“Κι έφυγε.
΄Οπως φεύγουν όλα σ΄αυτόν τον κόσμο.
Τα πλοία, τα όνειρα, τα πουλιά, οι δακρυσμένοι Αύγουστοι.”
Αλκυόνη Παπαδάκη.
Σκυφτός, αμίλητος, χλωμός ο Αρίστος βγαίνει κάθε απόγευμα για έναν μεγάλο περίπατο από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη και ξανά πάλι πίσω στο καταφύγιο του το μικρό περιβολάκι στην παρυφές της πόλης, της χώρας της Χίου. Στον Κοφινά.
Αυτό το κάνει από τα 50 του χρόνια τότε που έχασε τον μοναδικό άνθρωπο που τον αγάπησε, την μάνα του την Ευρυδίκη. Όχι δεν ήταν η μάνα του βασιλιά Φίλιππου της Μακεδονίας και γιαγιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου η διάσημη Ευρυδίκη αλλά η άσημη και φτωχιά Μικρασιάτισσα που τόσα πέρασε στη ζωή της κι έμεινε ζωντανή όσο μπορούσε για να κρατάει συντροφιά στον μονάκριβο της Αρίστο στο αγόρι που εκεί στα 11…
Στα 11 του χρόνια ο Αρίστος έπεσε και κτύπησε, αγκαλιά τον πήρε η μάνα και τον έτρεχε στους γιατρούς, τον έσωσαν αλλά έμεινε η καμπούρα στην πλάτη… Γέλια τα παιδιά στο σχολείο.. Ο καμπούρης… Κι ο Αρίστος έκλαιγε με μαύρο δάκρυ, το σχολείο ήταν η μόνη του αγάπη, τα βιβλία οι μόνοι του φίλοι, σχολείο και μετά τρεχάλα στη μάνα στο περιβολάκι τους…
-Γύρισες γιέ μου; Σου έχω αυγά με ντομάτα που σ’αρέσουν , φάε κι έλα να με βοηθήσεις στο πότισμα…
Έφυγε από το σχολείο ο Αρίστος, κλείστηκε στο σπίτι, διάβαζε τα σχολικά που είχε και βοηθούσε τη μάνα στις δουλειές. Ούτε μια φορά δεν βγήκε από το περιβολάκι μέχρι το ‘φευγιό’ της μάνας. Τότε που την πήγε στο κοιμητήρι… Τότε τον είδαν γείτονες και ρωτούσαν ποιος είναι αυτός ο καμπούρης… Όλοι τον είχαν ξεχάσει…
Και κάθε μέρα από τότε μην αντέχοντας την μοναξιά από την έλλειψη της μάνας , άρχισε να κάνει αυτόν τον περίπατο στην πόλη, αργά όταν έπεφτε το σούρουπο κι αφού είχε τελειώσει τις δουλειές στο περιβόλι…
Από τα 50 του μέχρι τα 70 και δεν μίλησε σε κανέναν 20 ολόκληρα χρόνια σκυφτός, με την καμπούρα του όλο να μεγαλώνει και τα παλιά μισοσχισμένα ρούχα γιατί τώρα πιά βλέπεις δε ζούσε η μάνα να τα μπαλώνει… Δεν μιλούσε σε κανέναν μα και κανείς δεν του μιλούσε… Αδιαφορία για τον κουρελή καμπούρη…
Ώσπου ένα βράδυ πριν 7 χρόνια στην επιστροφή για το περιβολάκι άκουσε κάτι σαν κλάμα δίπλα σε ένα σκουπιδοτενεκέ που τους πλησίαζε ο Αρίστος μήπως βρει κανένα πεταμένο βιβλίο να το πάρει να το διαβάσει… πόσο αγαπούσε το διάβασμα…
Ένα σκυλάκι βασανισμένο κι ετοιμοθάνατο έκλαιγε… Το σήκωσε στην αγκαλιά του ο Αρίστος και το πήρε στο περιβολάκι του… το φρόντισε, το γιάτρεψε, σε 7 μέρες αυτό είχε συνέλθει, στα πόδια του Αρίστου κοιμόταν, μαζί του στο περιβολάκι, μαζί έτρωγαν, μαζί του στον περίπατο κι όλο του μίλαγε ο Αρίστος κι όλο του διάβαζε από τα βιβλία του ωραίες ιστορίες…
Ξέρξη τον βάπτισε ο Αρίστος, το τελευταίο βιβλίο που είχε μαζέψει από τα σκουπίδια -για έναν πέρση βασιλιά έγραφε τον Ξέρξη που νίκησαν οι Αθηναίοι-, τι ωραίο βιβλίο, πόσο θα ήθελε να ζούσε τότε ο Αρίστος να πάει στη μάχη κι εκείνος…
7 χρόνια μπροστά ο Αρίστος, πίσω ο Ξέρξης να κουνάει την ουρά του ευτυχισμένος γιατί αγαπούσε πολύ τις βόλτες ακόμη κι όταν ήταν άρρωστος ο Αρίστος -που τελευταία ήταν συχνά-, τον έβγαζε περίπατο και με βροχή μην του χαλάσει το χατήρι.Τόσο πολύ τον αγάπησε τον Ξέρξη, ήταν ο μόνος που δεν γελούσε μαζί του και τον κοιτούσε τόσο τρυφερά σαν την μάνα…
Όμως ένα βράδυ μετά την επιστροφή από τη βόλτα- έβρεχε κι όλας πολύ-, ο Αρίστος έβαλε να φάνε ρύζι κι όμως δεν τα κατάφερε. Πονούσε πολύ, χαΐδεψε το κεφάλι του Ξέρξη αφού πρώτα του είπε να φάει το ρυζάκι του, έγειρε στο ντιβάνι, κι εκείνο το βράδυ ξεψύχησε έτσι απλά, έτσι μόνος στα 77 του χρόνια με τον Ξέρξη δίπλα του να έχει φέρει το πιάτο με το ρύζι και να γρυλίζει σαν να του έλεγε να ξυπνήσει να φάει…
Τον πήγαν δίπλα στη μάνα του την Ευρυδίκη κι ο Ξέρξης απορημένος αναρωτιόταν που πήγε ο φίλος του χωρίς εκείνον…
Στήθηκε στο παράθυρο και περίμενε… περίμενε…περίμενε… δεν έτρωγε και δεν έπινε ούτε νερό που έτρεχε από την ξεχασμένη ανοικτή βρύση στην αυλή… ακίνητος ο Ξέρξης στο παραθύρι..
Θα γυρίσει πίσω ;
7 μέρες μετά σούρουπο όπως κάθε σούρουπο την ώρα που ο Αρίστος άνοιγε την πόρτα του φράκτη να πάνε βόλτα τώρα την άνοιξε ο Ξέρξης με το πόδι του, το πόδι που το αφεντικό βασανιστής του τότε παλιά του είχε κάψει όταν τον βρήκε ο Αρίστος πριν 7 χρόνιανα κλαίει και να σφαδάζει από τους πόνους , την άνοιξε και…
Στις 7π.μ. το άλλο πρωί 8 μέρες μετά τον θάνατο του Αρίστου ηλικιωμένη χήρα είδε πάνω στον τάφο του Αρίστου ένα νεκρό σκυλί με το κουφάρι του πεσμένο έτσι σαν να φύλαγε -αγκάλιαζε το κορμί που ήταν κάτω από το χώμα..
Ο Ξέρξης βρήκε τον Αρίστο…
Οι άνθρωποι που δεν είχαν ενδιαφερθεί ούτε καν για τον θάνατο του ξεχασμένου καμπούρη όταν έμαθαν από τη χήρα την ιστορία του Ξέρξη έσκυψαν το κεφάλι όπως έσκυβε το δικό του ο Αρίστος όταν τους συναντούσε για να μην τους μιλήσει και να μην του μιλήσουν…
Το διήγημα βασίζεται σε αληθινή ιστορία με τόπο δράσης την περιοχή Κοφινά της πόλης της Χίου και χρόνο δράσης 7 χρόνια πριν, δηλαδή το 2015.
Το διήγημα θα συμπεριληφθεί –κατόπιν διαγωνισμού η επιλογή του-,σε ειδική έκδοση Ρώσικου φιλοζωϊκού Σωματείου παλιού συμφοιτητή μου και εξαίρετου συντρόφου καθηγητή φιλολογίας στην Αγία Πετρούπολη για τα 20 χρόνια από την ίδρυση του Σωματείου. Τους ευχαριστώ θερμά για την τιμή.
Πίνακας ζωγραφικής: Robert Morley, Βρετανός ζωγράφος. Έτος δημιουργίας του έργου: 1918. Τίτλος του: <Θα γυρίσει πίσω;>. Bristol Museum & Art Gallery.
Για το mymoschato.gr
Τασσώ Γαΐλα.
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια.
Σημείωση: Ευχαριστώ την diafaneia.eu για την αναδημοσίευση.