Πεισματικά κλειδωμένη σαν σε σκοτεινό δωμάτιο απομόνωσης, θαρρείς και βρίσκεται η Έμπνευση. Κι αυτό, καθώς ζητάς με αγωνία να απλώσεις στα χαρτιά της λύτρωσης, τους προβληματισμούς και τις σκέψεις που είναι σε σημείο υπερχείλισης απ’ το τρεμάμενο στόμα της ψυχής. Λες: “Δεν μπορεί. Όπου νάναι, ίσως και τώρα… Δεν αποκλείεται να κάνει την εμφάνιση της, βγαίνοντας μέσα απ’ το δωμάτιο της απομόνωσης που τόσο πεισματικά έχει κλειστεί”. Κι άμα συμβεί αυτό, θα φανούν οι απολλώνιες λάμψεις των ματιών της απ’ την ανοιχτή πόρτα να προβάλλουν, πλαισιωμένες απ’ το ολοφώτεινο χαμόγελο της, να σου λέει:” Σε ακούω! Πες μου. Τι σε βασανίζει. Την ανυποχώρητη αυτή Ιερή Ανάγκη της Έκφρασης, εγώ θα την κάνω ν’ ακουστεί όσο γίνεται πιο μακριά”. Καθώς η ευχάριστη έκπληξη και η ανακούφιση, τόσο είναι διάφανες στο πρόσωπο σου, σε ωθούν κοντά της απλώνοντας τα τρεμάμενα από λαχτάρα χέρια σου να την αγκαλιάσεις, γεμίζοντας την με τα φιλιά της Σπάνιας στοργής σου. Κοιτάς την δίδυμη λεωφόρο των εξαίσιων ματιών της και νιώθεις πως μεθυσμένος βαδίζεις μέσα σ’ αυτη.
Εκείνες τις ανεύρετες – στην κυριολεξία – στιγμές συνειδητοποιείς, πως η εκτόξευση του νου στις διαστάσεις ενός απείρου διαστήματος ταξιδεύει. Είναι ένα ταξίδι κατάφορτο από τους επώδυνους – θαρρείς – κυματισμούς της νοσταλγίας, μα και του στοχασμού. Κι αυτό, καθώς σ’ έχει φέρει σε κάποιες εποχές που η σύγκριση με το σημείο απ’ όπου ξεκίνησες, σε κάνει να ζητάς, την όλο και περισσότερο απομάκρυνση του.
Το θυμίαμα ενός χτες με λαχτάρα εισπνέεις. Και οι επιταχυνόμενοι παλμοί της καρδιάς, σε οδηγούν σε κάποιες γειτονιές, κατάφορτες από συντροφικότητα και γνήσιο χαιρετισμό.
Μελωδίες ξεχασμένες που με το άκουσμα τους, φέρνουν πρόσωπα μπροστά σου, που το χαμόγελο τους έχει χαραχτεί στην μνήμη. Ενώ το τσιμεντένιο χάος σήμερα με ταφόπλακα απέραντη φαντάζει, σε κάθε τι που δικαιολογεί το αστραπιαίο πέρασμα της Ανθρώπινης ύπαρξης. Τότε είναι που οι διαστάσεις μιάς επώδυνης συγκίνησης, σέρνουν τα τρεμάμενα βήματα. Τα φοβερά πλοκάμια μιάς αδυσώπητης νοσταλγίας σφίγγουν νου και καρδιά.
Το δίδυμο γεφυράκι της ανάσας, απεγνωσμένα – θαρρείς – πασχίζει να εισπνεύσει κάποιο – ακόμα – αέρα που απάνθρωπα απομακρύνεται. Και να ή στιγμή που το στήθος τρέμει… Σαν να βρίσκεται κάτω από την επίδραση των πιο έντονων σεισμικών δονήσεων. Κι όμως! Δεν είναι τίποτα άλλο από την παλίρροια εκείνη – χωρίς υπερβολή – κάποιων συγκινησιακών κυμάτων, γλιστρώντας ασυγκράτητα από της καρδιάς τα θολωμένα μάτια. Αυτά που διακρίνει κάνεις στο βάθος, την γνήσια λεβεντιά, την παρωχημένη σε εποχές ανομβρίας, από το γάργαρο νερό της φαντασίας και του περιττού συναισθήματος.
ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΑΚΟΣ
Συγγραφέας- Μέλος ΕΕΛ.