Στου γυαλού τα βοτσαλάκια… Γράφει η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

 

 

Εκτός από το Τάγμα, πηγαίναμε για μπάνιο και στη Βρύση του Πασά,  τοποθεσία  την οποία μετά την είπαμε Δασκαλόπετρα και καλά κάναμε.

Αχ η Βρύση…   Αυτή η ονομαστή ακρογιαλιά με τον όγκο του Αίπους από πάνω της να αγκαλιάζει προστατευτικά τον θαλασσινό της κόρφο, όπου οι τράτες κι οι βαρκούλες των τρατάρηδων έβρισκαν αραξοβόλι και καταφύγιο!  Με την πέτρα-έδρα του τυφλού τραγουδιστή-δασκάλου, του Ομήρου, να  την κάνει σημαντική και να της καθορίζει την διαδρομή της μέσα στο χρόνο, αλλά και την σημερινή ιστορική της σπουδαιότητα!

Με την πηγή του Ράχτη λίγο πιο πάνω απ’ τη στροφή του δρόμου που πάει για το Μερσινίδι,  όπου, μ’ ένα μπουρμπουλάκι σε κάθε χέρι, ανεβαίναμε οικογενειακώς και παίρναμε το πόσιμο νερό, που είναι γνωστό το πόσο πολύτιμο είναι στη Χίο.  Με τους τεράστιους ευκαλύπτους και τα πλατάνια της να σκεπάζουν και να δροσίζουν τους  διψασμένους κολυμβητές, όταν μετά το μπάνιο τους γέμιζαν τα τραπεζάκια των ουζερί και των καφενείων.

Με τα μεγάλα ολοκάθαρα άσπρα βότσαλα, που στην άψη του καλοκαιριού, κάτω από τα πυρωμένα φιλήματα του ήλιου, γινόντουσαν σαν αυγά σκληρά βρασμένα κι όποιος τολμούσε να περπατήσει απάνω τους ανυπόδητος έμοιαζε με αναστενάρη, αλλά εμείς, απτόητοι, δεν τα υπολογίζαμε και τρέχαμε πάνω-κάτω, αλαφροπατώντας σαν πλάσματα αμφίβια, μια βουτώντας, μια κουντρουβαλώντας, με το νερό να τρέχει πάνω στα μαυρισμένα μας κορμάκια που γυάλιζαν σαν έβενος κι ήταν ελαστικά κι εύκαμπτα κι από κούραση δεν χαμπάριαζαν, το δε βάρος τους, το σχεδόν ανύπαρκτο, ξέφευγε θαρρείς από τους νόμους της βαρύτητας!

Μα και σε πολλά άλλα γραφικά σημεία του παραλιακού δρόμου, όπου η θάλασσα σχημάτιζε ακύμαντους κόρφους και γλυκοκυματούσες αγκαλιές, μπορούσαμε να κολυμπήσουμε.  Στους Μύλους, ας πούμε, στη Μούτσαινα – εκεί όπου λίγο αργότερα έστησαν το άγαλμα του Αφανή Ναύτη κι έκαμαν και μόλο και κιόσκια και περίπτερα για τα κότερα και τους κολυμβητές – στου Παντελάκη και μετά στη Μουριά – όπου η ομώνυμη ταβερνούλα υποδεχόταν τους πελάτες της κάτω απ΄ τη βαθειά σκιά του μεγάλου δέντρου – κι ακόμα πιο πάνω, στον αμμουδερό όρμο πριν το Νησί, εκεί που είναι τώρα η οργανωμένη πλαζ του Λω και το κολυμβητήριο της ΠΕΚΕΒ.

Ποια παραλία, λοιπόν, να πρωτοδιαλέξει κανείς για να κολυμπήσει;  Η μια ακροθαλασσιά καλλίτερη απ’ την άλλη!  Μόνο σαν τα μελτέμια άρχιζαν να κατεβάζουν τ’ αγριεμένα τους άτια από τα Δαρδανέλια για τον Νοτιά κι έκοβαν δρόμο μέσ’ απ’ το στενό μπογάζι ανάμεσα στη Χίο και τον Τσεσμέ, τότε το ξεχνούσαμε το μπάνιο σ’ εκείνες τις ακρογυαλιές γιατί γινόταν απλησίαστες.

Έτσι, μέσα σε λίγες μέρες από τότε που ξεκινούσαμε τα μπάνια, μοιάζαμε  ξεροτηγανισμένοι γαύροι!  Τότε, βλέπεις, δεν έλεγε κανείς πως ο ήλιος είναι καρκινογόνος κι ούτε ξέραμε τα αντηλιακά με τις υψηλές προστασίες από τις υπεριώδεις ακτίνες.

Εμένα, όμως, το καλοκαίρι, η ζέστη κι η μεγάλη ηλιοφάνεια πάντα μ’ ενοχλούσαν  κι ένιωθα μια ανεξήγητη δυσφορία.  Δεν καταλάβαινα τότε τι ήταν που μου ‘φερνε τόση κούραση και μ’ ανάγκαζε να κλείνω τα μάτια μου στην αφόρητη λάμψη του ήλιου, ο οποίος, πυρπολώντας θάλασσα και στεριά, έκαμνε τα ξερά χορτάρια στα χωράφια να φαίνονται σαν μια χρυσή πυρακτωμένη έρημος, που ‘στελνε φλογισμένα βέλη στο οπτικό μου νεύρο και με τρέλαινε.

Μεγαλώνοντας, βέβαια, συνειδητοποίησα πως η δική μου εποχή δεν είναι το καλοκαίρι.  Η αύξηση της θερμοκρασίας με καταβάλλει οργανικά και πέφτουν οι βιορυθμοί μου δραστικά.  Απελπισμένα ψάχνω μια δροσερή γωνιά κι ένα σκιερό δωμάτιο να κρυφτώ από τις αστραφτερές επιθέσεις του ήλιου και μόνο σαν έρχεται το σούρουπο ξαναβρίσκω τη διάθεσή μου για ζωή.

Θυμούμαι, λοιπόν, πως σαν ανέβαινε ο πυρακτωμένος δίσκος στο μεσουράνι, έβραζε ακόμα και το χώμα!  Τα σπίτια κείνη την ώρα έγερναν τα πατζούρια σαν ματόκλαδα, για να κρατήσουν έξω τη λαύρα και μέσα τα δροσερά ρεύματα.  Τότε ξάπλωνα κι εγώ εξαντλημένη σ’ ένα ντιβάνι που ‘χε η γιαγιά η Ερηνιώ στην αυλή, στρωμένο πάντα μ’ ένα πεντακάθαρο υφαντό σεντονόπανο.  Γύριζε η γιαγιά μου απορημένη, με κοίταζε κι έλεγε, «Μα δεν έχει κοκκαλάκια τούτο το παιδί…  Θα μου το λιώσει πια το σεντόνι…!»

Δεν το ‘ξερε κι εκείνη πως εγώ είμαι παιδί της δροσιάς, της βροχής, της συννεφιάς και του βοριά η κόρη, που από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο κι όταν ανεβαίνει η θερμοκρασία πάνω από 27ο-28ο βαθμούς είμαι μονίμως εκνευρισμένη, κουρασμένη, εξαντλημένη και κακοδιάθετη, κρύβομαι σε δωμάτια μισοσκότεινα και δροσερά όλες τις ώρες της μεγάλης ηλιοφάνειας αδρανώντας κι ύστερα, όταν ο βασιλιάς της φωτιάς πάει για ύπνο, ο δικός μου οργανισμός ξυπνά σαν νυχτερίδα, αποζητώντας τη δροσιά του βραδιού.  Μονίμως τα καλοκαίρια ονειρεύομαι αερικά μπαλκόνια, δάση από έλατα σε ψηλά βουνά και ποτάμια να κυλούν κάτω από βαθύσκιωτα πλατάνια!

Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Συγγραφέας-ποιήτρια.

(Απόσπασμα από το βιβλίο μου: ‘Λες και ήταν χθες’/εκδόσεις Λεξίτυπο/2014. Φωτογραφία: Χίος, παραλία Αυλωνιά, διαδίκτυο).

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.