ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (20.08.2023)

TheioKirigma

Ἀριθμός 33
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
20 Αὐγούστου 2023

«οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι»
(Α΄ Κορ. 9, 6)

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Ἀδελφοί, ἡ σφραγίς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. ῾Η ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσίν αὕτη ἐστί. Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πεῖν; μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; Ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; Τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; Τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; Ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; Ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; Ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται΄ «Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα». Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; Ἢ δι᾽ ἡμᾶς πάντως λέγει; Δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, «ὅτι ἐπ᾽ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾽ ἐλπίδι. Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; Εἰ ἄλλοι τῆς ὑμῶν ἐξουσίας μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ᾽Αλλ᾽ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.

ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐδῶ καὶ αἰῶνες, ἔχει ἀναπτύξει μία πλήρη θεολογία γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἐργασίας καὶ τὸν ρόλο της γιὰ τὴν σωματική, πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ ὑγεία καὶ ἰσορροπία τοῦ ἀνθρώπου. Τιμᾶ δὲ καὶ ἐξυψώνει τὴν ἐργασία, ἀνάγοντάς την σὲ κοινωνικὸ λειτούργημα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, στὴν σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ μᾶς δίνει τὴν ἀφορμή νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ὁρισμένες πτυχὲς τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ θέματος, ἔτσι ὅπως καθορίζεται μέσα ἀπὸ ἁγιογραφικὰ χωρία, ἀλλὰ καὶ ἁγιοπατερικὰ κείμενα.

Στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁ πάνσοφος Δημιουργὸς φαίνεται νὰ ἔχει “μοχθήσει” γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου: «καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν. 1, 31). Ἐπίσης, στὸν στ. 28 τοῦ ἰδίου κεφαλαίου ὁ Θεὸς δίνει ἐντολὴ στὸν ἄνθρωπο νὰ κατακυριεύσει τὴν γῆ, ἐργαζόμενος καὶ δημιουργώντας πολιτισμό. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος γίνεται συνεργὸς τῆς δημιουργίας καὶ συνεχιστὴς τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ. Στὸ δεύτερο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, βλέπουμε ὅτι ὁ Θεός, ἀφοῦ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἔβαλε στὸν Παράδεισο γιὰ νὰ τὸν καλλιεργεῖ καὶ νὰ τὸν φροντίζει: «ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ ἐργάζεσθαι αὐτόν». Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἐργασία ἀποτελεῖ φυσικὴ ἀνάγκη καὶ ἱερὴ ὑποχρέωση τοῦ ἀνθρώπου, κατ’ ἐντολὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.

Στὸ κεφάλαιο 5 τοῦ ἴδιου βιβλίου καὶ στὸν στίχο 19 ὁ Θεὸς ἀπευθυνόμενος στὸν Ἀδὰμ ἐντέλλεται: «ἐν τῷ ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖν τὸν ἄρτον σου». Καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἡ ἐργασία ἐπιβάλλεται ὡς ποινὴ στὸν ἄνθρωπο; Ὡς συνέπεια τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων; Οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς λέγουν ὅτι ἡ ἐργασία ἐδῶ νοεῖται ὡς βιοπάλη καὶ δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται μόνον ὡς τιμωρία γιὰ τὴν ἁμαρτία τῆς παρακοῆς. Ἐξάλλου, στὰ δύο πρῶτα κεφάλαια εἴδαμε ὅτι ἡ ἐργασία εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Στὶς δέκα ἐντολὲς τὶς ὁποῖες ἐπέδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ βλέπουμε νὰ εἰσάγεται ὁ σπουδαῖος κοινωνικὸς θεσμὸς τῆς ἐργασίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναπαύσεως τοῦ ἀνθρώπου: «ἕξι ἡμέρες νὰ ἐργάζεσαι καὶ νὰ κάνεις ὅλα τὰ ἔργα σου, ἐνῶ τὴν ἑβδόμη νὰ τὴν ἀφιερώνεις στὸν Κύριο καὶ Θεό σου» (Ἐξ. 20, 8-9). Γιατὶ ὁ Θεὸς σὲ ἕξι ἡμέρες δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ κατέπαυσε τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἀπὸ τὰ ἔργα Του. Στὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν καταδικάζεται ἡ ὀκνηρία: «Πήγαινε στὸ μυρμήγκι, τεμπέλη, καὶ ζήλεψε βλέποντας τοὺς δρόμους του καὶ γίνε σοφώτερος καὶ πορεύου πρὸς τὴν μέλισσα καὶ μάθε πόσο σεμνὰ κάνει τὴν ἐργασία της ὄντας ἐργατική» (Παρ. 6, 6).

Ὁ εἰδωλολατρικὸς κόσμος δὲν εἶχε, γενικὰ, θετικὴ γνώμη γιὰ τὴν ἐργασία. Στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ συνώνυμα τῆς λέξης εἶναι καὶ ἡ λέξη «πόνος», μὲ τὴν ὁποία τονίζεται ὁ ὀδυνηρὸς καὶ καταναγκαστικὸς χαρακτήρας της. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐργασία ἐθεωρεῖτο κατάλληλη γιὰ τοὺς δούλους καὶ ὄχι γιὰ τοὺς ἐλεύθερους πολίτες.

Οἱ ἐλεύθεροι καὶ οἱ δυνατοὶ ἀναγκάζουν τοὺς δούλους καὶ τοὺς ἀδυνάτους νὰ ἐργάζονται γιὰ νὰ καλύπτουν τὶς ἀνάγκες τους καὶ νὰ πραγματοποιοῦν τὶς ἐπιδιώξεις τους.

Στὴν Καινὴ Διαθήκη τονίζεται ἀκόμα περισσότερο ἡ ἀξία τῆς ἐργασίας. Ἐδῶ ἔχουμε τὸν βαρυσήμαντο λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ πατέρας μου ἐργάζεται, τὸ ἴδιο κάνω κι ἐγώ» (Ἰω. 6, 17). Αὐτὴ ἡ φράση δείχνει ὅτι ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς ἐργάζονται, προνοώντας γιὰ τὸν κόσμο καὶ φροντίζοντας τὴν δημιουργία Tου. Ὁ Χριστός μας ἐργαζόταν ἀπὸ τὴν ἐφηβική του ἡλικία δίπλα στὸν Ἰωσήφ ὡς τέκτων, γι’ αὐτὸ κι ὅταν οἱ συμπολίτες Του Τὸν εἶδαν νὰ διδάσκει στὴ συναγωγή, ἀναρωτήθηκαν: «Αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ ξυλουργός, ὁ γιὸς τῆς Μαρίας;» (Μάρκ. 6, 3). Τὴν ἐκτίμησή του γιὰ τὴν ἐργασία δείχνει ὁ Κύριος ἐπιλέγοντας τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἐργατῶν. Τὸ ὅτι ἦσαν ἁλιεῖς δὲν ἔχει τόσο συμβολικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ δηλώνει τὴν ἐκτίμηση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἐργατικὴ τάξη.

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γράφει: «ἄξιος ὅποιος ἐργάζεται γιὰ τὴν τροφή του» (10, 1). Ἡ προσωπικὴ ἐργασία ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸν ἀνθρώπινο βίο καὶ ἀποτελεῖ ὑποχρέωση. Ἰδιαίτερη βαρύτητα δίνεται καὶ στὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου- ἡ σημερινή Κυριακή- ὡς εὐκαιρία ἀναπαύσεως καὶ προσευχῆς. «Τὸ Σάββατο γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Σάββατο» (Μάρκ, 2, 27). Ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τὸ σημαντικώτερο ἴσως παράδειγμα σχετικὰ μὲ τὴν ἐργασία εἶναι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἀσκεῖ τὴν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ, καὶ μάλιστα καυχᾶται στοὺς Κορινθίους ὅτι κοπιάζει ἐργαζόμενος μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια καὶ δὲν ἐπιβαρύνει τὰ πνευματικά του παιδιὰ μὲ τὴν διατροφή του, ὅπως εἶχε κάθε δικαίωμα. (Α΄ Κορ. 4, 12 καὶ 9, 12. Β΄ Κορ. 11, 9). Ἀλλοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι μὲ τὴν χειρωνακτική του ἐργασία κάλυψε ὄχι μόνο τὶς προσωπικές του ἀνάγκες, ἀλλὰ καὶ ὅσων ἦταν μαζί του (Πράξ. 20, 34). Στοὺς Θεσσαλονικεῖς ἀναφέρει ὅτι δούλευε νύχτα καὶ μέρα γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνει κανένα (Β΄ Θεσσ. 3, 8). Σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν ἐπιστολῶν του ἀποφαίνεται: «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω» (Β΄ Θεσσ. 3, 10). Δηλαδή, ἐὰν κάποιος δέν θέλει νὰ ἐργάζεται, νὰ μὴν τρώει.

Οἱ Χριστιανοί, τιμώντας τὶς ἀποκεκαλυμμένες ἀλήθειες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τιμοῦσαν ὄχι μόνο τὴν ἐργασία καὶ τοὺς ἐργαζόμενους, ἀλλὰ καὶ τοὺς περιφρονημένους δούλους, χαρακτηρίζοντάς τους ἀδελφούς. Ἡ ἀξία τῆς ἐργασίας ἀναδείχθηκε καὶ μέσῳ τοῦ θεσμοῦ τοῦ μοναχισμοῦ, διότι θεωρεῖται ἐξίσου ἀπαραίτητη μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή.

Ἡ σοφία τῶν Πατέρων μᾶς διαφωτίζει σχετικῶς.

Ὁ Μ. Βασίλειος ὀνομάζει τὸν Θεὸ «ἀρχιτεχνίτη τοῦ σύμπαντος», τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει «μέγα καὶ ποικίλον τῆς δημιουργίας ἐργαστήριον». Ἐπίσης, προτρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι «ἐνεργὸς καὶ δραστήριος» καὶ ὄχι «ἀργὸς καὶ ἀκίνητος». Ἐπαινεῖ τὴν ὁμαδικὴ ἐργασία, τὴν ὁποία παρομοιάζει μὲ μελίσσι καὶ, τέλος, καταδικάζει τὴν ἐκμετάλλευση ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο, ἐνῶ μέμφεται ὅσους χρησιμοποιοῦν τὸν ἱδρώτα τοῦ ἐργάτη γιὰ νὰ πλουτίσουν οἱ ἴδιοι.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Ἡ ὀκνηρία εἶναι σύζυγος τοῦ ὕπνου καὶ μητέρα τῆς πείνας. Νεκρώνει ὅ,τι καλὸ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος, ἀχρηστεύοντας πολλὲς φορὲς σπουδαῖα καὶ μεγάλα χαρίσματα».

Ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Γιατὶ ἐὰν ἡ ἐργασία ἦταν ντροπή, δὲν θὰ τὴν ἐπεδίωκε ὁ Παῦλος οὔτε θὰ παράγγελνε σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν θέλουν νά ἐργάζονται νὰ μὴν τρῶνε. Ντροπὴ πραγματικὰ εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτία. Τὴν κακία τὴν γεννᾶ συνήθως ἡ ἀργία. Λοιπόν, ὅ,τι εἶναι γιὰ τὸ ἄλογο τὸ χαλινάρι, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἐργασία γιὰ τὴν φύση μας. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀπολύτως ποὺ νὰ μὴν καταστρέφεται μὲ τὴν ἀργία. Πράγματι, καὶ τὸ νερὸ ποὺ εἶναι στάσιμο βρωμᾶ, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ τρέχει διατηρεῖ τὴν καλή του ποιότητα. Καὶ ἡ γῆ ποὺ δὲν καλλιεργεῖται, θὰ μποροῦσε νὰ τὴν δεῖ κανεὶς νὰ μὴν παράγει τίποτε ὠφέλιμο, ἀλλὰ νὰ ἔχει βλαβερὰ βότανα καὶ ἄκαρπα δένδρα‧ ἐνῶ ἐκείνη ποὺ ἀπολαμβάνει τὴν ἐργασία εἶναι γεμάτη καρπούς. Ἡ ἐργασία ἀπομακρύνει τὴν σκέψη τῶν ἐργαζομένων ἀπὸ κάθε πονηρία. Ὁ Θεὸς ἔφερε στὸν κόσμο κόπο, γιὰ νὰ εἶναι χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος».

Ὁ Ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος: «Νὰ προφυλάσσεσθε, ἀγαπητοί, ἀπὸ τὴν ἀργία, διότι μέσα σ’ αὐτὴν εἶναι κρυμμένος ὁ νοερὸς θάνατος. ἡ ἀνάπαυση καὶ ἡ ἀργία εἶναι ἀπώλεια τῆς ψυχῆς καὶ αὐτὲς μποροῦν νὰ βλάψουν περισσότερο ἀπὸ τοὺς δαίμονες».

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ἡ ἀργία εἶναι χρόνια ἀσθένεια καὶ ἀπονεκρωμένη αἴσθηση. ‘‘ὀνειδιζόμενος ὀκνηρὸς οὐκ αἰσχύνεται’’. Δὲν τοῦ προκαλοῦν ντροπὴ οἱ ἔλεγχοι τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τῆς συνειδήσεώς του οἱ τύψεις». Καὶ συμπληρώνει: «Ἡ ἀρρώστια τῆς τεμπελιᾶς ἄλλοτε γεννιέται ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνη καλοπέραση καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἀφοβία τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος ἔχει κατ’ ἐπίγνωση ζῆλο καὶ ἐργάζεται γιὰ τὴν ἀλήθεια. Τὰ μάτια ὅλων εἶναι στραμμένα πρὸς αὐτὸν καὶ ἡ φιλία του εἶναι ποθητὴ γιὰ ὅλους. Εἶναι Χριστιανὸς ὄχι στὸ σχῆμα ἀλλὰ στὸ φρόνημα. Ἔχει καταλάβει τὴν κλήση του, τὴν σπουδάζει μὲ σιγουριὰ καὶ διαλέγει ὅ,τι χρειάζεται γιὰ νὰ γίνει γνήσιος κληρονόμος τῆς οὐράνιας Βασιλείας».

Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος: «Ἀδελφές, εἴδατε πῶς συνείργησε ἡ Κυρία Θεοτόκος; Εἴδατε πῶς μᾶς ἐβοήθησε ἡ χάρις Της; Κατόπιν πολλῶν βασάνων, πολλῶν στενοχωριῶν, ὕστερα ἀπὸ πολλὰς θλίψεις καὶ τρικυμίας, ἐκτίσαμεν τὸ μοναστήρι». Ἔπειτα ὁ Γέροντας ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴν ἱερὰν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, εἶπε: «Ἐκοπίασα… τὸ ξεύρεις… Διὰ τῆς χάριτός Σου ἔκαμα ὅ,τι ἔκαμα. Φαντάζομαι νὰ εἶναι δεκτὸ ἐνώπιόν Σου ὅ,τι γίνεται ἐδῶ μέσα. Ἐκεῖ ποὺ ἐργάζονται οἰ μοναχὲς σὲ δοξολογοῦν».

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης: «Ψυχή, νῆφε να σωθῇς, σῶμα ἔργασαι ἵνα τραφῇς».

Ὁ Ἅγιος Πορφύριος: «Ἅμα βλέπετε νωθρότητα, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι καλὰ στὴν ψυχή. Οἱ νωθροί, οἱ ὀκνηροὶ καὶ οἱ τεμπέληδες δὲν εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ἡ νωθρότητα εἶναι ἀρρώστια, εἶναι ἁμαρτία. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς θέλει νωθρούς».

Ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Ἡ δουλειὰ εἶναι εὐλογία, εἶναι δῶρο Θεοῦ. Δίνει ζωντάνια στὸ σῶμα, φρεσκάδα στὸν νοῦ. Ὅσοι εἶναι ἐργατικοί, ἀκόμα καὶ στὰ γεράματά τους δουλεύουν. Ἡ δουλειά, εἰδικὰ γιὰ τὸν νέο, εἶναι ὑγεία. Ἔχω παρατηρήσει ὅτι μερικὰ καλομαθημένα παιδιὰ, ὅταν πᾶνε στὸν στρατὸ, ψήνονται, σκληραγωγοῦνται κι αὐτὸ τοὺς κάνει πολὺ καλό. Ἡ εὐχαρίστηση – ὅποιος κάνει φιλότιμα τὴν δουλειά του- εἶναι καλὴ εὐχαρίστηση. Τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μὴν κουράζεται τὸ πλάσμα Του. Αὐτὴ εἶναι ξεκούραση ἀπὸ τὴν κούραση. Ὅσο κάθεται κανεὶς τόσο χαλαρώνει, ὅσο δουλεύει τόσο δυναμώνει».

Χριστιανοί μου!

Ἂς ἀνατρέξουμε σὲ ἕνα ἱερὸ βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν «Σοφία Σειράχ». Ἐκεῖ διαβάζουμε: «Μὴ μισήσεις ἐπίπονον ἐργασίαν καὶ γεωργίαν ὑπὸ ὑψίστου κεκτισμένην» (2, 15)‧ καὶ «ζωὴ αὐτάρκους ἐργάτου γλυκανθήσεται» (14, 18). Ὁποιαδήποτε ἔντιμη ἐργασία κι ἂν κάνει ὁ ἄνθρωπος, τοῦ δίνει τὸ αἴσθημα τῆς ἱκανοποίησης. Εἶναι θεῖο δῶρο νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐργάζεται γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους. Πολὺ περισσότερο ὅταν δέχεται κανεὶς τὴν ἐργασία ὡς ἀποστολή. Ὡς θέλημα καὶ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ σκληρὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία συμβάλλει στὴν ψυχικὴ ἀνάταση ὄχι μόνον ἐκείνου ποὺ ἐργάζεται, ἀλλὰ καὶ τοῦ περιβάλλοντός του, τῶν συνανθρώπων του‧ ὅταν νοιώθει πὼς μὲ τὴν ἐργασία του ἀπεργάζεται τὴν εὐημερία τῆς οἰκογενείας του καὶ τῆς κοινωνίας καθόλου‧ τότε ἀκριβῶς ἡ ἐργασία γίνεται εὐλογία. Καμμία τίμια ἐργασία δὲν εἶναι ντροπή. Καύχημα καὶ χαρὰ εἶναι γιὰ τὸν δουλευτή της. Ἡ ἐργασία εἶναι διπλῆ προσευχὴ καὶ ἄπειρη δοξολογία πρὸς τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος μᾶς παρέχει τὸν «ἐπιούσιον ἄρτον». Ἡ ὀκνηρία καταδικάζεται ἀπὸ τὸνἼδιο τὸν Κύριο καὶ συνδέεται μὲ τὴν πονηρία. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια Του στὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων: «Δοῦλε πονηρέ καὶ ὀκνηρέ» (Ματθ. 25, 14).

Ἀδελφοί μου,

Χρέος κάθε Χριστιανοῦ εἶναι νὰ ἐργάζεται, τίμια καὶ εὐσυνείδητα. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς θέλει ἐργατικούς. Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ διακρίνεται γιὰ τὴν ἐπιμέλεια στὴν ἐργασία του. Ὅποια ἐργασία καὶ ἂν κάνει, νὰ τὴν ἐπιτελεῖ μὲ χαρά. Νὰ εἶναι ὑπόδειγμα ἐργατικότητας. Τέτοιοι ἦταν πάντα οἱ Χριστιανοί. Αὐτὰ μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Αὐτὴν ἐξυμνεῖ καὶ ὁ Γ. Βερίτης:

«Ὤ, ποιὲς δροσιὲς οὐράνιες,
καὶ στ’ ὄνομά σου μόνο,
τὶς μαραμένες μας ψυχὲς
δροσίζουνε θρησκεία!
Ρίχνεις ἐσὺ τὸ βάλσαμο
στὴν θλίψη καὶ τὸν πόνο
καὶ σὺ τὴν μυριοπόθητη
μᾶς δίνεις εὐτυχία.
Τοῦ σκοτασμοῦ τὰ σύννεφα
σκορπᾶς μὲ τ’ ἄυλο φῶς σου
κι εἶσαι γιὰ μᾶς τοὺς ταπεινοὺς
τὸ δῶρο τ’ οὐρανοῦ». AMHN!

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.