Η πανανθρώπινη αξία των Ομηρικών Επών δια μέσου των Αιώνων Της Αναστασίας Κατσικογιάννη-Μπάστα

 

Δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα Ομηρικά Έπη είναι το αρχαιότερο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό κείμενο.

Ο διδακτικός λόγος του και οι πανανθρώπινες αξίες που προβάλλει μέσα από την ποίησή του, παραμένουν αναλλοίωτες στο χρόνο.

Αξίες και ήθος αναδύονται μέσα από τους χαρακτήρες των Ομηρικών Επών και οι Ομηρικοί Ήρωες αποτελούν αειθαλή πρότυπα τιμιότητας, ευγένειας, ηθικής και φιλοξενίας.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και η φιλοξενία του Οδυσσέα στο Νησί των Φαιάκων, η συμφιλίωση του Αχιλλέα με τον Πρίαμο, το ήθος και η τιμιότητα της Πηνελόπης και άλλα πολλά.

Παράλληλα με τις ηθικές αξίες, όπως ο σεβασμός στους νεκρούς, η πίστη, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η υστεροφημία, παρατηρούνται και επισημαίνονται και οι ανθρώπινες αδυναμίες από τις οποίες διέπονται οι θεοί και οι ήρωες. Και ο βασικός ρόλος των Θεών είναι η επιβολή της τάξης.

Ύψιστα πρότυπα ανθρωπίνων χαρακτήρων έμειναν άσβηστα στο χρόνο, όπως ο πολυμήχανος Οδυσσέας και ο γενναίος Αχιλλέας. Ο Όμηρος, κορυφαίος ηθογράφος της εποχής του συμβάλλει στην προβολή και την καλλιέργεια ατομικών και συλλογικών αξιών, ανοίγοντας δρόμους προς την αυτογνωσία, την αλήθεια και το φως της ζωής.

Η γλώσσα των Ομηρικών Επών είναι η γλώσσα της σημερινής ζωής. Συμμετέχουμε στη χαρά και το δράμα των ηρώων, μαθαίνουμε για τη ζωή τους, τον τρόπο που διασκεδάζουν, τρώνε, φιλοξενούν, αγαπούν, εξιλεώνονται και συνεχίζουν τον αγώνα της ζωής πνευματικά, ηθικά και υλικά.

Το γνωστικό ενδιαφέρον μας στη μελέτη των Ομηρικών Επών είναι στην πραγματικότητα η επαφή με τις ρίζες  μας που μιλούν για το φως και το θησαυρό του ελληνικού πολιτισμού και την κορυφαία ανάπτυξη της φιλοσοφίας της ποίησης, του θεάτρου που διαπλάθουν ανθρώπινες ψυχές και το ανθρώπινο πνεύμα εσαεί στους αιώνες.

Ο Harold Bloom, κορυφαίος κριτικός λογοτεχνίας δηλώνει απερίφραστα «Όλοι εμείς οι εγγράμματοι του δυτικού κόσμου είμαστε γιοί και κόρες του Ομήρου», για να περιγράψει την χωρίς αντίπαλο επίδραση του ομηρικού έργου στην λογοτεχνία και την περιγράφει ως ορόσημο για την παγκόσμια είσοδο στον κόσμο της εγγραμματοσύνης.

Δηλώσεις σοφών για την απήχησή τους ακόμα και από την αρχαιότητα επιβεβαιώνουν τη θέση τους στο παγκόσμιο πολιτιστικό στερέωμα.

Οι Πυθαγόρειοι ονομάζουν τα έπη «Ιερά βιβλία» και ο Αισχύλος, απαντώντας σε επευφημίες για το έργο του ομολογεί ότι οι τραγωδίες του δεν ήταν παρά μόνο ψίχουλα από το μεγάλο τραπέζι του Ομήρου.

Έτσι μέσα από την ποίηση του Ομήρου, αναδεικνύεται η ομηρική κοινωνία εν ειρήνη. Κέντρο της και βασική αξία ο οίκος και η οικογένεια από όπου πήγαζαν οι πανανθρώπινες αξίες, το αίσθημα ασφάλειας, οι κανόνες, τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των μελών του. Ο οίκος εμπεριείχε όχι μόνον τα μέλη της οικογένειας αλλά και όλα τα άτομα και τα αγαθά του. Η βάση του ήταν η γη που κατείχε μαζί με τα αγαθά από την γεωργία και την κτηνοτροφία που μαζεύονταν, αποθηκεύονταν και διανέμονταν από τον αρχηγό του οίκου.

Η έγγεια ιδιοκτησία είχε μέγιστη σημασία κοινωνικά, γι’ αυτό και ο νόστος του Ομήρου που ήθελε να επιστρέψει στη θαλπωρή του οίκου του.

Ο θεσμός που απογειώνεται στον Όμηρο είναι ο θεσμός της φιλοξενίας. Οι λέξεις «ξένος» και «φιλοξενία» είχαν τόση επισημότητα όση και ο γάμος. Υπήρχε βέβαια φόβος απέναντι στον ξένο αλλά και ιερή υποχρέωση όλων για τη φιλοξενία.

Η τάξη απαιτούσε ο ξένος πρώτα να φάει και να τον περιποιηθούν, όπως ο βασιλιάς Αλκίνοος και ο βοσκός Εύμαιος έπραξαν και μετά ρωτούσαν τι ήθελε. Το γεύμα ήταν τελετουργία στην οποία συμμετείχαν οι Θεοί.

Αυτό επιζεί στην Ελλάδα μέχρι και σήμερα. Στη βασιλόπιτα κόβουμε ένα κομμάτι του Χριστού και μετά ακολουθεί ένα κομμάτι «του φτωχού» για όποιον ζητήσει φαγητό ή φιλοξενία.

Εκείνο που επισημαίνεται από τον Αθηναίο επίσης είναι ότι στα Ομηρικά Έπη, οι ήρωες κάθονταν στα γεύματα και στηλιτεύει την τρυφηλότητα της εποχής του (170-230 μ.Χ.).

Ένα σημαντικό σημείο στα Ομηρικά Έπη είναι το πρωτόκολλο υποδοχής και συμμετοχής σε συμπόσια προς τιμήν των φιλοξενουμένων.

Για παράδειγμα, όταν ο Τηλέμαχος και ο Πεισίστρατος, ο γιος του Νέστωρα, του βασιλιά της Πύλου, έφτασαν στη Σπάρτη, στο ανάκτορο του Μενελάου για να τον ρωτήσουν τι απέγινε ο Οδυσσέας, εκείνος κατ’ αρχήν τους πρόσφερε χλαμύδες και χιτώνες και ύστερα κάθισαν σε θρόνους, δίπλα στον βασιλέα. Η φιλοξενία επέβαλλε να ειπωθεί από τον Μενέλαο «Γευτείτε και χαρείτε» και αφού τελειώσετε το δείπνο θα σας ρωτήσουμε ποιοι είστε. (δ. 60-62)

«Τώρα που οι ξένοι μας χάρηκαν το φαγητό είναι η σωστή ώρα να τους ρωτήσουμε ποιοι είναι (γ. 69-70) λέει ο βασιλιάς της Πύλου, Νέστωρας, όταν ο Τηλέμαχος μαζί με την Αθηνά μεταμορφωμένη σε Μέντορα έφτασαν στην Πύλο.

Οι ομηρικοί ήρωες τρώνε συνήθως σε τραπέζι, ακόμα και αν το γεύμα είναι στην αμμουδιά, δίπλα στα καράβια τους.

Έπλεναν τα χέρια τους πριν το γεύμα διότι η υπηρέτρια έφερνε χρυσούς πρόχους και τους έχυνε νερό πάνω από μια αργυρή λεκάνη για να πλυθούν.

Κάθονταν σε δέρματα προβάτων στην αμμουδιά και το πρώτο πιάτο ήταν μερίδες από εντόσθια καθώς τους κέρναγαν κρασί σε χρυσό ποτήρι.

Μάλιστα το κρέας από εντόσθια δεν το έτρωγαν, το γεύονταν γιατί ήταν σε μικρές ποσότητες.

Στη Σπάρτη πάλι η οικονόμος σέρβιρε σταρένιο ψωμί και πολλά φαγητά μαζί με χρυσά κύπελλα (δ. 54-58).

Το κρέας τρωγόταν με τα χέρια.

Οι ομηρικοί ήρωες στα ανακτορικά δείπνα δεν τρώνε πτηνά, ψάρια (παρότι θεωρούνται τυχεροί που η θάλασσα είναι γεμάτη ψάρια), φρούτα (παρότι περιγράφονται οπωρώνες), ούτε γαστρονομικές λιχουδιές, όπως πίτες με γάλα, τυρί και αυγά, ούτε μελόπιτες. Ο Όμηρος περιγράφει «φαγητά με τα οποία θα είχαν καλή σωματική και ψυχική κατάσταση».

Τρώγαν λοιπόν κρέας βοδιού και μάλιστα ωμοπλάτη, που θεωρείτο το καλύτερο κομμάτι. Φαίνεται πως δεν ταίριαζε σε ήρωες άλλου είδους τροφή και μάλιστα το κρέας ήταν πάντα ψητό, όχι βραστό, γιατί δεν τους ταιριάζει  άλλου είδους προετοιμασία.

Οι Έλληνες άνδρες ακόμη και σήμερα συνήθως ψήνουν, ενώ οι γυναίκες μαγειρεύουν.

Ακόμη ο Όμηρος δεν τους παρουσιάζει να στεφανώνονται, να μυρώνονται και να θυμιάζουν.

Οι αρχαίοι ήρωες αποδεσμεύονται από την απληστία, οδηγούνται στην αυτάρκεια και την ελευθερία και στους Θεούς ο Όμηρος αποδίδει απλό τρόπο ζωής με νέκταρ και αμβροσία και παρουσιάζει τους ανθρώπους να τους τιμούν με τον τρόπο της ζωής τους.

Η συνήθης ομηρική φράση για το πέρας του γεύματος είναι «του φαγητού και του ποτού αφού χόρτασαν τον πόθο».

Μετά τα γεύματα και τα δείπνα έκαναν αγώνες με παιχνίδια και άκουγαν κιθαρωδούς να τραγουδούν ηρωικές πράξεις.

Άρα η γαστρονομία ήταν λιτή και με το γεύμα, απλά χόρταιναν την πείνα τους.

Η βάση διατροφής των αρχαίων Ομηρικών Ηρώων είχαν σαν βάση τα δημητριακά και σε δύσκολες περιπτώσεις μίγμα κριθαριού με σιτάρι με το οποίο παρασκευαζόταν ο άρτος. Τα δημητριακά συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά (λάχανα, κρεμμύδια, φακές και ρεβίθια). Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν πάντα από την οικονομική κατάσταση της οικογένειας και τον τόπο κατοικίας, ύπαιθρο ή κοντά στη θάλασσα.

Κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα γαλακτοκομικά και κυρίως το τυρί. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά αντ’ αυτού γινόταν χρήση, κυρίως του ελαιολάδου, καθώς αυτό θεωρούνταν περισσότερο υγιεινό. Το φαγητό πάντα συνοδευόταν από κρασί κόκκινο, λευκό ή ροζέ, αναμεμειγμένο με νερό.

Πολλές πληροφορίες έχουμε για τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη και το έργο του γραμματικού Αθήναιου από τη μια πλευρά, τα κεραμικά αγγεία και τα αγαλματίδια από ψημένο πηλό από την άλλη.

Για τους αρχαίους Έλληνες τα γεύματα της ημέρας ήταν τρία. Το πρώτο λεγόταν ακρατισμός και αποτελούνταν από κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί (άκρατος) και συνοδευόταν από σύκα και ελιές.

Το δεύτερο (άριστον) ήταν το μεσημεριανό τους και το τρίτο το δείπνον ήταν όταν έπεφτε η μέρα. Σε αυτά υπήρχε και ένα επιπλέον ελαφρύ γεύμα, το εσπέρισμα, αργά το απόγευμα.

Τέλος, το αριστοδείπνον ήταν ένα κανονικό γεύμα που μπορούσε να σερβιριστεί αργά το απόγευμα στη θέση του δείπνου.

Τα τραπέζια είχαν συνήθως ορθογώνιο σχήμα στα χρόνια του Ομήρου και κομμάτια πεπλατυσμένου ψωμιού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιάτα, ωστόσο πήλινα πιάτα ήταν πιο διαδεδομένα και μαχαίρια χρησιμοποιούνταν για την κοπή του κρέατος. Γινόταν χρήση κουταλιών για σούπες και ζωμούς, ενώ κομμάτια ψωμιού (απομαγδαλία) μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τη λήψη τροφής, ακόμη και ως πετσέτα για τα δάκτυλα.

Την εποχή του Ομήρου υπήρχαν δείπνα με συνεισφορά τροφίμων, τα οποία λέγονταν «έρανοι» και υπάρχουν σχετικές ομηρικές φράσεις όπως «δειπνείν από συμβολών» ή «δείπνον από σπυρίδος».

Τα συμπόσια εσυνοδεύοντο εκτός του ποτού από «τραγήματα», μεζέδες ,όπως λέγονται σήμερα, δηλαδή  κάστανα, κουκιά, ψημένοι κόκκοι σίτου ή ακόμη γλυκίσματα από μέλι που είχαν ως στόχο την απορρόφηση του οινοπνεύματος ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος της συνάθροισης.

Τα συμπόσια από την Ομηρική Εποχή έγιναν λογοτεχνικό ρεύμα: το «Συμπόσιον» του Πλάτωνα, «των 7 Σοφών Συμπόσιον» του Πλουτάρχου και οι «Δειπνοσοφισταί» του Αθήναιου αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Τα δημητριακά που είχαν μεγάλη κατανάλωση την εποχή του Ομήρου ήσαν το σκληρό σιτάρι (πύρος), η όλυρα (Ζέα) και το κριθάρι (κριθαί). Τρωγόταν με δύο τρόπους: Ως χυλός, αλεσμένο, ή ως αλεύρι (αλείατα) που γινόταν πίτες, σκέτες ή γεμιστές με μέλι.

Επίσης μεγάλο μέρος της διατροφής τους είχαν τα φρούτα και τα λαχανικά όπως τα λάχανα, τα κρεμμύδια (κρόμμυα), γλυκομπίζελα, πράσα, βολβοί, μαρούλια, βλίτα, ραδίκια, κ.ά.

Σερβίρονταν ως σούπα ή πολτοποιημένα (έτνος) καρυκευμένα με ελαιόλαδο ή ξύδι.

Οι πολύ φτωχές οικογένειες κατανάλωναν βελανίδια, ενώ οι λαϊκές τάξεις έτρωγαν όσπρια όπως τους φασιόλους, τις φακές, τα ρεβίθια, τα κουκιά (κύαμοι) και τους θέρμους (λούπινα).

Τα φρούτα, φρέσκα ή ξηρά, τρώγονταν ως επιδόρπιο. Επρόκειτο για σύκα, σταφίδες, καρύδια και φουντούκια καθώς και ψητά κάστανα, στραγάλια ή ψημένους καρπούς Οξυάς.

Η κατανάλωση κρέατος και ψαριών, πουλερικών, πτηνών ή λαγών (κυνήγι) σχετιζόταν με την οικονομική επιφάνεια του σπιτικού αν και πολλοί διατηρούσαν κοπάδια με πρόβατα, κατσίκες και γουρούνια.

Παράλληλα το κρέας σχετιζόταν με θρησκευτικές τελετές και θυσίες.

Το ψάρι στην εποχή του Ομήρου και στο Έπος της Ιλιάδας είναι εκτός προτίμησης και θεωρείται τροφή για φτωχούς. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι οι σύντροφοι του Οδυσσέα κατέφυγαν στο ψάρι γιατί υπέφεραν από πείνα αφού πέρασαν από τα Στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης και αναγκάστηκαν να φάνε ότι υπήρχε διαθέσιμο.

Τα μαλάκια (χταπόδια, σουπιές, καλαμάρια) ήσαν τροφές των Θεών και ήταν παραδοσιακά δώρα κατά τους εορτασμούς των Αμφιδρομίων, όταν οι γονείς έδιναν ονόματα στα παιδιά τους.

Αυγά, γαλακτοκομικά, τυρί, μέλι ήταν καθημερινή συνήθεια, ενώ πάπιες, ορτύκια, φασιανοί, οστρακοειδή, καβούρια, αστακοί, καραβίδες ήταν εδέσματα πολυτελείας. Τα γλυκά της Ομηρικής Εποχής ήταν η σησαμίς (το σημερινό παστέλι), οι «πλακούντες» η άμιλλος (τούρτα) η μελιττούτα (είδος γαλατόπιτας) καθώς και τα αρτοκρέατα (κρεατόπιτες), οι «τηγανίτες» ή τα τήγανα (τηγανίτες ή λουκουμάδες).

Το νερό είχε την ευρύτερη κατανάλωση και το προτιμούσαν από «πηγή ρέουσα και αναβλύζουσα. Φημισμένο ήταν το νερό της Αττικής και χρησιμοποιούνταν για την πόση ο σκύφος, κατασκευασμένος από ξύλο, πηλό ή μέταλλο. Άλλα σκεύη πόσης ήσαν ο κάνθαρος, αγγείο με δύο συνήθως κάθετες λαβές, ο κώθων, κυκλικό αγγείο και το ρυτόν, που ήταν συχνά ζωόμορφο και το χρησιμοποιούσαν σε συμπόσια.

Το κρασί είχε μεγάλη κατανάλωση, άκρατος οίνος, ή αραιωμένος. Συχνότατα καταναλωνόταν το γάλα κατσίκας και το υδρομέλι.

Ένα χαρακτηριστικό ποτό επίσης τρόφιμο-ποτό που παρασκεύαζαν ήταν ο κυκεών (πλιγούρι με νερό, βότανα και βλήχονα) και η πτισάνη, αφέψημα από κριθάρι για τους αρρώστους.

Η αυστηρότητα των Ελλήνων για τη διατροφή τους τελειώνει γύρω στο 2ο με 3ο αι. μ.Χ. όπου γίνονται καλοφαγάδες και η γευσιγνωσία εκτιμάται τα μάλα, με περίπλοκες συνταγές και σπουδαίους μάγειρες, όπως ο Σωτηριάδης του βασιλέως Νικομήδη της Βιθυνίας.

Οι Έλληνες επίσης ήσαν χορτοφάγοι χάρη στα δύο αρχαιοελληνικά θρησκευτικά ρεύματα, τον ορφισμό και τους Πυθαγορείους. Αυτά τα δύο ρεύματα ήσαν συνδεδεμένα με την αγνότητα.

Ο ήρως Τριπτόλεμος, διάσημος χορτοφάγος, μυημένος στα ιερά μυστήρια, όπως αναφέρει ο Επιμενίδης, έχει τρία ρητά δημιουργήσει, δεχόμενος από τη θεά Δήμητρα ένα στάχυ για δώρο.

  • Τίμα τους γονείς σου.
  • Τίμα τους Θεούς με καρπούς και
  • «Δείξε οίκτο στα ζώα».

Τα έπη του Ομήρου λοιπόν (1100-800 π.Χ.) μας παρέχουν μοναδικές πληροφορίες για τη διατροφή και τη γευσιγνωσία της μακρινής εκείνης εποχής των οραμάτων, των ηρώων, και του πολιτισμού μας, φωτίζοντας το μεγαλείο και τις ευαισθησίες των προγόνων μας.

Υπάρχει μια ρήση που αναφέρει ότι οι ήρωες, τρώνε ένα βόδι σε κάθε 200 ή 300 στίχους στον Όμηρο, ενώ το να τρώνε ψάρι ήταν σημάδι έσχατης ανέχειας. Αντίθετα στην κλασική εποχή, το ψάρι ήταν πολυτέλεια, ενώ το κρέας ήταν σχεδόν άγνωστο.

(H.D.F. Κitto, 1897-1982, Βρετανός Πανεπιστημιακός)

Εν κατακλείδι, στα ομηρικά έπη περικλείεται κατά τρόπο αριστοτεχνικό όλη η αρχαία ελληνική μυθιστορία. Το νοηματικό εύρος όμως της Ιλιάδας και της Οδύσσειας εκτείνεται πιο πέρα από τα όρια της καλλιτεχνικής δημιουργίας και αφήγησης μυθολογικών ή ιστορικών γεγονότων και αφορούν σε σημαντικότατες κοσμολογικές και θεολογικές έννοιες.

Τα έπη του Ομήρου, ανάγονται στη σφαίρα της Προμηθεϊκής υπέρβασης και τον καθιστούν μέγιστο δάσκαλο της ανθρωπότητας. Ο Όμηρος δεν υπήρξε μόνον ο πιο εμπνευσμένος ποιητής του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους πανεπιστήμονες όλων των εποχών, αφού στα έπη του αναγνωρίζονται οι αρχές της ελληνικής Θεολογίας, Φιλοσοφίας και Επιστήμης.

Ο Όμηρος είναι ο «πατέρας των Ελλήνων» καθώς η αρετή της ανδρείας και της ρητορικής δεινότητας και πειθούς, η επίτευξη της τελειότητας σε λόγια και έργα, αποτελούσαν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ελληνικού ιδανικού. Οι αρχετυπικές διηγήσεις του συνθέτουν μια ολιστική φιλοσοφία που άσκησε τεράστια επίδραση στη φυσική, ηθική και πολιτική φιλοσοφία της αρχαιότητας γι’ αυτό και ο Πλάτωνας έχοντας ασπαστεί πλήθος απόψεων του ποιητή τον ονόμασε αρχηγέτη των φιλοσόφων της Ιωνίας.

Αντίθετα ο Ηράκλειτος ο Αλληγοριστής αποκαλούσε τον Όμηρο «Μέγα ιεροφάντη του ουρανού και των Θεών… αυτόν που άνοιξε τους άβατους και αποκλεισμένους για τις ανθρώπινες ψυχές δρόμους προς τον ουρανό». Οι περισσότερες προσπάθειες ανασύνθεσης της κοινωνίας των σκοτεινών χρόνων λοιπόν βασίστηκαν στον Όμηρο όπως αναφέρεται στα συγγράμματα του Finley (2006, οικονομικά) και του Mauss (1979).

Τι μας δίνει τελικά ο Όμηρος μέσα από τα Έπη του; Είναι ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος ενός λαού γεμάτου μύθους και θρύλους τους οποίους πλέκει με τέχνη, υποτάσσοντας κάθε τομέα δράσης στις αρχές της λογικής. Η υπεροχή του Ομήρου έναντι πάντων έγκειται στον τρόπο που δούλεψε με φρεσκάδα το υλικό που κληρονόμησε από τους προκατόχους του καθώς και στις τροποποιήσεις και επινοήσεις που εισήγαγε στην συρραφή των μύθων.

Ουσιαστικά η Οδύσσεια και η Ιλιάδα δεν παύει να είναι το ομορφότερο παράδειγμα ταξιδιού που αιώνες τώρα μας οδηγεί  στα πιο μαγικά μέρη του μυαλού και της ψυχής μας, διότι ο Όμηρος είναι η θεία φαντασία με την υψηλότερη έννοια του όρου, ο φιλοσοφικός Αιθήρ και πεμπτουσία του Ελληνικού Πνεύματος, ο πολυμορφικός Πρωτέας, ο Αίολος της αρχαίας Σοφίας που συγκέντρωσε σε μιαν ενιαία θεώρηση όλους τους φιλοσόφους, τους επιστήμονες, τους πολίτες και με το κηρύκειο του λόγου του οδήγησε την ελληνική και διεθνή σκέψη προς υψηλούς τόπους και με τον θεϊκό σπόρο της διδασκαλίας του γονιμοποίησε το ανθρώπινο πνεύμα, βάζοντας τα θεμέλια και ευνοώντας την πρόοδο όλων των τεχνών και των επιστημών, από την πολιτική, τη ρητορική τέχνη, την ιστοριογραφία και τη γεωγραφία ως τη φιλοσοφία και την υψηλή ποίηση, μεταφέροντας τις αξίες της Ομηρικής κοινωνίας παντού και θεμελιώνοντας τα σπουδαία αγαθά του πολιτισμένου βίου όπως δήλωσε ο Osborn (2000) παγκόσμια και διαχρονικά, αναδεικνύοντας τα έπη σε «Βίβλο» του Ανθρώπου.

{Σημείωση. Το κείμενο είναι η ομιλία που μου ζητήθηκε στα πλαίσια του 2ου Φεστιβάλ Γαστρονομίας Χίου <Ομηρικά Συμπόσια> 3-4 Σεπτεμβρίου 2021 αλλά επειδή δεν μπόρεσα να παρευρεθώ τυπώθηκε και διανεμήθηκε στο κοινό σε πολυτελή φυλλάδια}.

Αναστασία Κατσικογιάννη – Μπάστα.

Συγγραφέας-Ποιήτρια.

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.