Οι ταχυραδιουργοί (ή «πώς να κλέψεις μια θάλασσα και να την κάνεις αόρατη»)

Εμφανίστηκε γόνος μιας πολιτικής κι ενός τζαναμπέτη, μεγαλωμένος μέσα στην εξουσία και στις ηγεσίες, με ξένη γκουβερνάντα, ξένη αναθροφή, ξένες σπουδές, ξένη σύζυγο, ξένη νοοτροπία, ξένη υπακοή, με άκρατο νευρωτισμό και αυταρχισμό, και θρόνιασε στο σβέρκο ιστορικής, ηρωικής, αλλά βαθιά εφησυχασμένης Χώρας την αφεντομουτσουνάδα του.

Έβαλε βεζυροπούλα των εξωτερικών μιαν προσκυνημένη αλλοδαπή, τόσο αλλοπρόσαλλη κι ασύστολη, που ’βαζε τεμενάδες ακόμα και στις κοκότες (και στις κότες) και δεν την ένοιαζε καν αν θα την φωνάζουνε, από τότε και μπρος, παλλακίδα ή βεζυροπούλα. Δεν την ένοιαζε: ήταν… απελευθερωμένη.

Η βεζυροπούλα και ο faux-πατισάχ έταζαν πολυχρονεμένα κουφέτα κι ενθάρρυναν όλες τις χανούμισσες της ατιμίας (τις οποίες ονόμαζαν συνθηματικά «χανούμισσες επί τιμή») να κάνουν αχαλίνωτο έρωτα με κάθε αλλοδαπό νταή, που ήθελε να διαγουμίσει το βιος των κατοίκων. Στην λεηλασία επάνω, ας παίρνουν κι εκείνες ό,τι ήθελαν.

Ό,τι δεν αγαπάς, το πουλάς· κι όταν δεν τιμάς κείνο που σε γέννησε, το ξεπουλάς με μίσος. Έτσι αναδείχθηκαν οι απάτριδες.

Η Χώρα εκείνη είχε στεριές και θάλασσες, χίλια μύρια κύματα, που στραφτάλιζαν στον ήλιο πολυτίμητα διαμαντικά, τεφαρίκια, κόχλοι-κοχύλια-κοχυλάκια, νήσοι, νησίδες και νησάκια, να τα πιεις στο ποτήρι. Η βεζυροπούλα, ο faux-πατισάχ και οι μνηστήρες χώρισαν την μυριοματωμένη θάλασσα σε οικόπεδα με γεύση μπακλαβά κι άρχισαν να δίνουν στους εραστές τους να δοκιμάσουν. Σ’ όποιον άρεσε, έκοβαν κομμάτι και γαρνίριζαν με ξένα κόλλυβα – που, κατόπιν, αποδείχθηκε ότι ήταν τα δικά τους.

Οι κάτοικοι σηκώθηκαν από τον μαστουρωμένο ύπνο τους, πήραν τα πάνω τους, πήραν τους δρόμους και πήραν στο κατόπι τους μασκαράδες αφεντάδες. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει! Τα κάμανε όλα, όμως, comme-il-faut και καθωσπρέπει, καθότι η διαφύλαξη του Συντάγματος εναπόκειται στον πατριωτισμό των ραγιάδων! Για να έχουμε Ομόνοια! Περάσανε, λοιπόν, τις παλλακίδες στρατοδικείο στις ξακουστές δίκες της Νυρεμβέργης, δεκαεφτά του Νιόβρη, με αποτέλεσμα το διαβόητο παλλάκωμα, που έμεινε, έκτοτε, γνωστό ως παλούκωμα. Πέρασαν χρόνια· όσοι είχαν βάλει το χέρι στα λουκούμια φάγανε στο τέλος το λούκουμο κι οι άλλοι, όλοι εμείς, πέρασαμε πολύ μα πολύ καλύτερα!

[ Το παραμύθι είναι ηθικο-πλαστικό προϊόν φαντασίας· οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις είναι όλως διόλου συμπτωματική. ]

Για την αντιγραφή, Πέτρος Τριανταφύλλου, Αθήνα

Σχετικές δημοσιεύσεις