Και ξαφνικά, όχι καταιγίδα που λέει ο Αντύπας, αλλά Olympus Mythical Trail 110 χλμ., 7200μ. υψομετρικά.
Ετσι από το πουθενά, και λόγω των εκλογών που είχαν προκύψει και δεν μπορούσα να πάω στον αγώνα που είχα προγραμματίσει εκείνη την ημερομηνία λόγω εργασίας, και ενώ είχα κλείσει εισιτήρια, ξενοδοχεία κτλ.
Στην αναζήτησή μου στο διαδίκτυο βλέπω ότι μια εβδομάδα μετά έχει στον μυθικό Ολυμπο τον Μythical. Παίρνω τηλέφωνο τον Μπάμπη (Ιατρουδέλλη) που έχει μια μεγάλη εμπειρία από αγώνες βουνού και τον ρωτάω τι εστί αυτός ο αγώνας. Ωραίος αγώνας μου λέει, αλλά δύσκολος.
Με χαροποίησε αυτό που άκουσα και χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκα στην εφαρμογή και έκανα αίτηση για συμμετοχή. Μετά από μερικές ώρες ήρθε και η θετική απάντηση και χάρηκα πάρα πολύ γιατί ήταν ένας αγώνας του Ρήγου και ξέρω με αυτά που έχω συναντήσει στους Ρογκάδες που έχω πάει, ότι αυτός ο γητευτής τον βουνών θα έχει φτιάξει κάτι πολύ δύσκολο, για αυτό θα γουστάρουμε. Και σίγουρα θα περάσουμε μια τρελή περιπέτεια.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα πολύ χρόνο να προετοιμαστώ για τον αγώνα, ούτε μήνα σχεδόν, αλλά σκεφτόμενος όλα αυτά, μου έφυγε το άγχος, διότι και να μην τον καταφέρω, εγώ προετοιμαζόμουν για άλλον αγώνα, μικρότερο. Και όλα καλά, όσο πάω είπα, θα το διασκεδάσω και θα το γλεντήσω ρε παιδάκι μου. Γενικά είμαι άπειρος από ultra αγώνες, δεν είχα τολμήσει ποτέ να ξανακάνω έναν ανάλογο αγώνα. Είχα τρέξει άλλους αγώνες βουνού, όπως το Olympus Marathon, το Chios Hardstone Trail και τους Ρογκάδες.
Ετσι, πέρασαν οι ημέρες και φτάσαμε τρεις μέρες πριν από τον αγώνα, όπου πηγαίνοντας στο Λιτόχωρο και βλέποντας τον Ολυμπο, μου ξύπνησαν όλες αυτές οι ωραίες στιγμές που έχω περάσει εδώ με την παρέα μου.
Αλλά αυτήν τη στιγμή βρίσκομαι μόνος μου παραμονές του αγώνα και δεν έχω μπει σε κλίμα αγώνα. Την επόμενη μέρα θα παίρναμε τους αριθμούς. Την ώρα της παραλαβής, να και η Ασημίνα. Της λέω, ο πρώτος μου αγώνας ultra είναι, μου λέει μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά.
Πάμε την ημέρα του αγώνα και καμιά ώρα πριν από την εκκίνηση βλέπω και τον άλλο Χιώτη που θα ήταν στον αγώνα, τον Μάρκο (Βενέτο). Εκεί είναι που κολλάει αυτό το ‘σαν τους Χιώτες δυο δυο’.
Ανταλλάσσουμε ευχές, βγάζουμε τις απαραίτητες φωτό και μπαίνουμε στη γραμμή εκκίνησης. Ακριβώς 12 η ώρα τα μεσάνυχτα αρχίζει το γλέντι. Μπαίνουμε στο μονοπάτι και σχηματίζεται μία τεράστια ουρά από φακούς. Αρχίζω και ανεβαίνω το μονοπάτι. Διακρίνω λίγο παραπάνω τον Μάρκο. Ανοίγω λίγο βήμα και τον φτάνω. Βλέπω ότι πάνω κάτω πάμε μαζί, στον ίδιο ρυθμό. Του λέω την τακτική που θα ακολουθήσω: φαγητό και πολύ καλή ενυδάτωση στους σταθμούς ανεφοδιασμού. Ανεβαίνουμε, και να ο πρώτος σταθμός ανεφοδιασμού.
Πέφτω με τα μούτρα πάνω, ζαμπόν, τυριά, πατατάκια, σοκολάτα, καρπούζι, νερό και κοκακόλα. Τρώγε λέω από μέσα μου, ό,τι και να γίνει τουλάχιστον να πάω χορτάτος. Ξεκινάμε ξανά, ανεβαίνουμε, ανεβαίνουμε, και μετά από αρκετές ώρες ανάβαση, αρχίζει να ξημερώνει.
Και νομίζω ότι ζω ένα παραμύθι με αυτά που βλέπω γύρω μου. Ρε Μάρκο τι ζούμε. Μετά από λίγο φτάνουμε στον σταθμό Καταφύγιο και μόλις μπαίνουμε μέσα βλέπουμε τον Δημήτρη Θεοδωρακάκο. Ναι, αυτός ο τεράστιος αθλητής, να μας προσφέρει τις υπηρεσίες του και να μας φροντίζει. Καθίστε, μας λέει, και γεμίζει τα πιάτα μας με φαγητό. Τίποτα δεν είναι τυχαίο τελικά και εκτός από μεγάλος αθλητής είναι και ένας άνθρωπος που αγαπάει τον αθλητισμό και παραδειγματίζει όλους εμάς. Και αποκτάς και εσύ σωστή αντίληψη του αθλητισμού, η οποία είναι η προσφορά στον συνάνθρωπό μας και γενικά στην κοινωνία. Απλά υποκλίνομαι…
Συνεχίζουμε το μαγικό μας ταξίδι και μετά από λίγο ακούω να μιλάνε δυο δρομείς ‘τελείωσαν οι ανηφόρες για σήμερα’. Εντωμεταξύ, εγώ γενικά όταν πηγαίνω σε αγώνες δεν διαβάζω τη διαδρομή: ούτε πού έχει ανηφόρα ούτε πού έχει κατηφόρα. Οπου έχει ανηφόρα λέω, έχει και κατηφόρα, και έτσι συνεχίζω. Θέλω να συμπληρώσω ότι πέρσι στον Olympus Marathon φοβήθηκα στις κατηφόρες. Και ήμουν και χωρίς μπατόν. Και κατέβηκα κάποιες στιγμές τον Ολυμπο με τον κώλο. Φέτος, με τα baton στα χέρια, στην κατηφόρα να τα δοκιμάζω και να τρέχω.
Ο Μάρκος είχε μία ενόχληση στο πόδι και λίγο πριν μου είπε πέρνα μπροστά και θα έρθω όταν νιώσω καλύτερα. Δεν περνάει κάνα εικοσάλεπτο και με προσπερνάει σφαίρα, ρε τι έγινε, του λέω. Κάποιος του είπε ότι θα εγκαταλείψει και εκείνος όταν το άκουσε αυτό πείσμωσε και ξέχασε και τους πόνους και όλα και τρέχαμε σαν τους λωλούς που λέμε και στη Χίο.
Κάποια στιγμή τον έχασα από κοντά μου, είχε φύγει μακριά και λίγο πριν φτάσουμε στον σταθμό ανεφοδιασμού Κάρυα, τον έφτασα. Και έτσι μπαίνουμε μέσα στο χωριό και μας υποδέχονται στον σταθμό ανεφοδιασμού. Είχαμε αφήσει και μία τσάντα για να αλλάξουμε ρούχα. Πιάσαμε το φαγητό, έτρωγα, έτρωγα, έτρωγα και όλα πήγαιναν αμάσητα κάτω. Και νερό, πολύ νερό και κοκακόλα, πολύ κοκακόλα. Καθίσαμε κάνα 25λεπτο. Και σηκωνόμαστε ξανά, γεμάτοι ενέργεια να συνεχίσουμε αυτό το υπέροχο ταξίδι μας, περνώντας από εκείνο το χωριό.
Λίγο πριν μπούμε στο μονοπάτι, μας φωνάζει ένας από μια ταβέρνα, «ελάτε να σας κεράσω, να πιούμε». Το σκέφτομαι να κάτσω, αλλά δεν το κάνω. Την επόμενη φορά όμως θα το κάνω. Τον ευχαριστούμε και συνεχίζουμε. Λίγο πριν από το 75ο χτυπάει το τηλέφωνο, ο φίλος μας ο Θανάσης, που κάθε φορά που πηγαίνουμε στο Λιτόχωρο μας βοηθάει με τις συμβουλές του. Και είναι ένας πάρα πολύ καλός αθλητής που γνωρίζει πάρα πολλά για τα βουνά του Ολύμπου.
Μου λέει πού βρίσκεστε, του λέω τώρα φτάνουμε στον Αγιάννη, μου λέει έρχομαι. Φτάνουμε στον σταθμό και φτάνει και εκείνος. «Καθίστε να ξεκουραστείτε» και μας ετοιμάζει φαγητό μακαρόνια με τυρόπιτα, γεμιστά με σοκολάτα, και πάνω από τα γεμιστά ένα καταΐφι. Δεν έχω ξαναφάει τέτοιους συνδυασμούς αλλά το απολάμβανα.
Βγάζουμε τις απαραίτητες φωτό και ξεκινάμε τώρα την ανάβασή μας. Αρχίζει σιγά-σιγά να σκοτεινιάζει. Και κάποια στιγμή έφυγε μπροστά ο Μάρκος γιατί έμεινα πίσω να φάω μια σοκολάτα. Και κάποια στιγμή μένω μόνος μου μες στο σκοτάδι και εκεί μου κάνει και ο φακός νερά.
Αρχίζει και αναβοσβήνει και σβήνει. Λέω τώρα θα πλακώσουν και οι λύκοι και θα κάνουν party μύθικαλ. Ευτυχώς το φως επανήλθε γρήγορα και οι σκέψεις μου μπήκαν στη λογική σειρά.
Μετά από λίγο συναντάμε δύο παιδιά που είχαμε ξαναβρεθεί αρκετές ώρες πριν. Περνάμε την πρώτη γέφυρα, άλλες οκτώ μου λένε είναι να περάσουμε. Ηταν απίστευτα όμορφα, σαν να ζούσα σκηνές από ταινία θρίλερ. Μετά από λίγο συναντάμε τον Μάρκο και μία κοπέλα και γινόμαστε μία παρέα 5 ατόμων σε αυτά τα δύσκολα μονοπάτια, που όσο να ‘ναι, όταν δεν τα γνωρίζεις όπως εγώ, σου κάνει καλό να είσαι με κάποιους άλλους.
Φτάνουμε στα Πριόνια και κάνουμε τον εφοδιασμό: πολύ νερό και φαγητό και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε την ανηφορίτσα. Κάποιες στιγμές νύσταζα και ήθελα να κοιμηθώ ακουμπώντας τα baton. Αρχίζει σιγά-σιγά να ξημερώνει και εδώ και καμιά ώρα ήθελα νερό. Φτάνουμε στην Πέτρο στρούγκα, ανεφοδιασμός νερό και σοκολάτα, δεν πήγαινε τίποτα άλλο κάτω.
Μας λένε μένουν 12 χλμ. κατηφορικά, αλλά τεχνικά. Τα πόδια μου πλέον δεν με ακούν καθόλου. Ο Μάρκος που πονούσε πλέον, πατούσε καλύτερα. Του λέω φύγε να τερματίσεις, μου λέει μαζί θα τερματίσουμε, του λέω φύγε. Μετά από κάνα δεκάλεπτο μέσα στο δάσος δεν ήξερα πού να πάω και αρχίζω και φωνάζω Μάρκο Μάρκο για να ακούσω και να προσανατολιστώ και συνέχισα. Eλα όμως που εγώ ακούω τον αντίλαλο της φωνής του. Και εγώ πήγα από το σωστό μονοπάτι και αυτός από το λάθος.
Προχωρούσα στο μονοπάτι, που ξέχασα να σας πω ότι ήταν γεμάτο ρίζες, πασσάλους, πολύ δύσκολη κατάβαση, από τις δυσκολότερες που έχω κάνει. Προχωρούσα στο μονοπάτι και όποιον έβλεπα και ανέβαινε τον ρωτούσα το Λιτόχωρο είναι μακριά και έτσι συνεχίστηκε όλο αυτό.
Φτάνουμε σχεδόν 3 χλμ. πριν από τον τερματισμό και βλέπω μες στο μονοπάτι την Ασημίνα. Ελα μου λέει, πού είναι και ο άλλος. Ο Μάρκος, της λέω, έχει τερματίσει. Μα δεν έχει περάσει, μου λέει, από εδώ. Αποκλείεται, της λέω. Προχώρα, μου λέει, μην σταματάς. Μετά από 5 λεπτά να σου και ο Μάρκος. Ο καημένος πήγε από το λάθος μονοπάτι, ξαναγύρισε πίσω και ξαναέκανε τη διαδρομή. Του λέω φύγε να τερματίσεις τα λέμε μετά, όχι μου λέει μαζί θα τερματίσουμε, θα σε περιμένω κάτω. Βλέπω το ρολόι και λέω ‘τα έδωσες όλα και τι έγινε αν δεν τερματίσεις μέσα στον χρόνο’.
Είμαι γεμάτος από όλο αυτό που έζησα και πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου να μία τουρίστρια που ανεβαίνει και αρχίζει να με ρωτάει πού βγάζει αυτό το μονοπάτι. Και πριν προλάβω να απαντήσω, ακούω φωνές πίσω μου «τι κάνεις, πιάνεις την κουβεντούλα;». Εφυγε η τουρίστρια, η καημένη τρόμαξε.
Ηταν η Ασημίνα που με τις φωνές της προσπάθησε να με ξυπνήσει, και τρέχει μπρος η Ασημίνα και εγώ να προσπαθώ να τρέξω. Μετά από λίγο γλιστράει και πέφτει κάτω με δύναμη. Σηκώνεται πάνω, σκουπίζεται και λέει πάμε, μια χαρά είμαι. Και λέω από μέσα μου «ρε ξεφτίλα, για μερικούς πόνους κάνεις έτσι, εδώ το κοριτσάκι έπεσε και σηκώθηκε, ρε ξύπνα».
Αυτό ήταν, μετά από αυτό δεν καταλάβαινα τίποτα. Μετά από λίγο μπαίνουμε στην τελική ευθεία. Μετά από τόσα χιλιόμετρα έκανα τέτοιο σπριντ που δεν είχα ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου και λίγο πριν τη λήξη του χρόνου τερματίζω. Ηταν εκεί και ο Μάρκος και με περίμενε. Οπως και όλα τα παιδιά που είχαν μαζευτεί εκεί για τις απονομές, ξεσπάνε σε χειροκροτήματα. Εγώ μένω σαστισμένος, μην μπορώντας να καταλάβω τι έχει συμβεί.
Αυτό το ταξίδι το 34ωρο δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Σας ευχαριστώ από καρδιάς όλους όσους έκαναν αυτό τον υπέροχο αγώνα. Ευχαριστώ τους εθελοντές, τους διοργανωτές. Την Ασημίνα, τον Θανάση, τον Μάρκο, την οικογένειά μου που με ακολουθεί πάντα. Τα παιδιά από τη Χίο που περνάμε υπέροχες προπονητικές στιγμές για να βγει όλο αυτό.
Ε ρε τι ζήσαμε πάλι!
Πηγή: irunmag.gr