Η τραγική ιστορία της Μικρασιάτισσας “θείας” Μαριγής και του αδελφού της Σταύρου
του Αριστείδη Ζαννίκου
Η “θεία” Μαριγή, δεν ήταν θεία μου εξ αίματος. Την ίδια όμως, όπως και τον άνδρα της, τον “θείο” Πέτρο, το μοναχοπαίδι τους, το Λευτέρη και την Κική (Κυριακή) Σταύρου Δημάκη, την ορφανή από πατέρα ανηψιά της που την μεγάλωσαν στο σπίτι τους, τους ένοιωθα σαν στενούς συγγενείς μου. Βλέπετε τα σπίτια μας στην ενορία Αγίου Μάρκου Βροντάδου, τα “χώριζε και τα ένωνε” μια μεσοτοιχιά.
Από την αξέχαστη “θεία” Μαριγή είχα ακούσει άπειρες φορές την ιστορία της ζωής της. Μια ίστορία που αξίζει να διαβαστεί με προσοχή και σεβασμό στη μνήμη των αμέτρητων θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922) και της Γερμανικής, ναζιστικής Κατοχής (1940-1944)
Το 1977, με την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα πολεμικής σύγκρουσης, αποφάσισα να γράψω περιληπτικά την ιστορία της “θείας” Μαριγής. Το κείμενο, υπό τον τίτλο “ΑΡΑΓΕ ΠΟΙΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟ ΘΕ;” (λόγια απορίας της ίδιας), καταχωρήθηκε το ίδιο έτος, στο Φθινοπωρινό τεύχος του περιοδικού που εξέδιδε η “Περιηγητική Λέσχη Χίου” με φροντίδα των πολύ αγαπητών μου Γεώργη Διλμπόη, Παναγιώτη Καλαμπόκη και Νίκου Μίτση.
Νομίζω, αξίζει να το θυμηθούμε σήμερα, εκατό χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και σαρανταπέντε αφ΄ότου γράφτηκε.
“ΑΡΑΓΕ ΠΟΙΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟ ΘΕ”
Τα ποδάρια της θείας Μαριγής 1 δεν την αντέχουν πια. Γι αυτό κάθεται στην καρέκλα. Πιότερο είναι ξαπλωμένη. Οι γιατροί ανήμποροι να κάμουν κάτι. Το ίδιο και τα ζεστά νερά του Κεράμου που, μέχρι πέρσι, λιγόστευαν τους πόνους της.
Εβδομηνταπέντε χρόνια τα ποδάρια αυτά σήκωναν τη θεία Μαριγή. Την πρωτοσυργιάνισαν στα αντικρυνά χώματα και στα δρομάκια του Ρεΐς Ντερέ. Εκεί την γέννησε η μάνα της, και δύο ακόμα κόρες και άλλα δυό αρσενικά. Το όλο παιδιά πέντε 2. Ο κύρης τους έβαζε καπνά. Έβγαζε και σταφίδες. Είχε και μερτικό στο χιλιοκόπαδο του αδερφού του. Περνούσανε καλά στο Ρεΐς Ντερέ. Τούρκοι δεν κατοικούσανε εκεί, παρά μόνο στα γειτονικά χωριά. Κι΄είχανε αλισιβερίσι Έλληνες και Τούρκοι.
Όμως, απρόσμενα και ξαφνικά αλλάξαν οι καιροί. Δώδεκα χρονώ ήτανε η Μαριγή άμα οι προεστοί διαβάσανε στην εκκλησιά του Αγιού Δημητριού το φιρμάνι.
Ο Τούρκος διάταξε να φύγουν αφ’ τα σπίτια και το χωριό τους. Και φύγανε μέσα σε τρόμο και πόνο και πανικό. Και τα καλά τ΄άφησαν πίσω τους.
Η Μαριγή κι ο Σταύρος τους, εξαχρονίτικο σπάργανο, φορτώθηκαν στη βάρκα αφ’ τον κύρη τους. Ήρθανε στη Χίο νύκτα. Τη μέρα βρεθήκανε κάπου στον Βροντάδο. Με δυό ακόμα παιδιά-ένα θηλυκό, ένα ΄ρσενικό- ήρθε κι η μάνα σε δυό μέρες και ανταμώσανε εκεί. Ο κόσμος τους σύντρεξε και τους προστάτεψε. Και μετά φύγανε στη Λήμνο όπου και βρήκανε τον κύρη με τη μεγάλη κόρη τους. Στη Λήμνο κάτσανε μήνες τρεις, όλοι αντάμα. Τον τέταρτο μήνα ξανάρθανε στη Χιό. Και μείνανε χρόνους τέσσερις με τ΄όραμα του χωριού τους στα μάτια της ψυχής.
Κι όταν το στράτευμα το Ελληνικό καβάντζαρε το Αιγαίο και πάτησε τα χώματα τα Μικρασιατικά, γυρίσανε στο σπίτι τους και τόβραν χαλασμένο. Προσωρινά τους δέχτηκε συγγενική φαμίλια. Φυτέψανε ξανά καπνά. Πήγανε στον Μουσταφά που είχε πάρει στην κατοχή του το χιλιοκόπαδο. Τους γύρισε δυό αίγες πίσω !!
Με ζωντανή την ελπίδα και σκληρή δουλειά η ζωή πήγε να βρει το ρυθμό της.
΄Ητανε όμως ξεγέλασμα και μπαμπεσιά της μοίρας, που την καθόριζαν οι “Μεγάλοι” του καιρού και τη σφραγίσανε λάθη Ελληνικά που-φαίνεται-ποτέ δε λείπουν.
Το μαντάτο ήρθε και πάλι αναπάντεχα. Τόφερε άνθρωπος του χωριού, συγγενής της Μαριγής και πολεμιστής γενναίος 3 στο πλευρό του Μαύρου Καβαλάρη 4. Στ΄όνομα του Πλαστήρα τους ξόρκισε να φύγουν γρήγορα για τα νησιά. Τους είπε για του Στρατού την οπισθοχώρηση και το κακό που ΄ρχότανε καβάλα στ’ άλογα. Κανείς δεν τον άκουσε. Και πλήρωσαν οι πιότεροι με τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους.
Τα μάτια της θείας Μαριγής είδαν τότε πολλά φοβερά. Και στο μυαλό της χαράκτηκαν εικόνες φρίκης. Όταν τ’ αναθυμάται, η τρίχα στέκεται και τα μάτια της στάζουνε δάκρυα. Είδε γιουρούκια και τσέτες, θεριά ανήμερα, ν΄αρπάζουν το βιός όλων τους και, για γούστο, να σφάζουν γέρους και μωρά. Κι είδε Τούρκους αφιονισμένους κι΄ αφ’ τ’ άλογα πιότερο, να τουφεκίζουν παλικάρια που έκαμαν να τρέξουν και κοπελούδες που πήγαν να κρυφτούν.
Το μεγάλο κακό άρχισε δυό μέρες αφ΄ότου μπήκαν στο χωριό οι οχτροί. Τις λεύτερες, οι μάνες τις έντυσαν γριές, και οι κιουρούδες τις έκρυψαν στο κοιμητήρι του χωριού. Άλλες τις έβγαλαν με σκάλες στο ψηλό καμπαναριό.
΄Ομως οι Τούρκοι τους βρήκαν όλους. Και τους σύναξαν στην εκκλησιά μέσα, και στο σκολειό. Κανείς δεν ήξερε αν θα τους σφάξουν, άν θα τους κάψουν ζωντανούς ή θα τους πάρουν σκλάβους. Δεκαοχτώ μερόνυχτα πέρασαν με την ψυχή στο στόμα. Το βιός μαζεύτηκε Τα σπίτια τάκαψαν. Τα όπλα τους τα πήραν. Μον΄η ζωή τους έμενε. Έκαμαν έξοδο αφ΄την πλαϊνή πόρτα της εκκλησιάς. “Ο καθένας για λόγου του κι ο Θεός για όλους”. Σκόρπισαν στους δρόμους, στους κάμπους και στα βουνά.
Η Μαριγή, στα είκοσί της χρόνια, βρέθηκε πάνω στα δασωμένα βουνά με το Σταύρο τον αδερφό της, δεκατεσσάρω χρονώ παιδί. Κοιμήθηκαν κάτω αφ΄τις εληές σαν τα φοβισμένα πρόβατα. Το ξημέρωμα βρήκε μεγαλωμένη την παρέα-εκατο σαράντα ψυχές.
Οι νιοφερμένοι μιλούσαν για τους σκοτωμένους στους δρόμους, τις σφαγές στους ποταμούς, το πνίξιμο στα πηγάδια.
Η Μαριγή κι ο Σταύρος συμφώνησαν στον πρώτο κίνδυνο να πέσουν σε πηγάδι να πνιγούν. Στο δρόμο για τη θάλασσα τους αντιλήφθηκε τουρκικό απόσπασμα. Γλύτωσαν αφ΄τις τουφεκιές τρέχοντας μέσα σ΄αμπέλια. Οι τουφεκιές τους ακολούθησαν πολύ. Ύστερα σώπασαν. Η δεύτερη νύκτα τους βρήκε κοντά στη θάλασσα. Κοιμήθηκαν κάτω από πρινάρια. Την αυγή φάνηκαν πάλι Τούρκοι.
Αλαφιασμένο το πλήθος των κυνηγημένων ρίχτηκε αφ΄τους βράχους στη θάλασσα. Πνίγηκαν πολλοί. Η Μαριγή κολύμπησε και γλύτωσε τη ζωή της και τη ζωή του Σταύρου.
Οι άντρες που έζησαν κάμανε σχέδια για φευγό. Απέναντι ήταν το Γαδουρόνησο. ΄Εκαμαν μια πόρτα σχεδία. Μπάλωσαν και μια τρύπια βάρκα που βρήκαν τσακισμένη στα βράχια. Στο ξερονήσι με τα δυό-τρία σπίτια, κουβαλήθηκαν την τρίτη νύκτα όλοι πλην αφ΄τους τελευταίους πους τους κατάπιε η θάλασσα. Οι Τούρκοι τους χαμπάρισαν και άρχισαν τις κανονιές.
Η σωτηρία ήρθε το ξημέρωμα. Χιώτικο καΐκι τους μάζεψε όλους και τους κουβάλησε στη Χιό. Η Χώρα έβραζε κιόλας από την προσφυγιά και το στρατό της οπισθοχώρησης. Τη Μαριγή και το Σταύρο τους φόρτωσαν σε παπόρι και τους ξαπόστειλαν στη Σούδα. Μετά στα Χανιά. Από ΄κει πήγαν στο Ηράκλειο να φάνε ψωμί μαζεύοντας εληές. Μαλάκωμα της απελπισίας ήταν η είδηση που έφθασε μαζί με άλλους πρόσφυγες.
-Η μάνα με τα άλλα τρία παιδιά γλύτωσαν και βρίσκονταν ξανά στον Βροντάδο.
Για τη Μαριγή και το μικρό Σταυράκι το ταξίδι αφ΄το Ηράκλειο στον Πειραιά και μετά στη Χίο ήταν Οδύσσεια αληθινή. Στον Βροντάδο έφτασαν λειωμένα τα δυό νεανκά κορμιά από την κούραση, την πείνα, το φόβο και της θέρμης τον υψηλό πυρετό που τους συγκολήθηκε στην Κρήτη.
Η μάνα, στα μάτια της δεν πίστευε. Της είχαν πει πως τα παιδιά της πνίγηκαν στη θάλασσα τη δεύτερη μέρα του κακού. Και τάχε ξεγραμμένα.
Η θαλπωρή της και ο γιατρός χρόνος βοήθησαν τη Μαριγή και τα τέσσερα αδέρφια της να συνέλθουν. Ο κόσμος του Βροντάδου εσύντρεξε για να ξεπεραστεί η σκότιση του νου και της ψυχής το βαρύ πλάκωμα. Ο Βροντάδος γίνηκε η δεύτερη πατρίδα. Τους έλλειπε όμως ο κύρης. Κι έμελλε ποτέ να μην τον ξαναδούν. Οι οχτροί τον σκότωσαν στο δρόμο της αιχμαλωσίας. Τόμαθαν χρόνια μετά, απ΄αυτούς που είχαν χρόνια και δεν τάχασαν.
Η μάνα, η κυρά Κυριακούλα, με βοηθό τη Μαριγή, μεγάλωσε τα ορφανά. Η ζωή έπαιρνε και πάλι νόημα.
Η Μαριγή παντρεύτηκε τον Πέτρο Ντόγρη. Έκαμε και γυιό-καπετάνιο σήμερα 5. Παντρεύτηκε κι ο Σταύρος, κ΄έκαμε τρεις κόρες 6. Το ίδιο και τ΄άλλα αδέρφια 7. ΄Ομως τα βάσανα δεν άργησαν να τους θυμηθούν. Είναι τα μόνα που σπάνια λείπουν αφ΄τη ζωή.
Κόντευε τα σαράντα η Μαριγή όταν οι Γερμανοί ήρθανε και στη Χιό. Μαζί τους φέρνουν σκοτάδι πυκνό και πείνα απερίγραφτη. Για να μην τουλουμιάσουν μεγάλοι και μικροί κάμνουν αγώνα επιβίωσης. Η οικογένεια της Μαριγής μεταφέρεται στο Δερφίνι της Λαγκάδας. Οι άντρες αρχίζουν να φέρνουν λαθραία τρόφιμα με βάρκες και καΐκια. Ο Σταύρος,κρυφά τη νύκτα, κουβαλεί πρόσφυγες απ΄τη Χιό στον Τσεσμέ που τραβάνε για την Κύπρο και την Αφρική. Οι Γερμανοί όμως γρήγορα τον πιάνουν και τον δικάζουν. Οι προδότες και οι σπιούνοι ποτέ και πουθενά δεν έλλειψαν. Σε οκτώ χρόνια φυλακή καταδικάζεται ο Σταύρος. Τον στέλνουν στη Θεσσαλονίκη κι απο κει στη Βιέννη. Η Μαριγή και όλη η οικογένεια φεύγουν και πάλι πρόσφυγες.
Η βάρκα, ετούτη τη φορά, νύκτα τους κουβαλεί στα χώματα τα πατρογονικά. Από τη Μικρασία με καΐκι καταφεύγουν στο νησί της Αφροδίτης. Η Κύπρος γίνεται πατρίδα τους μέχρι που φεύγουν αφ΄τη Χιό οι Γερμανοί.
Με τον άντρα και το παιδί της γυρίζουν σπίτι τους το 1946. Σιγά-σιγά αρχίζει να μαζεύεται και πάλι όλη η οικογένεια. Μόνο ο Σταύρος δεν θα γυρίσει πια. Το Σταύρο, τον αδελφό της τον αγαπημένο, τον σκότωσαν οι, χαμένοι στον πόλεμο Γερμανοί μόλις οι Ρούσσοι μπήκανε στη Βιέννη. Ό,τι δεν μπόρεσαν οι Τούρκοι, το πέτυχαν οι Γερμανοί.
Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε που η Μαριγή γύρισε αφ΄την τρίτη προσφυγιά. Είναι εβδομηνταπέντε χρονώ σήμερα.Τα μάτια της-που τόσα φοβερά είδαν- δεν καλοβλέπουν, κι ας έχει κάμει δυό εγχειρήσεις. Και τα πόδια της δεν την αντέχουν πια. Κάθεται στην καρέκλα. Μα πιότερο είναι ξαπλωμένη. Και κάθε τόσο ρωτά η θεία η Μαριγή:
– Για πείτε μου τα νέα βρε παιδιά. Θάρτουνε πάλι Τούρκοι; Και πού θα πάμενε ετούτη τη φορά;
Και θυμίζει του άντρα της να θυμιάζει στο έβγαρμα του ήλιου και στο βασίλεμά του για να ευχαριστούνε το Θεό. Η ίδια άλλο τίποτα δεν μπορεί πια να κάμει.
– Καλή μας θεία Μαριγή. Άραγε ΠΟΙΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟ ΘΕ ακόμη να ταλαιπωρείσαι;
Επεξηγήσεις:
- Μαρία (Μαριγή) Δημάκη του Θοδωρή και της Κυριακούλας (1902-1986)
- Αγγελικώ, Μαριγή, Σταύρος, Γιώργης, Αργυρώ, τα πέντε αδέλφια.
- Κων/νος Ντάμπος, Υπαξ/κός του Στρατού, γεννημένος το 1895 στο Ρεΐς Ντερέ, ξάδελφος της Μαριγής. Πολέμησε στα μέτωπα Ελληνοβουλγαρικό και Μικρασιατικό. Έφθασε, επ΄ανδραγαθία, στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. Απεβίωσε στη Χίο όπου κατοικούσε, το 1980.
- Νικόλαος Πλαστήρας (ο μαύρος Καβαλάρης)-Εμβληματική στρατιωτική μορφή-μετέπειτα Πρωθυπουργός της Ελλάδας.
- Ελευθέριος Π. Ντόγρης (1930-1994)-τον βάφτισαν Ελευθέριο προς τιμή του Ελευθερίου Βενιζέλου.Νυμφέφθηκε τη Μοσχούλα Μ. Κισσάνη με την οποίαν απόκτησαν δύο παιδιά, τον Πέτρο και τη Μαρία.
- Η αείμνηστη Ευαγγελία Καλαγκιά, η Κική χήρα Κώστα Πιταούλη και η Αναστασία χήρα Ελευθερίου Παντελίδη, οι τρεις κόρες του αδικοχαμένου Σταύρου Δημάκη.
- Η Αγγελικώ έμεινε ανύπανδρη. Ο Γιώργης βρέθηκε παντρεμένος στην Αμερική με ένα αγόρι που το ονόμασε Σταύρο. Η Αργυρώ, παντρεύτηκε στον Βροντάδο τον Διαμαντή Μαθιούδη με τον οποίον απόκτησαν τρία κορίτσια, τη Δέσποινα σύζ. Νικολάου Παντελίδη, την αείμνηστη Κική σύζ. Στέλιου Ψυλλή και την Σταυρούλα σύζ. Ανδρέα Παντελόγλου.
Υ.Γ.:1) Εκτός από την μεγάλη προσφυγική οικογένεια Δημάκη, στον Βροντάδο, γνωστές και πολύ αγαπητές οικογένειες, με καταγωγή από Μικρασία και συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους, είναι οι Γιαννιτσάκηδες, οι Μανωλάκηδες, οι Νιονάκηδες, η οικογένεια του αξέχαστου μουσικού Ηλία Εγγλέζου και ενδεχομένως άλλες που προσωπικά αγνοώ.
- Το έτος 2005, ο Γιάννης Μακριδάκης, δια των εκδόσεών του “ΠΕΛΙΝΝΑΙΟ”, έκανε γνωστό, μέσω βιβλίου, το “Χρονολόγιο του Ανθυπασπιστή Κων/νου Ντάμπου”, με πλήρη περιγραφή (από ιδιόχειρες σημειώσεις του αείμνηστου γενναίου πολεμιστή) της ζωής, δράσης και προσφοράς του στην Πατρίδα και τον Μικρασιατικό Ελληνισμό.
Η επανέκδοση σήμερα αυτού του “ιστορικού ντοκουμέντου”, θα αποτελούσε ελάχιστη απόδοση τιμής στη μνήμη του ιδίου και όσων πολέμησαν “υπέρ Πίστεως και Πατρίδας”.
Βροντάδος, 13 Φεβρουαρίου 2022