Η ΚΕΝΤΡΙKH ΠΛΑΤΕΊΑ ΤΗΣ ΧIΟΥ γνώρισε όχι μόνον τις ανέμελες καθημερινές δραστηριότητες και τις χαρούμενες γιορτινές ημέρες, αλλά υπήρξε ὁ βωμὸς τῶν θρήνων κατά τη διάρκεια της οθωμανικής σκλαβιάς (1566-1912), όταν πλήθος ανθρώπων έχασαν τη ζωή τους σε αθρόες σφαγές στο ολοκαύτωμα του 1822, και σε μεμονωμένες εκτελέσεις. Άγριοι θάνατοι διά ξίφους και μαχαίρας, φρικτότεροι διά του απαγχονισμού και της πυράς και ακόμα πιο μαρτυρικοί διά ανασκολοπισμού έλαβαν χώρα σ’ αυτόν τον τόπο του Βουνακίου. Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες αποδεικνύουν σε τι βαθμό βαρβαρότητας μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν ο φανατισμός εξάπτει τα αγριότερα των ενστίκτων του, η παιδεία του λαού του υποθάλπει τη βιαιότητα και η επαπειλούμενη απώλεια της εξουσίας οδηγεί τους σκληρούς κυρίαρχους σε ανελέητες τιμωρίες για εκδίκηση ή παραδειγματισμό.
Η ιστορία όμως δεν σταματά στα δάκρυα, ο άνθρωπος λησμονεί τα θλιβερά και προχωράμε αισιοδοξία. Χωρίς πρόθεση αναμόχλευσης αντιπαλότητας και με την ευχή να μην ξαναζήσει ποτέ πια ο τόπος τέτοιες θλιβερές μέρες, πέρα από τη σπονδή στους νεκρούς μάρτυρες, τη συγγραφή αυτού του κειμένου ερμηνεύειη προτροπή του Ανδρέα Μάμουκα, αυτόπτη των τραγικών σκηνών του 1822· «νὰ ἀνακαλῶνται εἰς τὴν μνήμην τῶν μεταγενεστέρων διὰ νὰ προληφθῇ ἄλλην φορὰν τοιαύτη καταστροφή».