Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη.
Το περιεχόμενο του νέου εργασιακού νομοσχεδίου εύλογα προκάλεσε καταιγισμό αντιδράσεων από την πλευρά της εργασίας, καθώς θέτει στο στόχαστρό του τις συλλογικές συμβάσεις. Αυτές, με παραλλαγές, κατά περίπτωση και κατά χώρα, είχαν υποκαταστήσει, στον 19ο αιώνα, την εργασιακή ζούγκλα των προηγούμενων αιώνων, όταν ακόμη ο εργαζόμενος εμφανιζόταν μόνος, για να διαπραγματευθεί την επιβίωσή του με τον εκάστοτε εργοδότη. Η ισχύς των συλλογικών συμβάσεων άρχισε να περιορίζεται με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης, η οποία εμφανίστηκε με πολυσύνθετα χαρακτηριστικά, όπως τα απέδωσα με τον τίτλο της «συνωμοτικής παγκοσμιοποίησης», στο ομώνυμο σύγγραμμά μου του 2001. Στο μακρύ αυτό διάστημα μισού περίπου αιώνα λειτουργίας της, η παγκοσμιοποίηση περιόρισε σταδιακά τις ευνοϊκές συνέπειες που είχε, για την εργασία, η εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων, υποθάλποντας ποικίλης μορφής αντεργατικές συνθήκες, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους την ελαχιστοποίηση του παρεμβατικού ρόλου του κράτους.
Οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης στα εργασιακά δικαιώματα
Συνοψίζοντας τις δυσμενείς συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, αυτή ευνόησε τη διόγκωση των κερδών, σε βάρος του μεριδίου των μισθών, σε ολόκληρο τον κόσμο, διαταράσσοντας την απαραίτητη ισορροπία, μεταξύ τους, και προκαλώντας έτσι επικίνδυνες μακροοικονομικές ανισορροπίες. Οι προηγμένες οικονομίες του πλανήτη έχουν εισέλθει, και πριν από τον Covid-19, σε φάση μακροχρόνιας οικονομικής στασιμότητας, ανεργίας, αποπληθωρισμού με αρνητικά επιτόκια, με αφθονία αποταμίευσης που όμως δεν δραστηριοποιείται στην πραγματική οικονομία, αλλά, αντιθέτως, κατευθύνεται στο Χρηματιστήριο ή στην αποθησαύριση. Οι επικίνδυνες αυτές εξελίξεις οφείλονται σε αποφασιστικό βαθμό στην αναγνώριση του μισθού αποκλειστικά και μόνον ως κόστος παραγωγής, το οποίο και πρέπει να συμπιεστεί, και όχι ταυτόχρονα και ως παράγοντα ζήτησης, που αποτελεί την κινητήρια δύναμη κάθε οικονομίας. Το πλούσιο περιεχόμενο κάτω από την ετικέτα της «ευέλικτης εργασίας» αποτελεί πάγια το όχημα της επιδίωξης μισθού, που να υπολείπεται της παραγωγικότητας της εργασίας, καθώς και του περιορισμού των εργασιακών δικαιωμάτων.
Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο
Στην παρούσα, λοιπόν, συγκυρία, που η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει κρίση ανάλογης σφοδρότητας με αυτήν του 1929-33, με βιβλικές καταστροφές, όπως ελαχιστοποίηση εισοδημάτων, ανεξέλεγκτη ανεργία, εξαφάνιση πολυάριθμων ΜΜΕ και ολόκληρων κλάδων παραγωγής και αποθάρρυνση της ροπής για επένδυση, η Κυβέρνησή μας εμπνεύστηκε το νέο αυτό εργασιακό νομοσχέδιο.
Και βέβαια, το κυρίαρχο πρόβλημα του νέου αυτού εργασιακού νομοσχεδίου δεν είναι η κατάργηση του οκταώρου, παρότι γύρω από αυτό στρέφεται κυρίως η εναντίον του κριτική. Αντιθέτως, το περί ου νομοσχέδιο, ουσιαστικά, περιθωριοποιεί την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Για να συνειδητοποιήσουμε, λοιπόν, το χαώδες περιβάλλον που δημιουργεί το νέο αυτό νομοσχέδιο χρειάζεται να επαναφέρουμε την εικόνα του μοναχικού πια εργαζόμενου. Αυτού, που χωρίς την υποστήριξη της συλλογικής σύμβασης, αλλά και χωρίς βοήθεια από τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία έχουν αποδεκατιστεί, χάρη στην πολιτική των Ρήγκαν και Θάτσερ, αγωνίζεται να ορθώσει το ανάστημά του, απέναντι στον εργοδότη και να απαιτήσει τα δικαιώματά του, σε ώρες εργασίας, αμοιβής εργασίας, συνθηκών εργασίας, αδειών κλπ. Προσπαθεί, δηλαδή, να διαπραγματευτεί με τον εργοδότη, για ολόκληρο το φάσμα του άμεσου αλλά και του έμμεσου ή κοινωνικού μισθού. Θα συνειδητοποιήσουμε, τότε ότι αυτό το νομοσχέδιο οδηγεί τον Έλληνα εργαζόμενο, τηρουμένων των αναλογιών, στις εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν τον 18ο αιώνα. Όταν, δηλαδή, ζητούσαν από αυτόν να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του ως Δαβίδ, απέναντι σε Γολιάθ.
Οι συνέπειες του νομοσχεδίου
Οι συνέπειες αυτού του νέου εργασιακού νομοσχεδίου, πέραν από την εντατικοποίηση των ήδη σοβαρών κοινωνικών αδικιών, θα αποτελέσει τροχοπέδη σε κάθε αυτοτροφοδοτούμενη αναπτυξιακή προσπάθεια, εφόσον θα επιφέρει πτώση της αμοιβής εργασίας, και σε ατομικό επίπεδο, αλλά και ως μερίδιο στο ΑΕΠ. Η μείωση αυτή θα συρρικνώσει ακόμη περισσότερο την ήδη ασθενική ενεργό ζήτηση, η οποία αποτελεί την κινητήρια δύναμη κάθε οικονομίας. Ειδικότερα, για την ελληνική περίπτωση ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος, σε σύγκριση με άλλες οικονομίες, λόγω του πολύ χαμηλού ποσοστού μισθωτών στον ενεργό πληθυσμό. Επιπλέον, η Ελλάδα:
*έχει ήδη απολέσει το 40% του εισοδήματός της, σε σχέση με το 2010, και το 1/3 του λαού της δεν είναι σε θέση να καλύψει βασικές ανάγκες,
*καταγράφει, παρά την αθρόα μετανάστευση χιλιάδων νέων, ανεργία που στην πραγματικότητα πλησιάζει ή και έχει υπερβεί το 25% του ενεργού πληθυσμού,
*διαθέτει εξαιρετικά ανώμαλη οικονομική διάρθρωση, εξαιτίας της υπερβολικής εξάρτησής της από τον υπερμεγέθη και μη εκσυγχρονισμένο τριτογενή, και εξαιτίας των δυο αναιμικών τομέων παραγωγής, τον πρωτογενή και δευτερογενή.
Είναι, καταρχήν, άξιον απορίας το πώς και το γιατί επιλέχτηκε ένα τόσο αντεργατικό, όσο και τόσο επικίνδυνο , για την Ελλάδα, νομοσχέδιο, σε περίοδο μάλιστα που στις ΗΠΑ, από όπου διαχέονται οι νέες τάσεις και μεταβολές κοσμοθεωριών, αποφασίστηκε η εφαρμογή μιας σαφώς φιλεργατικής πολιτικής. Η δικαιολογία για την υιοθέτηση αυτής της ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, από το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, οφείλει να αναζητηθεί στις απαιτήσεις της έκθεσης Πισσαρίδη, αλλά και σε αυτές του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι προδιαγραφές αυτές φαίνεται να συμφωνούν με τις αντίστοιχες της ΕΕ, η οποία δια στόματος της κυρίας Κριστίν Λαγκάρντ απέκλεισε διαγραφή χρεών, σε αντίθεση με το ΔΝΤ, αλλά και με την προτροπή 150 επιφανών οικονομολόγων, που αποφάνθηκαν ότι η διαγραφή είναι η μοναδική λύση για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων της παγκόσμιας οικονομίας.
Δυστυχώς, η υποτέλεια παντού και πάντοτε.
31.05.2021 “Εστια”.
Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη.
πρ.πρύτανης και καθηγήτρια στο ΠΑΜΑΚ