Του Παύλου Καλογεράκη
Διευθυντή Εκπαίδευσης ε.τ.
Περπατώντας στο λιμάνι της Χίου μας κατά τις καλοκαιρινές απογευματινές βόλτες, σκέπτομαι πόσο άλλαξε η όψη του, αλλά και οι ανθρώπινες συνήθειες σε τούτη την περιοχή της πόλης μας! Το λιμάνι μας, πάντα ζωντανό, κυρίως από το Πάσχα και μετά, αποτελεί, ακόμα και σήμερα, το καλύτερο μέρος της πόλης για απογευματινές φιλικές συναντήσεις, κοινωνικές συναναστροφές, ξεκούραση και ανανέωση. Συμβάλλει πολύ και ο γεωγραφικός του προσανατολισμός, που με τον υπέροχο ήλιο να πηγαίνει προς τη δύση, μετά τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες, παίρνει μια όψη θελκτική και, εάν βοηθά ένα ήπιο βορινό αεράκι, συνθέτει μια εικόνα ψυχικής ευφορίας.
Πριν πολλά χρόνια, την δεκαετία του ΄60, μικρά παιδιά τότε, θυμάμαι ότι κατεβαίναμε από νωρίς τα απογεύματα της Κυριακής, αλλά και σε ιδιαίτερες γιορτινές μέρες, στην προκυμαία – όπως την λέγαμε – για να «πιάσουμε τραπεζάκι», αφού οι μεγαλύτεροι της οικογένειας θα ερχόταν αργότερα. Tο «αγώνισμα» αυτό ήταν αναγκαίο γιατί ο κόσμος ήταν πολύς και τα τραπεζάκια λίγα! Είχαμε και την σχετική εντολή: «Να καθίσεις στου Μισκή ή στου Θωμάδη ή στο «Κοσμικόν» ή στου Νικολαδού ή στου Γαΐλα ή ….». Μπορεί αυτό νάταν η συμφωνία της οικογενειακής παρέας μας από την προηγούμενη Κυριακή! Έτσι γινόταν τότε οι συνεννοήσεις!!! Τα μαγαζιά, που την εποχή εκείνη τα λέγαμε καφενεία και όχι καφετέριες, και τα ξεχωρίζαμε με το όνομα του ιδιοκτήτη και όχι όπως σήμερα με τα ξενόφερτα ονόματα, είχαν τα κλασσικά σιδερένια τραπεζάκια, συνήθως στρογγυλά. Τα τραπεζάκια ήταν μπροστά στα κτήριά τους αλλά και απέναντι, δίπλα στη θάλασσα, στην αποβάθρα, εκεί που σήμερα είναι ο διάδρομος περιπάτου με μπαβέδες. Η βόλτα, το πήγαιν- έλα του κόσμου, γινόταν στη μέση του δρόμου. Αριστερά και δεξιά τα τραπεζάκια με τους θαμώνες τους να παρακολουθούν ως θεατές τους περαστικούς. Μη ρωτήσετε για τα αυτοκίνητα, γιατί απλούστατα δεν υπήρχαν!!!
Θυμάμαι, ότι τα καταστήματα της προκυμαίας δεν ήταν όλα καφενεία. Κάθε άλλο μάλιστα!! Είχε από Τράπεζες μέχρι χώρους οικοδομικών υλικών!!. Η Εμπορική Τράπεζα (την θυμόμαστε μέχρι πρόσφατα) και η Ιονική (αργότερα γραφεία Ολυμπιακής, στην σημερινή «άελλα»), το μεγάλο εμπορικό ετοίμων ενδυμάτων και υφασμάτων του Συμιακάκη (στην γωνία του καταστήματος γλυκών Σαραντή), το εμπορικό αντιπροσωπειών Μαστροπέτρου, τον κινηματογράφο Αστέρα (χειμερινό – θερινό στο πρώην flocafe ) και δίπλα το ξυλεμπορικό (Μπουγδάνου). Είχε γραφεία της ΔΕΗ και του ΙΚΑ, είχε τα τηλεφωνεία του ΟΤΕ, κουρείο, εστιατόρια, ναυτιλιακά γραφεία, γραφεία εκτελωνισμού και διάφορα άλλα. Ένα πλήρες, παραθαλάσσιο, νησιωτικό εμπορικό κέντρο!!
Κυρίαρχο γεγονός στη ζωή του λιμανιού και για τις Κυριακές ήταν η άφιξη και η αναχώρηση του πλοίου της γραμμής. Τότε, εάν είχαμε να ξεπροβοδήσουμε κάποιον συγγενή ή φίλο της οικογένειας, θυμάμαι ότι, είχε την «τιμητική του» το καφενείο του Χέλιου με τις πορτοκαλάδες, τις λεμονάδες, τα «υποβρύχια» και τα όλα γλυκά του κουταλιού!! Ουσιαστικά, νομίζω, ότι για μένα, σ΄ εκείνη την ηλικία, το καφενείο του Χέλιου ήταν η αρχή του λιμανιού, που τέλειωνε στα τηλεφωνεία του ΟΤΕ στο νότιο άκρο της ίδιας δυτικής πλευράς του!!! Αργότερα μεγαλώσαμε και…«ξεπορτίσαμε». Το πλοίο έδενε «με την μπάντα», και όχι ακριβώς στην γωνιά του λιμανιού όπως τώρα. Κατέβαζε την ξύλινη σκάλα (!) και άρχιζε η πολύβουη διαδικασία επιβίβασης. Οι αχθοφόροι για τις αποσκευές και τις βαλίτσες, βίτζια, φωρτοεκφορτώσεις, οι πωλητές χιώτικων γλυκών να διαλαλούν την πραμάτια τους, αποχαιρετισμοί, φιλιά, δάκρυα και μαντήλια στον αέρα!! Όταν μπήκε στη γραμμή το «Άδωνις» πολλά άλλαξαν!!
Η πάστα αμυγδάλου και η πάστα σοκολατίνα ήταν το παιδικό, αναμενόμενο εβδομαδιαίο υπέροχο βραβείο εκείνης της εποχής. Εάν μάλιστα συνοδευόταν και από το «κασάτο» λεγόμενο παγωτό, που έμοιαζε με το ένα τέταρτο της υδρογείου σφαίρας, τότε ήταν σαν ένα εισιτήριο για τον έβδομο ουρανό της….γεύσης!! Ήταν τέτοια η ένταση της χαράς και της ευφροσύνης που, δεν είναι υπερβολή να πω, πως μέχρι σήμερα με συνοδεύει στον ουρανίσκο εκείνη η γλυκιά αίσθηση! Οι μεγάλοι, βέβαια, εάν είχαμε καθίσει και στο ανάλογο καφενείο, προτιμούσαν το ουζάκι με μεζέ χταποδάκι και τα λοιπά συνοδευτικά. Θυμάμαι τα γκαρσόνια – έτσι τα λέγαμε- πάντα με άσπρη μακριά ποδιά, με τους τσίγκινους στρογγυλούς δίσκους, να τους κρατούν ψηλά πάνω από τα κεφάλια των περιπατητών και των πελατών, να μοιράζουν, ποτήρια νερό και γλυκά, σαν ταχυδακτυλουργοί.
Το πάνω-κάτω στην προκυμαία, σε δυο ρεύματα ανθρώπινης κυκλοφορίας, γινόταν τριάντα, σαράντα μπορεί και πενήντα φορές. Είναι βέβαιο ότι στο τέλος πονούσαν τα πόδια!!. Αλλά για όλους ήταν η ώρα της εβδομαδιαίας εκτόνωσης!! Κυρίως για τους μεγάλους, νομίζω. Δυο αντίρροπα ανθρώπινα ποτάμια με συζητήσεις, χαιρετούρες, γνωριμίες, αγκαλιάσματα και χαμόγελα. Κουβέντα για τα τοπικά νέα και τα γεγονότα της εβδομάδας. Όχι όπως τώρα που ο καθένας βυθίζεται στο κινητό του!! Ήταν η ημέρα που οι περισσότεροι φορούσαν και «τα καλά τους». Δεν κατέβαιναν στην προκυμαία όπως – όπως!! Ένα παραπάνω που για τη νεολαία η βόλτα στην προκυμαία είχε και τον ρόλο του «νυφοπάζαρου»!! Ήταν η ευκαιρία!! Γιατί να το κρύψουνε άλλωστε!!
«Κρύο –κρύο μυγδαλάκι», γιασεμιά βαλμένα σε πευκοβελόνες αλλά και τσίκουδα σε ένα καλαμένιο καλαθάκι καλυμμένο με ένα κάτασπρο πανί, διαφήμιζαν και πουλούσαν νέοι μικροπωλητές, κυρίως από τα Καμπόχωρα. Έβγαζαν το χαρτζιλίκι τους αλλά και μία μικρή υποστήριξη για τις σπουδές τους. Παγωτό χωνάκι, σε τρεις γεύσεις, ήταν το νιόφερτο καλοκαιρινό γλυκό, από έναν πλανόδιο παγωτατζή, για τους περιπατητές, που είχε συνήθως το στέκι του στο «στενό» των δικαστηρίων. Λαχειοπώλες για το «Λαϊκό», που κλήρωνε Δευτέρα, συμπλήρωναν το ηχητικό μέρος της πολύβουης καλοκαιρινής χιώτικης παρέας του λιμανιού.
Η «κάθοδος» στην προκυμαία ήταν και μία ευκαιρία για ένα αναγκαίο επείγον υπεραστικό(!!) τηλεφώνημα στους εκτός Χίου συγγενείς. Τα τηλέφωνα στα σπίτια λίγα και το υπεραστικό τηλεφώνημα είχε τότε μια διαδικασία. Στα τηλεφωνεία του ΟΤΕ, ουρά να περιμένεις μέχρι να σε φωνάξουν ότι βρήκαν – επί τέλους – τηλεφωνική γραμμή ανταπόκρισης!! Για άλλους, όσοι μπορούσαν να μείνουν μέχρι αργά, ήταν μια ευκαιρία για μια ταινία στον θερινό κινηματογράφο. Ουρά βέβαια και εκεί, ιδίως εάν έπαιζε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Εάν έπαιζε μάλιστα το «παιδί του λαού», ο Νίκος Ξανθόπουλος, ιδρώτας από την ουρά και τη ζέστη για να μπεις στον κινηματογράφο, δάκρυα στα μάτια βγαίνοντας!!
Η προκυμαία, βέβαια, είχε και τις άλλες πλευρές της: Η βορινή, η «φτωχειά προκυμαία», μαζί με την ΒΔ γωνιά της, που τώρα δένει το πλοίο, με αποθήκες, εμπορικά και ουζάδικα και η νοτινή, πιο πολύ με κατοικίες. Αλλά αυτές ήταν εκτός του βεληνεκούς της παιδικής μου ηλικίας και χωρίς ενθυμήματα από τα τότε χρόνια. Εκείνο που θυμάμαι καλά είναι ότι μόλις έφευγε το πλοίο και ήταν και η ώρα των τελευταίων δρομολογίων του ΚΤΕΛ, το λιμάνι μισοάδειαζε, τα φώτα, – που έτσι κι΄ αλλιώς ήταν λίγα- λιγόστευαν και ο κόσμος, μαζί και η οικογένειά μου, παίρναμε το δρόμο για το σπίτι.
Είναι βέβαιο, σκέπτομαι τώρα, ότι εκείνα τα δύσκολα, για τους πιο πολλούς, χρόνια, μια βόλτα στο λιμάνι αποτελούσε την ευκαιρία για μια ξεκούραση σώματος και ψυχής από τα καθημερινά βάσανα και τις δυσκολίες, μια δυνατότητα κοινωνικών συναναστροφών, μετά την εβδομαδιαία αναγκαστική εργασιακή απομόνωση, αλλά και για εμάς τα παιδιά μια – πως και πως – αναμενόμενη ευκαιρία χαράς να βγούμε έξω από τα συνηθισμένα της γειτονιάς και να δούμε έναν ευρύτερο ορίζοντα της χιώτικης κοινωνίας.
Καλό – υπόλοιπο – Καλοκαίρι σε όλους!