ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
18 Ἰουνίου 2023
«συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως» (Ρωμ. 2, 15)
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Ἀδελφοί, δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι· οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. Ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. Ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Πόσο ἀληθινὰ εὐτυχεῖς θὰ εἴμαστε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν ἀκούγοντας σήμερα τὸν λόγο αὐτὸν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, λέγαμε μέσα ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας: Ναί, ἔτσι εἶναι, Ἅγιε Ἀπόστολε Παῦλε! Κάθε ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα κάθε Χριστιανὸς ποὺ ἀγωνίζεται καθημερινὰ γιὰ τὸν ἁγιασμό του, ἔχει δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεό, συμμαρτυρούσης τῆς συνειδήσεώς του. Ὁ Πανάγαθος Θεὸς δὲν ὥρισε μόνο τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ τοὺς νόμους ποὺ διέπουν τὴν ἠθικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Πῶς οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, μετὰ ἀπὸ τόσες ταλαιπωρίες – σωματικὲς καὶ ψυχικές – μπόρεσαν νὰ ἔχουν ψυχικὴ ἠρεμία; Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι δύσκολη καὶ κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἡ ἠρεμία, ἡ γαλήνη καὶ ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντες, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν συνείδησή του, «ἧς οὐκ ἔστιν ἐν κόσμῳ βιαιότερον», κατὰ τὸν ποιητή τοῦ Μεγάλου Κανόνος.
Ἐκεῖνος ποὺ ξάπλωσε στὸ κρεβάτι του νὰ κοιμηθεῖ, πῶς νὰ ἡσυχάσει, πῶς νὰ κλείσει μάτι, ὅταν τόσες ἐπιτιμητικὲς φωνὲς ἀκούγονται μέσα του; Γιατὶ τὸ ἔκανες αὐτό; Γιατὶ συμπεριφέρθηκες ἔτσι; Γιατὶ ἀδίκησες; Γιατὶ ἐσυκοφάντησες; Γιατὶ ἔκλεψες; Γιατὶ ἀτίμασες; Γιατί;… γιατί;…. γιατί;…
Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ θεολογία, βασισμένη στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, διευκρινίζει ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι ἡ «ἐνδιάθετη» φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔμφυτος ἠθικὸς νόμος, διὰ τῆς ὁποίας διακρίνεται τὸ κακὸ ἀπὸ τὸ ἀγαθό (Ρωμ. 2, 14). Μάτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὰς καρδίας ὀνομάζει ὁ σοφὸς Σειρὰχ τὴν συνείδηση. Ὁ Θεός, λέγει, «ἔθηκεν τὸν ὀφθαλμὸν αὐτοῦ ἐπὶ τὰς καρδίας αὐτῶν (τῶν ἀνθρώπων)» (Σοφ. Σειρ. 17, 8). Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος διαφωτίζεται καὶ καθοδηγεῖται ἁρμονικά, ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀφ’ ἑνὸς καὶ ἀπὸ τὴν φωνὴ τῆς συνειδήσεως ἀφ’ ἑτέρου.
Ἡ συνείδηση εἶναι μιὰ πανανθρώπινη πραγματικότητα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν ὕπαρξή της. Ὅλοι αἰσθανόμαστε ζωηρὰ τὴν παρουσία της στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας. Νόμος ἔμφυτος, γραμμένος στὶς πλάκες τῆς καρδιᾶς μας. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Φωνὴ ἱερὴ καὶ ἐπιβλητική, ποὺ ἄλλοτε μᾶς προτρέπει στὸ ἀγαθὸ καὶ ἄλλοτε μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε. Ἐπιδοκιμάζει ὅ,τι καλὸ πράττουμε καὶ μᾶς ἐλέγχει ὅταν ἐπιλέγουμε τὸ κακό. Ἀναγνωρίζει καὶ τιμᾶ τὴν ἀρετή, ὅπου τὴν συναντήσουμε. Ἐπαναστατεῖ μπροστὰ στὴν ἀδικία καὶ ἀποδοκιμάζει τὴν ἄνομη συμπεριφορά. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὀνομάζει τὴν συνείδηση «δικαστήριον ἀδέκαστον» καὶ διαπιστώνει ὅτι «οὐκ ἔστιν οὐδεὶς δικαστὴς οὕτως ἄγρυπνος ἐν ἀνθρώποις, οἷον τὸ ἡμέτερον συνειδός».
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἐρημίτης τὴν ὀνομάζει «φυσικὴν βίβλον», στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ διαβάσει τὶ εἶναι καλὸ καὶ τὶ εἶναι κακό, τὶ δίκαιο καὶ τὶ ἄδικο. Ὅταν πράττουμε τὸ καλὸ καὶ ὑπηρετοῦμε τὸ δίκαιο, ἡ συνείδησή μας εἶναι ἤρεμη καὶ γαλήνια. Ὅταν παρασυρόμαστε ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ καταπατοῦμε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἡ συνείδησή μας ἀναστατώνεται‧ τὴν βασανίζουν τὰ αἰσθήματα ἐνοχῆς. Αὐτό, λοιπόν, ποὺ μιαίνει καὶ διαταράσσει τὴν συνείδησή μας εἶναι ἡ ἁμαρτία ποὺ συνίσταται στὴν περιφρόνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία γεννᾶ μέσα μας τὶς τύψεις, τὸν φόβο καὶ τὴν ἀγωνία. «Θλῖψις καὶ στενοχωρία», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν» (Ρωμ. 2, 9). Ἡ ἁμαρτία διαστρέφει τὴν συνείδηση. Τὴν μεταβάλλει ἀπὸ ἀγαθὴ σὲ πονηρή. Τὴν συσκοτίζει καὶ τὴν καθιστᾶ ἀναίσθητη. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἀρρωστημένη καὶ πωρωμένη συνείδηση.
Οἱ θεῖοι Πατέρες, βασισμένοι στὴν ἀνθρωπολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴν ἀνθρωπογνωσία τῆς ἀσκητικῆς παράδοσης, θεωροῦν τὴν συνείδηση ὡς λειτουργία τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν ὁποία αὐτὸς διακρίνει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Αὐτὴν τὴν λειτουργία τὴν ὀνομάζουν φυσικὸ νόμο, μὲ τὸν ὁποῖο ὡς ὁδηγὸ οἱ ἄνθρωποι ὁδηγοῦνται στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θεϊκοῦ νόμου σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Τὴν ὀνομάζουν ἐπίσης ἀληθινὸ διδάσκαλο, διότι ὅποιος ὑπακούει σ’ αὐτὴν ἐλευθερώνεται ἀπὸ τοὺς κρυφοὺς λογισμοὺς τῆς καρδιᾶς καὶ ἀποκτᾶ τὴν παρρησία τῆς καθαρότητος πρὸς τὸν Θεό. Τὴν ἀποκαλοῦν καὶ ἀντίδικο, γιατὶ ἀντιστέκεται στὸ θέλημά μας, ὅταν διαπράττουμε τὰ ἀνάρμοστα ἢ ἀμελοῦμε τὰ ἁρμόζοντα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπικαλοῦνται μάλιστα καὶ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ λέγει: «νὰ δείξεις διάθεση συμφιλιώσεως μὲ τὸν ἀντίδικό σου, ἕως ὅτου βρίσκεσαι μαζί του στὸν δρόμο πρὸς τὸ δικαστήριο» (Ματθ. 5, 25). Δρόμος εἶναι ὁ παρὼν βίος καὶ δικαστήριο ἡ μέλλουσα κρίση.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέει: «Ἂν ἡ καρδιά μας δὲν ἔχει κάτι νὰ μᾶς καταμαρτυρήσει, θὰ ἔχουμε θάρρος πρὸς τὸν Θεὸ καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ ζητοῦμε θὰ λαμβάνουμε» (Α΄ Ἰω. 3, 21).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συμπληρώνει: «Ἡ καύχησή μας σ’ αὐτὸ συνίσταται, στὸ ὅτι ἡ συνείδηση δὲν ἔχει κάτι νὰ μᾶς κατηγορήσει» (Α΄ Κορ. 1, 12).
Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος σημειώνει: «Ὅλοι οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ ἅγιοι πρὶν ἀπὸ τὸν Μωυσῆ εὐαρέστησαν στὸν Θεὸ ὑπακούοντας στὴν συνείδησή τους. Ἐπειδὴ, ὅμως, μὲ τὴν ἐξάπλωση τῆς ἁμαρτίας ἀμαυρώθηκε ἡ συνείδηση τῶν ἀνθρώπων, ὁ Θεὸς ἔστειλε πρῶτα τὸν γραπτὸ Νόμο, ἔπειτα τοὺς Προφῆτες καὶ, στὸ τέλος, ἐνανθρώπησε ὁ Ἴδιος, γιὰ νὰ ξαναζωντανέψει αὐτὴν τὴν σπίθα τῆς συνείδησης. Μὲ τὶς ἅγιες ἐντολές Του ποὺ συνιστοῦν τὸν θεϊκὸ Νόμο, μποροῦμε πλέον νὰ καλλιεργήσουμε τὴν συνείδηση».
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Κι ἂν χίλιες δυὸ φορὲς κανεὶς εἶναι πονηρός, τὸ κριτήριο τῆς συνειδήσεώς του δὲν ἀλλοιώνεται. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι φυσικὸ καὶ ἔχει τοποθετηθεῖ ἐξαρχῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα μας. Κι ἂν χίλιες φορὲς φιλονικήσουμε, αὐτὴ θὰ στέκεται ἐκεῖ, θὰ κραυγάζει ἐναντίον μας, θὰ μᾶς φωνάζει, θὰ μᾶς τιμωρεῖ, θὰ μᾶς καταδικάζει. Ἡ διάκριση τοῦ καλοῦ μέσα μας στέκεται ἀκλόνητη καὶ δὲν παρεκκλίνει. Αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται, κουβαλάει τὸν πικρὸ κατήγορο, τὴν συνείδησή του».
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος διδάσκει: «Αὐτὸς ποὺ ἔχει πονηρὴ συνείδηση, ζεῖ μέσα στὴν κακία, σκέπτεται καὶ ἐπιδιώκει τὰ πονηρά, ἐπιθυμεῖ τὰ κακά, καὶ ἐργάζεται τὴν ἀνομία, διότι ἀθέτησε καὶ Νόμο καὶ Νομοθέτη. Ἡ ἁμαρτία σκοτείνιασε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, ὥστε νὰ μὴ βλέπει πιὰ τὸ φῶς τοῦ ἠθικοῦ νόμου, τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Βούλωσε τὰ αὐτιά του, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, σκότισε τὸν νοῦ του ὥστε νὰ μὴν κατανοεῖ, σκλήρυνε τὴν καρδιά του ὤστε νὰ μὴν συναισθάνεται. Ἡ συνείδηση ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου ἔχει πωρωθεῖ. Πράττει τὸ κακὸ χωρὶς νὰ ντρέπεται καὶ μάλιστα καυχιέται γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Αὐτὸς ποὺ ἔχει ὑποστεῖ πώρωση, θὰ πεθάνει μέσα στὴν ἁμαρτία, διότι τὸν ἔχει ἐγκαταλείψει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ! Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Θεὸ καὶ ἡ σωτηρία εἶναι ἀδύνατη. Ἡ κατάσταση αὐτή, παρότι ἀθλία, παρέχει ἐλπίδες σωτηρίας σὲ ἐκεῖνον ποὺ ζητεῖ μὲ δάκρυα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἐπισημαίνει: «Ἐλέγχεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν πράξη τὸ κακὸν καὶ ἡ συνείδησίς του τὸν τύπτει. Διὰ νὰ λυθῆ τὸ σῶμα ἀπὸ τὰ πάθη, πρέπει νὰ ἔχη καλὴν διοίκησιν ἀπὸ τὸν διοικητήν. Καὶ ποῖος εἶναι ὁ διοικητής; Εἶναι ὁ νοῦς. Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, ἔχομεν τὸν νοῦν, εἴμεθα εὐτυχεῖς‧ διότι μήτε τὰ πόδια θὰ διοικήσουν τὸν ἄνθρωπον μήτε τὰ χέρια μήτε τὰ μάτια μήτε ἡ καρδία, ἀλλὰ ὁ νοῦς. Ὅταν, ὅμως, ὁ νοῦς εἶναι αἰχμάλωτος, διοικεῖ κακῶς τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου‧ καὶ τότε σύρεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ παραφρονεῖ. Καὶ τότε ἀρχίζει ἡ γλῶσσα νὰ λέγη ὅ,τι θέλει. Τὰ πόδια τρέχουν ὅπου θέλουν· τὰ χέρια, τὰ μάτια, τὰ αὐτιὰ καὶ ἡ καρδία δὲν διοικοῦνται καλῶς. Ὁ νοῦς, ἀντὶ νὰ εἶναι κριτὴς καὶ διοικητής, γίνεται δοῦλος τῶν παθῶν καὶ αἰχμάλωτος. Χρειαζόμεθα ἕνα μεσίτην πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἕνα ἰατρὸν ποὺ συμπίπτουν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ πνευματικοῦ… Ἂν δὲν πᾶς εἰς τὸν πνευματικὸν διὰ μέσου τῆς ἐξομολογήσεως καὶ νὰ ταπεινωθεῖς, δὲν θὰ διορθωθῆ ὁ νοῦς σου».
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος τονίζει: «Ὁ ἄδικος, καὶ γενικὰ κάθε ἔνοχος, ὅταν δὲν ζητήσει συγχώρηση, ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὴν συνείδησή του καὶ ἐπιπλέον ἀπὸ τὴν ἀγανάκτηση τοῦ ἀδικημένου. Γιατὶ, ὅταν ὁ ἀδικημένος δὲν τὸν συγχωρήσει καὶ γογγύζει, τότε ὁ ἄδικος ταλαιπωρεῖται πολύ, βασανίζεται. Δὲν μπορεῖ νὰ κοιμηθεῖ. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη φωτιὰ ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ κάψιμο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν συνείδηση. Τὴν βασανίζει καὶ τὴν τρώει συνέχεια μὲ τὸ σαράκι σὲ τούτη τὴν ζωὴ καὶ πιὸ πολὺ φυσικὰ θὰ τὴν τρώει στὴν ἄλλη τὴν ζωή, τὴν αἰώνια, «ὁ ἀκοίμητος σκώληξ», ἂν δὲν μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴν τὴν ζωή. Γιατὶ ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει μόδα τώρα καὶ ἡ ἀδικία θεωρεῖται ἐξυπνάδα. Τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, δυστυχῶς, τροχάει τὸ μυαλὸ στὴν πονηριὰ καὶ θεωρεῖ κατόρθωμα ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖ τὸν συνάνθρωπό του. Παίρνει μάλιστα καὶ τὸν τίτλο: «αὐτὸς εἶναι διάβολος, τὰ καταφέρνει!», ἐνῶ ἐσωτερικὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως, τὴν μικρὴ κόλαση. Γι’ αὐτὸ λένε: «Τὸν τρώει τὸ σαράκι». Καὶ συμπεραίνει ὁ Ἅγιος: «Ναί, δὲν ὑπάρχει γλυκύτερο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει κανεὶς ἀναπαυμένη τὴν συνείδησή του. Φτερὰ νοιώθει μέσα του, πετάει… Ὁ Χριστὸς ὅλο ἀγάπη, καλωσύνη καὶ παρηγοριὰ εἶναι καὶ ποτὲ δὲν πνίγει, ἀλλὰ ἔχει ἄφθονο πνευματικὸ ὀξυγόνο, θεία παρηγοριά».
Ἀδελφοί μου!
Ὡς Χριστιανοὶ ἔχουμε χρέος νὰ διατηροῦμε τὴν συνείδησή μας «ἀγαθή» (Πράξ. 23, 1‧ Α΄ Τιμ. 1, 5‧ Α΄ Πέτρ. 3, 16) καὶ νὰ τὴν φυλάσσουμε καθαρή (Α΄ Τιμ. 3, 9‧ Β΄ Τιμ. 1, 3). Καὶ ὅταν ἀκόμα μολυνθεῖ, ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μπορεῖ νὰ τὴν καθαρίσει. Ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ ἀναλάβει στοὺς ὤμους Του τὸ βάρος τῆς δικῆς μας ἐνοχῆς. Σταυρώθηκε καὶ ἔχυσε τὸ Τίμιο Αἷμά Του, γιὰ νὰ μᾶς καθαρίσει ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἀμαρτίας. «Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ», γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων» (Ἑβρ. 9, 14). Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς χάρισε στὴν Ἐκκλησία Του τὸ μεγάλο λουτρὸ ποὺ λέγεται μυστήριο μετανοίας, ὅπου ὁ ἄνθρωπος πλένει τὴν ψυχή του καὶ καθαρίζει τὴν συνείδησή του. Μόνο ἂν ἡ συνείδηση βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό, ἂν καταυγάζεται ἀπὸ τὸ φῶς τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, μόνο τότε λειτουργεῖ σωστά. Εἶναι μιὰ συνείδηση φωτισμένη καὶ ἠθικὰ εὐαίσθητη. Παράλληλα, ὀφείλουμε νὰ ἀνακρίνουμε συχνὰτὰ βάθη τῆς συνειδήσεώς μας. Ὁ Μ. Βασίλειος μᾶς συμβουλεύει νὰ τὸ κάνουμε καθημερινά, καὶ μάλιστα τὸ βράδυ προτοῦ κατακλιθοῦμε: «τῆς ἡμέρας παρελθούσης… πρὸ τῆς ἀναπαύσεως ἀνακρίνεσθαι προσήκει τὸ συνειδὸς ἑκάστου ὑπὸ τῆς ἰδίας καρδίας». Ὁ δὲ ἱ. Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει: «Ὅταν ἡ συνείδησις χαίρει καὶ ἀγάλλεται, ὀμορφαίνει καὶ αὐτὸ τὸ πρόσωπον. Ροδίζουν αἱ παρειαὶ ἀπὸ τὴν εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διακηρύττει ὅτι: «οἱ λαμπροὶ τὴν συνείδησιν υἱοὶ φωτὸς προσαγορεύονται». Καὶ ὁ ποιητὴς Βερίτης διασαλπίζει μὲ τὴν λύρα του:
«Ὅσοι τῆς νίκης τὴν χαρὰ ζητᾶτε,
μὲ τοὺς στρατοὺς τῶν ζωντανῶν ἐλᾶτε.
Στοὺς δρόμους τῆς ψευτιᾶς ποὺ τριγυρνᾶτε
σκλαβιὰ σᾶς περιμένει, ὅπου κι ἂν πᾶτε!»
Χριστιανοί μου!
Ἂς ἀγωνισθοῦμε τὸν καλὸν ἀγῶνα μὲ τὶς τίμιες πράξεις μας, συμμαρτυρούσης τῆς συνειδήσεώς μας. Καὶ ἂς ἔχουμε τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ ἀδέκαστος Κριτὴς θὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴν αἰώνια Βασιλεία Του, τῆς ὁποίας οἰκήτορες εἴθε νὰ γίνουμε ὅλοι! Ἀμήν! Γένοιτο!
Πηγή: imchiou.gr