Η επιθετικότητα, ο ανθελληνισμός και ο μεγαλοϊδεατισμός των γειτόνων έχει πλέον σπάσει όλα τα προηγούμενα ρεκόρ.
Κοινή είναι η πεποίθηση πια στην Ελλάδα και στον κόσμο ότι η τουρκική ηγεσία έχει, κατά τα κοινώς λεγόμενα, στην κυριολεξία ξεφύγει.
Αμφισβητεί ευθέως θεμελιακές συνθήκες του σύγχρονου κόσμου, θέτει ζητήματα κυριαρχίας των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, τα θεωρεί δικά της κατακτημένα από την Ελλάδα και οραματίζεται χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις μια νεοοθωμανική Τουρκία που μπορεί να έχει λόγο και παρουσία από τη Βόρεια Αφρική, το Ιράκ και τη Συρία, μέχρι τον Καύκασο, τον Εύξεινο, τα Βαλκάνια και το Αιγαίο βεβαίως, το οποίο αντιμετωπίζει ως τμήμα της λεγόμενης «Γαλάζιας Πατρίδας».
Το ιδεολόγημα που καθοδηγεί σύμπασα την τουρκική ηγεσία, κυβερνώσα και αντιπολιτευόμενη, είναι το καταδικασμένο στη συνείδηση των λαών ναζιστικό δόγμα του ζωτικού χώρου.
Στο όνομα δήθεν της εθνικής ασφάλειας αναπτύσσει διεκδικήσεις παράλογες και εγείρει απαιτήσεις προκλητικές, παρακινημένη προφανώς από τα αντίστοιχα επινοήματα της ρωσικής ηγεσίας, η οποία στη βάση ανάλογων αστήρικτων εθνικών ανησυχιών οργάνωσε την εισβολή στην Ουκρανία.
Κοινώς, η τουρκική ρητορική και πολιτική, επίσημη και ανεπίσημη, έχει ανεβάσει τους τόνους και τα σκαλιά της διεκδίκησης. Και μαζί της τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης και οι λοιποί καθεστωτικοί προπαγανδιστικοί μηχανισμοί υπερακοντίζουν, κατονομάζουν δεκάδες νησιά και μιλούν ευθέως για κατακτητικές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον τους, προετοιμάζοντας αναλόγως την τουρκική κοινή γνώμη.
Η αίσθηση που υπάρχει στην ελληνική, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, είναι ότι οι γείτονες κλιμακώνουν επικίνδυνα, έχουν αλλάξει πίστα, προπαρασκευάζοντας επιθετικά γεγονότα και θερμά επεισόδια, άγνωστης για την ώρα έντασης και έκτασης.
Ουδείς πια στην Ελλάδα πιστεύει ότι η κλιμάκωση από τις βραχονησίδες στις οικονομικές ζώνες και από εκεί στη «Γαλάζια Πατρίδα» και εσχάτως στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας των νησιών είναι απλώς προϊόν εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης, παρά αποτέλεσμα της υιοθέτησης μιας ευρύτερης αναθεωρητικής νεοοθωμανικής πολιτικής από τη γείτονα.
Η Ελλάδα επί του παρόντος καταγγέλλει όπου βρεθεί και όπου σταθεί αυτό το άλμα τουρκικής επιθετικότητας, χωρίς να κρύβει ότι προετοιμάζεται αναλόγως. Απεύχεται προφανώς μια σύγκρουση πολεμική, αλλά δηλώνει ευθέως, με κάθε ευκαιρία και προς πάσα κατεύθυνση, πως κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της προκειμένου να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη έμπρακτη επιχείρηση αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας.
Για να είμαστε ακριβείς και να μην ομιλούμε γενικώς και αορίστως, οφείλουμε να μεταφέρουμε, εντός και εκτός της χώρας, ότι καμία ελληνική πολιτική δύναμη δεν μπορεί να σηκώσει και ουδείς έλληνας πολίτης είναι διατεθειμένος να ανεχθεί δεύτερα Ίμια.
Πράγμα που σημαίνει ότι οποιαδήποτε απόπειρα έμπρακτης αμφισβήτησης της ελληνικότητας των νησιών θα οδηγήσει σε σχεδόν αυτόματη βίαιη αντίδραση. Αν π.χ. επιχειρηθεί κατάληψη κάποιας βραχονησίδας, θα δοθεί ο απαιτούμενος μικρός χρόνος εγκατάλειψής της και αν δεν υπάρξει συμμόρφωση εντός συγκεκριμένης εύλογης χρονικής προθεσμίας, στα επόμενα λίγα λεπτά από τη λήξη αυτής όσοι βρίσκονται πάνω της θα έχουν εκκενωθεί, για να χρησιμοποιήσουμε την τρέχουσα ορολογία από τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Κακά τα ψέματα, δεν υπάρχει άλλο σενάριο για την ελληνική πλευρά στην περίπτωση που επιχειρηθεί κατάληψη ελληνικού εδάφους. Και με πλήρη συναίσθηση βεβαίως ότι μια τέτοια απάντηση θα οδηγήσει σε ολοκληρωτικό πόλεμο.
Εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα δεν υπάρχει χώρος για άλλη στάση. Αν η τουρκική ηγεσία επιλέξει επιθετικές πολεμικές πράξεις οφείλει να γνωρίζει ότι θα βρει απέναντί της ένα ισχυρό, καλά οργανωμένο, τακτικό στρατό, ικανό να δώσει απαντήσεις ακόμη και στο ακραίο σενάριο γενικευμένου πολέμου, σαν κι αυτούς που προπαγανδίζουν, χωρίς μέτρο, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης.
Η Ελλάδα δεν είναι Συρία, ούτε Κουρδιστάν. Έχει δυνάμεις και δυνατότητες, ακόμη και για συντριπτικά πλήγματα. Ας το γνωρίζουν και ας το μετρήσουν αναλόγως οι πολεμοχαρείς γείτονες.