Οι Γίγαντες – Ιστορίες και θρύλοι από την εποχή που ζούσαμε στα χωριά μας – Γράφει ο Μπάμπης Κοιλιάρης

 

 

‘Όταν είσαι μικρός όλα γύρω σου φαίνονται τεράστια. Ζώα και δένδρα, γίγαντες που προστατεύουν το μικρό σου κόσμο. Θυμάμαι, τι δυσκολία θεέ μου, για να καβαλικέψω τη Μόρα.. έπρεπε ν’ ανέβω στον τοίχο της εμπασιάς, να φέρω κοντά τη γαϊδούρα και άμα το σαμάρι ερχόταν βολικά, τότε πηδούσα πάνω της.

Τεράστιο και το κάρο του ψωμά. Κατακίτρινο , ψηλό, με τις ξύλινες ρόδες του που έτριζαν πάνω στον πυρόλιθο καθώς ανέβαινε το δρόμο. Η πυραμιδωτή τσίγκινη στέγη στην καρότσα , προφύλαγε τα ψωμιά από τη σκόνη που σήκωνε ο δρόμος το καλοκαίρι και από τη βροχή το χειμώνα. Κι ο Μιχάλης εκεί ψηλά – πως μπορούσε και ανέβαινε – με το στρογγυλό ψάθινο καπέλο του να φυσά και να σφυρίζει με τη χάλκινη κόρνα του σαν κέρατο βοδιού, που είχε κρεμασμένη μ’ ένα σπάγκο στο λαιμό του. Τι περίεργο στ’ αλήθεια  ήταν κι αυτό το όχημα ! Θύμιζε λίγο από μεσαίωνα όπως και τόσα άλλα πράγματα γύρω μας  κι ας βρισκόμαστε στην 10ετια  του ’60 .

Ήταν κι εκείνος ο γίγαντας, ο φύλακας της περιοχής, ο τεράστιος  μαυροπράσινος καλόγερος κοντά στο γεφύρι του Πατάπη. Στεκόταν ακοίμητος χρόνια και κοίταζε τους περαστικούς σαν να έκανε έλεγχο για το ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει σ’ όλα τα Καμπόχωρα. Δίπλα του ένας πύργος γκρεμισμένος , τεράστιος κι αυτός , που όμως δεν θα χωρούσε ούτε το ένα και μοναδικό πόδι του φύλακά του.

Κάθε φορά που ερχόμαστε από τη χώρα, μετά την ανηφόρα του Γρού, ανυπομονούσα  να δω πρώτα τη φουντωτή κορφή που πάνω απ όλα τα δένδρα δέσποζε  στην περιοχή. Κι άμα το έβλεπα  ησύχαζα. Σε λίγο θα φτάναμε στους παππούδες .Τι χαρά! Το κυπαρίσσι αυτό ήταν χαρακτηριστικό . φαινόταν απ όλα  τα σημεία και βοηθούσε στον προσανατολισμό.

Ένα πρωί με τη δροσιά ξεκινήσαμε για το Ίσιο. Καβάλα στη Μώρα προχωρούσαμε στην αρχή δρόμο δρόμο και μετά πάνω από του Δοξαρά , πήραμε το χαλικόδρομο μέχρι το χωράφι μας. Η διαδρομή ήταν αρκετή και το ακαμάτικο βάδισμα της Μώρας την έκανε μεγαλύτερη. Έτσι επειδή πάντα μου άρεσε να φτιάχνω παραμύθια, και για να περάσει η ώρα, φαντάστηκα την ιστορία του πύργου και του και του νάνου χωρατατζή , που όλοι τον περιπαίζανε πως τάχα αυτός είναι ο Πρωτοσπαθάριος  φύλακας του.

 

Ο πύργος όπως τον θυμάμαι…

<< Πολλοί ειν’ οι πύργοι γύρω εδώ,

γύρω στα κορφοβούνια,

μα απ όλους ο λαμπρότερος

ο χρυσοστολισμένος,

είναι αυτός του Δοξαρά,

του δοξασμένου αφέντη.

Πολεμιστή , υπέρμαχου,

μεγάλου καβαλάρη.

Πού χει τις γλάστρες μπρούτζινες και μπακιρένιες πόρτες

και στις κρεβατοκάμαρες

φίλντισι , ταρταρούγα

Αλάβαστρο τα τζάμια του, μαρμάρινες οι σκάλες,

και στα σαλόνια τα φαρδιά,

μάλαμα και ασήμι.

Μα απ όλα πιο πολύτιμος

κι απ τα χρυσά μπαούλα,

είν’ ο Κυμπάρης ο τρανός

ο φύλακας του Πύργου

με τη φωνή του έδιωχνε

Σαρακηνούς και κλέφτες.

Περίσσια είχε την ορμή,

και περισσή τη χάρη

ένα μονάχα του ’λειπε

το να ‘χε λίγο μπόι.

Μια πήχη μόνο ήτανε

και έκαμνε για δέκα.

Για το σπαθί του έστειλε

παραγγελιά στην Πόλη.

Μια μέρα πέρασε από κει

μάγισσα χαρτορίχτρα.

-Πες μου τι θέλεις από με,

τι χάρη παλικάρι;

Θα θελες τύχη, ανδρειά,

λεφτά πολλά , γυναίκες;

-Ένα μονάχα θέλω θειά.

Θέλω λιγάκι μπόι,

για να με τρέμουν οι οχτροί,

να κρύβονται τ’ αγρίμια.

Πόρτα να γίνω ολάκερος,

μια πύλη ατσαλένια

να μη μπορούνε οι οχτροί

το κάστρο μας να πάρουν.

Και η γριά του έδωσε

βοτάνι για να φάει,

γερός να γίνει δυνατός,

ψηλός σαν κυπαρίσσι,

κι έτσι τον πύργο να φυλά

μέχρι που να γεράσει

κι για να διώχνει τους οχτρούς

με πίστη στον αφέντη,

που έχει κόρη γαλανή,

κόρη ξανθομαλούσσα.

Χρόνια τώρα την ήθελε,

την είχε στην καρδιά του

και που, θε να τη γύρευε

να πάρει για γυναίκα,

με του κυουρού της την ευκή

το γάμο τους να κάμουν.

Μα το βοτάνι ήταν βαρύ

και κακοδιαβασμένο

Το έφαγε όλο μονομιάς

και του κάτσε στο στέρνο.

Τα πόδια του κολλήσανε,

γίναν τα δύο ένα

και ψήλωνε και ρίζωνε

μα που να σταματήσει.

Τα χέρια βγάλανε κλαδιά

και φυλλωσιές τα πόδια

μόνο ο λαιμός, το σβέρκο του

έμεινε γυμνωμένο

Κατάλαβε τι έπαθε

του πύργου ο αντρειωμένος

και δάκρυσε το μάτι του

και κύλησε  στο χώμα

Το δεύτερο, τρίτο και στερνό γενήκαν καρκαμήλες

στολίδια μέσα στα κλαδιά,

ψηλό  το κυπαρίσσι

αιώνια εκεί θε να σταθεί,

τον πύργο να φυλάει>>….

Και γέρασε το κυπαρίσσι, ξεράθηκε και πέθανε  πριν από λίγο καιρό . Πρώτα μάδησε ο κορυφή του και μετά ολόκληρο. Μόλις το κατάλαβαν  οι οχτροί που παραμόνευαν με τις μπουλντόζες το θάνατο του , όρμησαν και γκρέμισαν τον πύργο. Έστω ότι είχε μείνει απ αυτόν . Έκοψαν σύρριζα και το κυπαρίσσι και ισοπέδωσαν το χωράφι για να μην υπάρχουν πια τα αχνάρια της ιστορίας του πύργου του Δοξαρά αλλά και του παλικαριού που μέχρι τώρα τον φύλαγε ακοίμητο.

Ίσως αυτή η <<ρήμα>> μείνει μόνη να μας κάνει να το θυμόμαστε για πάντα.

Πεθαίνουν λοιπόν και οι γίγαντες που προστάτευαν το μικρό μας κόσμο.

Φωτογραφία : από το αρχείο μου. Σκίτσο: Μπάμπης Κοιλιάρης.

Μπάμπης Κοιλιάρης.

Ζωγράφος, Αγιογράφος, συντηρητής εικόνων, συγγραφέας, σκηνοθέτης.

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.