αυτά, μπορούμε να αντιληφθούμε την ποσότητα και την ποικιλομορφία των λεκτικών στοιχείων και να μην εγκλωβιζόμαστε στην περιπτωσιολογική ανάλυση των λέξεων χωρίς την ιχνηλάτηση τής γενετικής και της εξελικτικής πορείας τους, η οποία οδηγεί στον στοχασμό και καταλήγει στην κατανόηση των χαρισμάτων τής πορείας αυτής, που δίνει δύναμη και ακριβολογία στην γλώσσας μας. Αυτό, τολμώ να πω, πως είναι ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία τού ελληνικού γλωσσικού πλούτου που την οδηγεί σε ευρύτερες και αφηρημένες έννοιες καθώς και νοητικά σχήματα· καθώς η γνώση της γλώσσας υπερβαίνει την εργαστηριακή απόδειξη, αφού καταχτιέται με αγάπη, με αγώνες και με συνεχή σπουδή που συντείνει στην καλλιέργειά της. Αυτό αποδεικνύει πως η γλώσσα δεν είναι μόνο μέσο επικοινωνίας, αλλά τρόπος καλλιέργεια σκέψης και αισθητικής ενός λαού.
Η γλώσσα δεν μαθαίνεται με τη σπουδή των λέξεων σε γραφεία και στρατιωτικού τύπου σπουδαστήρια, αλλά με τη μελέτη των ανθρώπων και της φύσης που μας “ανοίγει” τους πνευματικούς ορίζοντες. Και οι ορίζοντες αυτοί προδιαγράφουν τα της διανοίας και του λόγου. Μην ξεχνάμε πως ο ίδιος ο Πλάτων μάς είπε πως “διάνοια και λόγος ταυτόν” και ουσιαστικά ο λόγος είναι αυτός που χαρακτηρίζει την πολιτιστική άνοδο ενός λαού.
Η αρχή τής γλωσσικής ανόδου στο επίπεδο αυτό ξεκινάει από τη μάννα μας! Και γι αυτό, χωρίς καμία υπερβολή, την ονομάζουμε μητρική. Μάνα όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι η φύση και αυτή αποτελεί το ερέθισμα, το θεμέλιο αλλά και το πρότυπο των ήχων πάνω στο οποίο χτίστηκε το γλωσσικό οικοδόμημα. Έτσι λοιπόν από μονοσύλλαβες λέξεις και απλά ηχητικά ακούσματα ηχομιμητικής προέλευσης πήραμε το ερέθισμα και δημιουργήσαμε τα: γαβγίζω, γκαρίζω, κακαρίζω, μπουμπουνίζω, γουργουρίζω, πατσίζω, χουχουλίζω, γρυλίζω, βελάζω, πατώ, φυσώ, σχίζω και άλλα ων ουκ έστι αριθμός. Όμως αυτό δεν είναι το θέμα μας(!)· είναι η μαγιά και ίσως η απόδειξη για να διαπιστώσουμε πως η γλώσσα φύεται πάνω στη ρέουσα αίσθηση τού παρόντος, και σφυρηλατείται πάνω στη ροή της ζωής. Τις λέξεις τις διδάσκει στον άνθρωπο η φύση με την παιδαγωγική μυστικών νευμάτων, ερωτικής μορφής αλλά και πλείστης υπομονής. Τη γλώσσα πρέπει να την ανιχνεύουμε πρώτα πάνω στο σώμα τής ζωής η οποία περιέχει τα σπέρματα τής γλωσσικής ουσίας, και μετά να τη σπουδάζουμε σε ανήλιαγα και αποστειρωμένα γραφεία που οδηγούν σε μονόδρομους γραμματικής τεχνικής εφαρμογής και επιστημονικής αναζήτησης που οδηγεί σε σταθερούς κανόνες, οι οποίοι εκ των πραγμάτων περιορίζουν την ελευθερία αφού εντάσσονται μέσα σ’ αυτούς. Παρόλα αυτά η γλώσσα είναι ποίηση που δεν οδηγεί στον ποιητή, αλλά στο ποίημα…που το πρωτόπλασμά του βρίσκεται στη μεταβολή και διδασκαλία τής φύσης που με τη βοήθεια τού πνεύματος γίνεται θεράπαινα των φυσικών αναγκών και της πνευματικής ανόδου τού λαού.
Η γλώσσα δεν είναι για να την εξετάζεις “νεκρή” και συντηρημένη σε απολυμαντικό φορμόλης. Είναι ένα ποτάμι που διατρέχει τη φύση και πιάνει ερωτικό αλισβερίσι με κάθε τολμηρό εραστή. Η τραγικότητα όσο και η ελευθερία τής γλώσσας βρίσκει την εφαρμογή της στη γλώσσα του σώματος που με την ενέργεια τού παρόντος και του παρελθόντος πορεύεται και δημιουργεί στοιχεία μελλοντικής σύλληψης. Ωστόσο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως η γλώσσα είναι μελέτη “συσσωρευμένης” πείρας· γιατί οι άνθρωποι τα ‘χουν όλα ειπωμένα πριν από ‘μας.
Η γλώσσα λοιπόν δεν πρέπει να είναι γεωμετρία ή εφαρμοσμένα μαθηματικά· είναι φυσική προσαρμογή και νίκη πάνω στην ηχητική που δεν μας φορτώνει το γραμματικό λάθος, γιατί είναι ένα φυσικό μάθημα γραμματικής τέχνης που δεν σε έλκει προς το σύνθετο για να αποφύγεις το απλό, αλλά μέσω του απλού σε οδηγεί στο σύνθετο.
Τολμώ να πω, πως η γλώσσα και ιδιαίτερα η ελληνική, πρέπει να σπάει το φράγμα τής περιπτωσιολογικής εξειδίκευσης και να απλώνεται στο χώρο και στο χρόνο. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει χωρίς μεγάλο έρωτα και πάθος ως βασικό προαπαιτούμενο για την ιχνηλάτηση τής αρχής αλλά και της πορείας της.
Τη σχέση μας με γνώση της γλώσσας δεν είναι ανάγκη να τη βλέπουμε ως φόβο, απειλή και αντίθεση μεταξύ μας, αλλά ως φυσική ομορφιά που δεν υπερβαίνει το ήθος και τη φυσική τάξη. Αυτή είναι πρέπον να τη νοιώθουμε ως στοιχείο ελευθερίας αλλά και ερμηνείας του νοήματος, που γίνεται πότε με τραγικό και πότε με ειδυλλιακό τρόπο με την αμεσότητα τής ομιλίας. Και επειδή η γλώσσα κόκαλα δεν έχει…, είναι πρέπον να τη γονιμοποιούμε και με την ηχητική λογική πορεία για να απολαύσουμε το άνθος τής λογικής ερωτικής πράξης και γλωσσικής δημιουργίας, η οποία σαν τρόπος μόρφωσης, όχι μόνο δεν σημαίνει ξεμάκρεμα ή αποχώρηση τού ανθρώπου από τη φύση, αλλά είναι η βάση που επικυρώνει και αξιοποιεί δημιουργικά την ανθρώπινη παρουσία στη φύση.
Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει, πως αυτός που ψάχνει την αλήθεια δεν έχει ανάγκη από δόγματα, έστω και γλωσσικά, που δημιουργούν πνευματική νωχέλεια και πνευματικό ύπνο, αλλά έχει ανάγκη από ελευθερία που μόνο ανήσυχα μυαλά αντιλαμβάνονται πως ο γλωσσικός αγώνας, όπως και κάθε αγώνας, αναγνωρίζεται “από την κόψη του σπαθιού” και είναι βγαλμένος απ’ τα κόκαλα του λαού που αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητα τής βροντής και της βροχής. Αντίθετα, η αναζήτηση της γλωσσικής αλήθειας στην ακινησία, απέχει από την ἐπ’ αὐτοφόρῳ φυσική σύλληψη και μένει στην αξιολόγηση και τήρηση νόμων με παντοτινή ισχύ που δημιουργούν τη βεβαιότητα ανθρώπων που ερευνούν μακράν από το φάος ἠελίοιο .
* Μούσες: θεότητες της αρχαίας ελλ. Μυθολογίας προσωποποίηση τής πνευματικής παραγωγής των πνευματικών δεξιοτήτων και των Τεχνών.
⁕ ποιώ = εργάζομαι, δημιουργώ ρ. ποιέω – ῶ παράγωγες λ. ποίημα, ποίηση και με τις προθέσεις μετά, παρά, αντί, περί, από και όχι μόνο, δημιουργεί πολλά σύνθετα…
knafpl@hotmail.com