Όσον αφορά στη μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30%, που θα «απλώσει» σε βάθος διετίας- δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι έχει ήδη ψηφιστεί ως αντίμετρο για το «ψαλίδισμα» του αφορολογήτου το 2020– θα πρέπει να γίνει σαφές ότι θα υπάρξει πλαφόν, «ταβάνι» στην έκπτωση φόρου, η οποία δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 70 ευρώ. Εξ ου, άλλωστε, η συγκεκριμένη αναφορά του Πρωθυπουργού στις μικρές περιουσίες, που θα έχουν πλήρως τη μείωση φόρου.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό;
- Ότι όσοι έχουν φέτος ΕΝΦΙΑ ως 233 ευρώ θα τύχουν πλήρους έκπτωσης 30%, ενώ από εκεί και πάνω ενεργοποιείται ο «κόφτης» των 70 ευρώ. Αυτό επιβεβαιώνεται κι από τα παραδείγματα που ετοίμασε το επιτελείο του Πρωθυπουργού, τα οποία έχουν ένα κοινό γνώρισμα: αφορούν σε ακίνητα με ΕΝΦΙΑ ως 233 ευρώ.
- Σε σπίτι στο Κερατσίνι αξίας 60.000 ευρώ ο φορολογούμενος πληρώνει τώρα ΕΝΦΙΑ 224 ευρώ. Το 2019 θα πληρώσει 157 ευρώ. Το 2020 θα πληρώσει 112 ευρώ
- Σε σπίτι στο Αιγάλεω που ο φορολογούμενος πληρώνει τώρα 203 ευρώ, το 2019 θα πληρώσει 142 ευρώ και το 2020 θα πληρώσει 102 ευρώ
- Σε σπίτι στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης που ο φορολογούμενος το 2018 πληρώνει 232 ευρώ, το 2019 θα πληρώσει 162 ευρώ και το 2020 θα πληρώσει 116 ευρώ.
- Τι γίνεται αν ο φετινός ΕΝΦΙΑ είναι πάνω από 233 ευρώ; Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα διαμέρισμα, που φέτος επιβαρύνεται με φόρο 500 ευρώ. Αν είχε την πλήρη μείωση του 30%, ο ιδιοκτήτης του θα καλούνταν να πληρώσει 150 ευρώ μικρότερο φόρο, δηλαδή 350 ευρώ, αλλά επειδή υπάρχει ο «κόφτης» των 70 ευρώ, ο φόρος θα περιοριστεί απλώς στα 430 ευρώ, άρα επί της ουσίας η μείωση φόρου είναι της τάξης του 14%.
Και τι γίνεται με εκείνους που επιβαρύνονται με ΕΝΦΙΑ άνω των 700 ευρώ; Αν κρίνει κανείς από την ψηφισμένη διάταξη, δεν θα έχουν απολύτως καμία μείωση φόρου, ενώ συν τοις άλλοις είναι πολύ πιθανόν να κληθούν να βάλουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, λόγω μετάλλαξης του ΕΝΦΙΑ σε ΦΜΑΠ. Ο νέος εισπρακτικός στόχος για το 2020 έχει τεθεί σε 1,8 δις ευρώ, από περίπου 2,6 δις ευρώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ελάφρυνση αυτή θα μοιραστεί μεταξύ των ιδιοκτητών. Το αντίθετο.
Η δομή του νέου φόρου θα στηρίζεται στην πρόβλεψη ενός μικρού αφορολογήτου- πιθανώς ως 20.000 ευρώ– ή πολύ χαμηλών συντελεστών για τα πρώτα κλιμάκια της κλίμακας, στην οποία θα μπαίνει η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας. Αναπάντητο μένει το ερώτημα, αν θα συμπεριλαμβάνονται τα αγροτεμάχια ή θα εξαιρούνται, όπως συμβαίνει τώρα με το Συμπληρωματικό Φόρο του ΕΝΦΙΑ. Η πολύ χαμηλή φορολόγηση των «μικρών» περιουσιών, συνεπάγεται αυτομάτως τη μετάθεση βαρών στα υψηλότερα κλιμάκια και το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιες περιοχές θα παγιδευτούν σε αυτήν τη μετάλλαξη του ΕΝΦΙΑ.
Το «κλειδί» των επιβαρύνσεων είναι αναμφίβολα η επικείμενη νέα αναπροσαρμογή των Τιμών Ζώνης, για την οποία έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση, ενώ θα ακολουθήσει μια ακόμα το 2020, δηλαδή τη χρονιά, που υποτίθεται το εισπρακτικό αποτέλεσμα του φόρου ακινήτων θα περιοριστεί στα 1,8 δις ευρώ. Από τις «χειρουργικές» παρεμβάσεις, που έγιναν στις αντικειμενικές αξίες τον Ιούνιο, μπορεί να υποθέσει κανείς με ασφάλεια ότι οι σημερινές «μεσαίες» περιοχές, είναι αυτές που θα σηκώσουν το βάρος…