ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΗ ΔΙΛΜΠΟΗ
Ζήσαμε ωραία τιμητική εκδήλωση στον Άγιο Γεώργιο Συκούση, για τον ονομαστό Παντελή Μαυρογιώργη, με αφορμή το τυπωμένο ογκόδες έργο του «Λεξικό Ερμηνευτικό και Ετοιμολογικό» ΑΓΙΩΡΓΟΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΧΙΑΚΑ με δαπάνη ( χιακά , ξάφνιασμα ) του συμπολίτη μας Σταμάτη Ι. Στρόβιλα.
Ήρθαν στην μνήμη και στην καρδιά μερικά γεγονότα της ζωής του, που συνέζησα ως συνάδελφος Καθηγητής, τα οποία φανερώνουν αινετικά το ήθος και το δυνατό της ψυχής του.
Εμπειρία μου εκπαιδευτική. Την πνευματική υπόσταση ενός Σχολείου δεν την εκπροσωπεί η Διεύθυνση, που συχνά δοτή απ’ το πουθενά και έρχεται και φεύγει, αφήνοντας συνήθως έπαρση και ανοησία, αλλά ένας Καθηγητής, μακάρι δύο. Στο Γυμνάσιο θηλέων Χίου μορφή και στήριγμα στην συχνά αλλαγή Διευθυντών την πρόσφερνε ο Παντελής Μαυρογιώργης.
Ήρεμος, σοβαρός και πάντα στοχαστικός με τον μέγα κόσμο της αρχαίας σοφίας φίλος και συνομιλητής. Ακουστή η αξία του και είχα την ευδοκία να συνεργαστώ μαζί του δέκα χρόνια, αντλώντας πολλά για την διδακτική θητεία μου. Ιδιαιτερότατος, χωρίς να κρατά αποστάσεις, όμως προσμετρούσε τον έσω πλούτο και την άξια προσφορά. Χαμογελούσε σπάνια, αλλά όταν συνέβαινε το χιώτικο μέσα του έλαμπε, μαζί με την φράση «πάμε παρακάτω», όταν η συζήτηση στις συνεδριάσεις λάσπωνε. Μια φορά τον είδα να χαμογελά πλούσια, στην πρώτη μέρα της χρονιάς. «Σήμερα, Γιώργη, χάρηκα πολύ. Ήρθαν η Γιαγιά, η Μάνα και η Εγγονή στο Σχολείο να με δούν, όλες μαθήτριες». Η συγκίνηση στο σοβαρό του πρόσωπο ολοφάνερη.
***
Συζητώντας μια μέρα, σε κοινή ώρα διαλείματος μαθημάτων, για την ουσία του Εκπαιδευτικού Λειτουργήματος, η συζήτηση για την επάρκεια των καθηγητών κάθε μαθήματος, τούτο απαραίτητο και ουσιώδες. Είπα τα δικά μου και πως, παράξενο για την σεμνότητα του, μου είπε απλά,
— Στην Λατινική γλώσσα και Λογοτεχνία, δεν υπάρχει θέμα ή ερώτημα αναπάντητο. Η γνώση μου άρτια. Για την Αρχαία Ελληνική γλώσσα και Λογοτεχνία, παρά την απεραντοσύνη της η επάρκεια μεγάλη. Αλλά για την Λατινική κανένα πρόβλημα.
Χωριατόπουλο και δασκαλοπαίδι στον ψηλά Άγιο Γιώργη, να μιλά με τα βότανα, τις τσικουδιές, τις ελιές και τα βάτα κι όσο να πείς τα αστέρια πιο κοντά στα μάτια και δίπλα η πανάκριβη βυζαντινή ομορφιά του λαβωμένου Άγιου Γιώργη και της ξεχασμένης Παναγιάς Κρίνα…
Η όλη σοφία που απέκτησε απ’τα αρχαία γράμματα, όχι μόνο δεν αλοίωσαν, αλλά κραταίωσαν την πίστη και την αγάπη του στην χιλιόχρονη βυζαντινή λάμψη. Αποδεκτή η ρήση του Απόστολου Παύλου στον πρόλογο του βιβλίου. «Εί τις δοκεί ειδέναι τι, ουδέπω ουδέν έγνωκε καθώς δεί γνώναι», που έθεσε ο Μανώλης Π. Μαυρογιώργης.
Παρέα με τον άλλο σπουδαίο φιλόλογο Καθηγητή Ηλία Μανδία, που συνυπηρετούσαν, πήγαιναν στα πανηγύρια των Ναών και πάντα ευδαίμονες, αγόραζαν το δυό λογιών παστέλι.
***
Μια άλλη φορά τον ρώτησα.
— Παντελή, με τόσο θησαύρισμα, πως και δεν το πρόσφερες με δημοσιεύματα, παρα μόνον στις «τυχερές» μαθήτριες σου;
Συνοφρυόθηκε. Δάγκασε ελαφρά τα χείλη.
— Εσύ Γιώργη άρχισες νωρίς και αν σε λίγα αστοχήσεις καμμιά λύπη. Εγώ τώρα δεν μου επιτρέπονται πειραματισμοί.
***
Μέλη του Φιλοτεχνικόυ Ομίλου Χίου. Πρώτος ο Κώστας Χαλλιορής, ο πιο σπουδαίος Πρόεδρος που τίμησε την θέση του. Ανοικτός για κάθε σπουδαία εκδήλωση, μαζί με τις εβδομαδιαίες Ομιλίες στην Δημαρχιακή Αίθουσα.
Άρχισαν οι Λογοτεχνικοί Διαγωνισμοί. Τότε πρότεινα στο Συμβούλιο: ο πρώτος Διαγωνισμός που θα τυπωθεί σε βιβλίο και θα περιλαμβάνει τα βραβευμένα κείμενα, ο προλογισμός να γίνει απο τον Παντελή Μαυρογιώργη. Ακούστηκε ένα όχι και δυνατό. Αλλά το δικό μας ναί πιο δυνατό, τον ανάγκασαν στην υπακοή. Ας πώ τι του είπα κατ΄ιδίαν. «Μόνον αν είναι αδύναμα, φτηνά, αρνήσου». Το κείμενο του εκείνο, ίσως είναι το πρώτο του δημοσίευμα.
***
Τι γίνεται μ’ αυτήν τήν Χίο; Η Χίος έχει έναν δικό της Ιανό. (Ιανός, ρωμαίος Θεός με δύο πρόσωπα στο ίδιο κεφάλι μπρος – πίσω, ειρηνής – πολέμου). Η Χίος έχει τον διπρόσωπο Ερμή: τον Κερδώο και τον Λόγιο. Για τον Κερδώο κουβέντα δεν λέω, ζεί και θεριεύει. Για τον Λόγιο, λόγια και άλλα λόγια και μην μας σκοτίζεται, όταν μάλιστα πρόκειται για την δεκάρα μας.
Μετά τον θάνατο του Φώτη Αγγουλέ η διάθεση δυοδιάθετη. Για τους Συντρόφους αυτός και μόνος και τέλος. Για την άλλη μερίδα των Λογολογούντων… αυτοί απέβλεπαν σε Κοραήδες μόνον.
Τότε κάθε βδομάδα δημοσιευόταν «οι Χιώτικες Πνευματικές Δημιουργίες» στον ΧΙΑΚΟ ΛΑΟ, με κείμενα νέων ανθρώπων κ.α. Έλαβα ανώνυμα γράμματα, να με κατηγορούν, πως έσπρωξα ανθρώπους να νομίζουν, πως ξέρουν να γράφουν. Βαβούρα και η διάθεση του Παντελή να με προφυλάξει. «Δεν νομίζεις πως είναι υπερβολικά αυτά που γίνονται». «Παντελή, για την ηλικία απο Δεκαπέντε έως Εικοσιπέντε, βλέπεις να γίνεται κάτι σ’αυτον τον τόπο;» Σοβαρεύτηκε, κοιταχτήκαμε νοώντας και είπε «Όχι, και να ξέρεις πως συμφονώ κι είμαι συνεργός και θα τα ψάλλω σ’όσους κουσκουσοβρωμίζουν».
Ο λόγος του ως έργο έγινε, όταν έφερα στον ΦΟΧ ποιήματα δημοσιευμένα και αδημοσίευτα του Αντώνη Λάρδα, με πρόταση ο ΦΟΧ να τα εκδόσει σε βιβλίο. Μαζί με το ξάφνιασμα και τις αντιδράσεις για κόστος και πως βγάζομε τα μυαλά των νεαρών έξω απο την σκούφια. Η λύση απο τον Μαυρογιώργη. «Ας είναι νεαρός. Η πρόταση δεν απορρίπτεται. Θα διαβάσομε τα ποιήματα και αν’αξίζουν, γιατί όχι. Επειδή δεν είναι εύκολο να διαβαστούν εδώ, να ορισθεί μια επιτροπή».
Ορίστηκε ο πρόεδρος Κώστας Χαλλιορής, ο Παντελής Μαυρογιώργης και η αφεντιά μου. Στο σπίτι του Προέδρου με περιποιήσεις της κυρίας Αντωνίας, διαβάστηκαν και κρίθηκαν πρός έκδοση. Κυκλοφόρησαν οι «Μακρινοί Ορίζοντες» σε χίλια αντίτυπα και σε είκοσι μέρες εξαντλήθηκαν. Μαθητής ο ποητής και στον μαθητόκοσμο ίνδαλμα. Ήταν πρωτόθωρο και πρωτόδωρο γεγονός για την Χίο.
Ακολούθησε δεύτερο βιβλίο το «Βασιλειόνικο» του Κώστα Αμπανούδη. Ο πρόεδρος Κώστας Χαλλιορής και ο Παντελής Μαυρογιώργης κρατούσαν ανοιχτές τις πόρτες.
***
Γυμνασιάρχης στην Καλλιμασιά μετά την Βολισσό, με εντολή όχι χιακής πικρής πάντοτε ασχετοσύνης, αλλά απο την Επιθεώρηση Μυτιλήνης. Στόν δεύτερο χρόνο της Γυμνασιαρχίας μου στην Καλλιμασιά, δημιουργήθηκε η Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στήν Χίο. (Η Διεύθυνση προωθήθηκε με ενέργειες και δημοσιεύματα του Αντώνη Κουκουνάρη και της αφεντιούς μου).
Της Διεύθυνσις Χίου της καθόμουν στο στομάχι, πώς ένας δεκάχρονος Καθηγητής να Διευθύνω, την ώρα που γεροντότεροι υπηρετούσαν ως καθηγητές. Η Διεύθυνσις τότε με ηλίθιες εντολές προσπαθούσε να με εκθέσει. Παράδειγμα, ήρθε στο Γυμνάσιο και μου είπε, με εντολή μου, οι μαθητές να κόψουν τα μαλλιά τους.
Δεν έδοσα βιαστική σημασία. Το είπε, κάτι ήθελε να πεί, αφού δεν είδε κάτι στραβό. Τα παιδιά ήρεμα, οι καθηγητές λεβεντιά. Αλλά την άλλη μέρα πρωΐ πρωΐ, να’τον στην προσευχή. Έγιναν τα πρέποντα και στο Γραφείο μου, μου είπε αυστηρά, «Σου έδωσα εντολή. Γιατί δεν την εκτέλεσες; Αψηφάς τις εντολές (δεν είπε μου).» Τον κοιτούσα γελαστά. «Γελάς, αντί να κλαίς.» Εξακολουθούσα να χαμογελώ. Με κοίταζε, λές και του χρωστόυσα και έφυγε χωρίς ένα γειά. Βιαζόταν να συναντήσει τους ταυλαδόρους.
Με συγχωρείτε για τα πολλά δικά μου, αλλά έχει κατάληξη. Τότε το αραχνιασμένο χιώτικο άχαρο, για να αφήσω την Γυμνασιαρχία, βάλανε τον Βικέντιο Σαμιωτάκη, να με παρακαλέσει. Τα λόγια του. «Γιωργάκι, περιμένω την προαγωγή μου σε Γυμνασιάρχη και ξέρεις έχω τον μικρό μου γιό, σε κατάσταση που γνωρίζεις. Άμα θές να μου παραχωρήσεις την θέση σου, ώστε να φαίνομαι στο Υπουργείο πού υπηρετώ και να μην με στείλουν μακριά, όπως έκαναν στον Παπαλά.»
Χωρίς δεύτερη σκέψη του παραχώρησα την θέση μου. Η μετάθεση στο Γυμνάσιο Αρρένων, με Γυμνασιάρχη τον Παντελή Μαυρογιώργη.
***
Παλιά γνωριμία, παλιά η χαρά. Το αστείο είναι, πως μου έδωσε τις δύσκολες τάξεις, εγώ ως Θεολόγος να κάνω Ιστορία και Αγγλικά. Με πρόταση φίλων, έξω από εδώ, μετατέθηκα πρίν κλείσει η χρονιά στην Εκκλησιαστική Εκπαίδευση της Εκκλησίας της Ελλάδος, για την συγγραφή των εκκλησιαστικών βιβλίων της.
«Λυπάμε που σε χάνομε, μου είπε ο Παντελής αλλά φύγε φύγε. Ως φοιτητή μου έκαναν πρόταση δύο Καθηγητές του Πανεπιστημίου, να γίνω έμμισθος βοηθός τους, με πανεπιστημιακή προοπτική.» Χαμογέλασε λυπημένα. «Αρνήθηκα» και επανάλαβε «κακώς αρνήθηκα, Η αγάπη μου για την Χίο, τους ανθρώπους δικούς μου και ξένους που αγαπούσα, με πέτρωσαν εδώ. Εσύ φύγε, φύγε. Εδώ μιζέρια και κακομοιριά. Εκεί θα συναρμονίζεις το σωστό, θα μειώνεις την αδυναμία και ακαταλληλότητα, θα επιβάλλεις το σωστό και το ίσιο, σε ξέρω καλά, θα σε σέβονται και θα σ’αγαπούν. Φύγε.»
***
Μετά την συνταξιοδότηση ο Παντελής, άνθρωπος της σοφίας και της αναζήτησης, όχι σαν άλλους να τριωρούν στο τάβλι και την μπιρίμπα, στέκι του καθημερινό σχεδόν η Βιβλιοθήκη Κοραή. Έρευνα και σχολιασμός, όχι μόνον γιορτές και καλοκαίρια. Ζωντανές μορφές στην ιερή σιωπή της ο Παντελής και ο Αλέκος Καλαμπόκης.
Πρόσφατα αναφέρθηκε, ότι θα δοθεί σε μιά αίθουσα της Βιβλιοθήκης το όνομα του καθηγητού Στέργιου Φασουλάκη. Γνώμη και απόφαση παγχιακή πιστεύω είναι, να γίνει το ίδιο για τον Παντελή Μαυρογιώργη. Εμείς οι παλαιοί γνωρίζοντες, μαρτυρούμε για την δίκαιη απόφαση.
***
Συναντιόμασταν στην Βιβλιοθήκη Κοραή, όταν αριβάριζα στην Χίο. Πάντα το σοβαρό χαμόγελο. «Γιώργη, καταπιάστικα και γράφω την Λαογραφία του χωριού μου». «Αφού το αποφάσισες, όλοι οι φούρνοι του Άγιου Γιώργη του Συκούση, θα αναβάλουν το γκρέμισμα. Ψωμιά και σύκα θα ροδοκανίζουν και παστελαριές.»
Σε νέα συνάντηση τα λόγια για την Λαογραφία. «Προσπαθώ. Καταπιάστηκα και με το «Αγιωργούσικο και Χιακό Λεξικό». Όταν ακούς το ρήμα προσπαθώ και όχι το γράφω ή σχεδιάζω, ζυγίστε ή πολλαπλασιάστε το βάρος και την εγκυρότητα του έργου. Το δυνατόν τέλειο.
Έτσι σε μία νέα συνάντηση, έγινα ως συνήθως ελευθερόστομος και ίσως λιγάκι αναιδής, όταν μπαίνεις στα εσώψυχα του άλλου. «Παντελή το έργο σου;» «Θέλει δουλειά». «Πόση δουλειά;». «Πρέπει να’ναι σωστό, χωρίς κενά και προχειρότητα». «Θα’ ναι μεγάλο;». Έσφιξε τα χείλη. Τώρα η αναίδειά μου, «Παντελή, είμαστε ψηλά στα χρόνια. Πότε θα το χαρείς τυπωμένο». Σοβαρεύτηκε και όπως οι πλούσια σοφοί στα πρακτικά άβολοι. Σχεδόν τον σκούντησα με λόγο. «Αφού είναι μεγάλο κάνετο δύο τόμους. Τώρα δούλεψε μόνον τον πρώτο, να τυπωθεί και θα’ρθη πιο άκοπα η τελείωση του δεύτερου τόμου».
Ζητώ συγνώμη καταθέτοντας προσωπικές μνήμες, αλλά γράφοντας θέλω, να τον ονοματίσω όσο μπορώ κι εγώ στην μνήμη σας Μεγάλο.
Τύπωσε τον πρώτο τόμο. Ανάσανε κι όταν ήρθε ο δεύτερος τόμος έγραψα την γνώμη μου, πως είναι ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΟΙΚΙΣΤΗΣ του οικισμού Αγίου Γεωργίου Συκούση. Ευχαριστήθηκε και όταν κάποτε συναντηθήκαμε, το λέω με συγκίνηση ιερή, μου είπε «Άσε με, Γιώργη, να σε ασπαστώ».
27/08/2019