Γράφει ο π. Μάριος Μαμανέας
Ο Δανός συγγραφέας παραμυθιών Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (1805 – 1875), υπήρξε αναντίρρητα ένας σπουδαίος φιλέλληνας που μίλησε με πολύ σεβασμό για την Ελλάδα και το λαό της. Το 1841 είχε επισκεφθεί τη χώρα μας και είχε δει από κοντά τις θαυμαστές προσπάθειες που κατέβαλε τότε το γεννημένο από τη στάχτη και το χαλασμό του Επαναστατικού Πολέμου, μικρό Ελληνικό Κράτος να ορθοποδήσει και να σταθεί, όσο μπορούσε, δίπλα στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Το 1842 αποτύπωσε τις εντυπώσεις του στο έργο του «Οδοιπορικό στην Ελλάδα», που κυκλοφόρησε τότε στην Κοπεγχάγη. Από το βιβλίο αυτό, προέρχεται και το κεφάλαιο, που ακολουθεί, αναφορικά με το Ελληνικό Πάσχα, όπως το είδε στη μικρή τότε Αθήνα, που μόλις 6 χρόνια πριν είχε γίνει πρωτεύουσα.
Το Πάσχα των Καθολικών στην Ιταλία και ιδιαίτερα στη Ρώμη έχει μεγαλείο και χάρη. Νοιώθεις ανάταση βλέποντας στη μεγάλη πλατεία του Αγίου Πέτρου όλη εκείνη τη λαοθάλασσα να γονατίζει και να δέχεται την ευλογία του Πάπα. Η τελετή του Πάσχα στη φτωχή Ελλάδα, δεν έχει βέβαια τίποτα από αυτή τη μεγαλοπρέπεια. Εγώ όμως, που είδα και τις δύο, κατάλαβα ότι ενώ στη Ρώμη η δόξα και η μεγαλοπρέπεια της γιορτής περνά από την Εκκλησία στο λαό, στην Ελλάδα είναι μια γιορτή που πηγάζει από την καρδιά και το λογισμό του λαού, απ’ όλη του τη ζωή. Η Εκκλησία δεν είναι παρά μόνο ένα μέρος της. Πριν από το Πάσχα τηρούν μια νηστεία μακρά και αυστηρή, που δεν την παραβαίνουν ποτέ. Οι χωρικοί, πραγματικά, ζουν μόνο με ψωμί, σκόρδο και νερό.
Η Αθηναϊκή Εφημερίδα τη Μεγάλη Παρασκευή κυκλοφόρησε με μαύρα περιθώρια για το θάνατο του Χριστού. Τον τίτλο κοσμούσε μια σαρκοφάγος με μια κλαίουσα ιτιά και πιο πάνω ένα παθητικό ποίημα του Σούτσου. Ο εορτασμός ξεκίνησε εκείνη τη βραδιά. Πήγα στην κεντρική Εκκλησία, που ήταν κατάμεστη από κόσμο. Μπροστά στην Αγία τράπεζα υπήρχε ένα γυάλινο κουβούκλιο δεμένο με ασημένιες γωνίες. Η κάσα αυτή σκέπαζε φρέσκα τριαντάφυλλα, που θα συμβόλιζαν τον νεκρό Χριστό. Αυτός ο οίκος του Θεού βούιζε με έναν παράξενο τρόπο από εκείνους που προσεύχονταν. Ιερείς και επίσκοποι, ντυμένοι με πολύχρωμες στολές, πηγαινοέρχονταν μπροστά στην Αγία Τράπεζα και διάβαζαν ευχές.
Στις εννέα το βράδυ άρχισε μια πένθιμη μουσική και η πορεία ξεκίνησε από το Ναό ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο για το Παλάτι. Από το παράθυρό μου έβλεπα άνετα την πομπή να προχωρεί αργά-αργά. Ήταν μια εκστατική στιγμή, που σπάνια ζούσα. Ήταν μια όμορφη ξάστερη βραδιά, τόσο γλυκιά και ήρεμη. Παντού, σε όλους τους εξώστες και σε όλα τα παράθυρα στέκονταν άνθρωποι με αναμμένα κεριά στα χέρια. Από τα δρομάκια αντηχούσε η μουσική και η μυρωδιά του θυμιάματος γέμιζε τον αέρα. Αμέτρητοι άνθρωποι ντυμένοι γιορτινά προχωρούσαν. Ακόμη και τα μωρά κρατούσαν από ένα λεπτό και μακρύ και λεπτό αναμμένο κερί. Η στρατιωτική μπάντα έπαιζε πένθιμα λες κι ένας ολόκληρος λαός συνόδευε του βασιλιά του στον τάφο. Τριγυρισμένοι από παπάδες κουβαλούσαν το κουβούκλιο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Από αυτό κρεμόταν μια μακρυά υφασμάτινη πένθιμη κορδέλα, την οποίαν κρατούσαν ανώτεροι υπάλληλοι και αξιωματικοί. Μια ακόμα μικρή ομάδα από αυτούς ακολουθούσε και πίσω τους ο υπόλοιπος λαός. Όλοι, όπως προείπα, με ένα αναμμένο κερί έκλειναν την πομπή. Ήταν μια σιωπηλή στιγμή, ένας φανερός θρήνος, μια κατάνυξη που δεν μπορούσε παρά να συγκινήσει μια ανθρώπινη καρδιά. Μπροστά στα ανάκτορα, όπου ήταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα, έκανε μια σύντομη ομιλία ο επίσκοπος και κατόπιν ο βασιλιάς ασπάστηκε την Αγία Γραφή. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της τελετής σήμαινε μονότονα μια καμπάνα με δύο πάντα κτύπους κι ένα μικρό διάλειμμα. Μέρα – νύχτα ο Ναός ήταν γεμάτος κόσμο.
Τα μεσάνυχτα της παραμονής του Πάσχα ήταν εκεί ο βασιλιάς, η βασίλισσα και όλα τα μέλη της Αυλής, ενώ γύρω από τη γεμάτη λουλούδια κάσα λυπημένοι ιερείς προσεύχονταν. Ολόκληρος ο λαός προσευχόταν επίσης σιγανά. Το ρολόι χτύπησε δώδεκα και την ίδια στιγμή παρουσιάστηκε ο επίσκοπος κι αναφώνησε «Χριστός Ανέστη».
«Χριστός Ανέστη», αγαλλίασε κάθε στόμα. Τύμπανα και τρομπέτες βούιζαν και η μπάντα έπαιζε ένα χαρούμενο χορό. Όλοι οι παρευρισκόμενοι αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν κι έλεγαν χαρούμενοι «Χριστός Ανέστη»! Έξω έριχναν τουφεκιές, τη μια πίσω από την άλλη, πετούσαν βολίδες, άναβαν φωτιές. Άνδρες και νέα παιδιά, ο καθένας με το κερί στο χέρι, χόρευαν σε μια μακρυά γραμμή μέσα στους δρόμους της πόλης. Γυναίκες άναβαν φωτιές, έσφαζαν αρνιά και τα έψηναν στο δρόμο. Μικρά παιδιά, με καινούργια παπούτσια, με κόκκινα φέσια, χόρευαν γύρω από τις φωτιές ντυμένα μόνο με ένα πουκάμισο, φιλιούνταν κι έλεγαν σαν τους μεγάλους «Χριστός Ανέστη». Πόσο θα ήθελα να σφίξω ένα από τα παιδιά αυτά στην αγκαλιά μου και να πω μαζί του «Χριστός Ανέστη»! Ήταν όλα τόσο συγκινητικά, συναρπαστικά κι ωραία.
Μπορεί κανείς, με το δίκιο του, να πει πως όλα ήταν μόνο μια τελετή κι ακόμα πως ήταν η ανθρώπινη χαρά για τη νηστεία που τελείωσε και διότι τώρα πια μπορούσαν να φάνε αρνί και να πιούν κρασί, που τους έδινε άλλο τόσο κέφι. Αυτή η σκέψη μπορεί να ικανοποιεί πολλούς, εγώ ωστόσο έχω το θάρρος να πιστεύω πως ήταν κάτι παραπάνω: μια αληθινή, μια μεγάλη θρησκευτική έξαρση. Ο Χριστός ζούσε στις σκέψεις και στα χείλη τους. Το «Χριστός Ανέστη» δεν ήταν απλά ένα μήνυμα για ένα παλιό γεγονός. Όχι. Ήταν σαν να αναστήθηκε αυτή την ίδια νύχτα στη χώρα αυτή. Ήταν σαν έφτασε το μήνυμα την ώρα αυτή στα αυτιά τους. Όλα ήταν μουσική και χορός στην πολιτεία της Αθήνας. Η δουλειά ξεχάστηκε πιά στις πόλεις και τα χωριά κι άλλο δεν είχαν στο νου τους παρά μόνο τη χαρά. Πέρα στο ναό του Θησέα και στις μαρμάρινες κολώνες του Διός, παντού χοροί και πανηγύρια. Τα μαντολίνα ηχούσαν, οι γέροι άρχιζαν τα τραγούδια και μέσα στη χαρά τους έλεγαν «Χριστός Ανέστη» κάθε φορά που υποδέχονταν ή αποχαιρετούσαν….
Πρεσβ. Μάριος Κ. Μαμανέας
Ιερέας-Θεολόγος
Εφημέριος Ι.Ν. Αγ. Αναργύρων Χαλανδρίου