Αυτό το κείμενο, ας θεωρηθεί μικρή συμβολή μου στην ιστορική διαδρομή του γενέθλιου τόπου μου, στην επέτειο των διακοσίων ετών από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Στα χρόνια του ξεσηκωμού του γένους, το χωριό (Κυδιάντα), είχε γύρω στους 800 – 900 κατοίκους και σχολείο με 150 περίπου μαθητές. Στο χωριό υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα 2 εκκλησίες α) του Άγιου Γιάννη με τους πολύ παλιούς πρίνους. β) της Άγιας Αναστασιάς.
Οι Κυδιαντούσοι, σαν γνήσιοι απόγονοι του Δρίμακου και των ανδρών του, ήταν από τους λίγους Χιώτες που άκουσαν το σάλπισμα της επανάστασης του 1821.
Στο ημερολόγιο του Ναύαρχου Τομπάζη, αρχηγού του Ελληνικού στόλου, που είχε αγκυροβολήσει στου «Πασά τη Βρύση» και προσπαθούσε να ξεσηκώσει τους Χιώτες στέλνοντας αντιπροσώπους στα γύρω χωριά. Με ημερομηνία 29 Απριλίου, ημέρα Παρασκευή, υπάρχει έγγραφη καταχώρηση η οποία αναφέρει «Οι Βρονταδούσοι δήλωσαν πως θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν καμιά τετρακοσαριά ανθρώπους αποφασισμένους να πολεμήσουν στην περίπτωση που ήθελε επιχειρηθεί απόβαση από τα πλοία και μόνον 100 άνθρωποι ημπορούν να έβγουν από το χωρίον Λαγκάδες». Πράγματι μεγάλο τόλμημα των άοπλων αυτών ανθρώπων.
‘Ίσως πολλοί από αυτούς αργότερα να ακολούθησαν τον μεγάλο , αλλά άγνωστο, στους πολλούς Καρδαμυλίτη ήρωα «Κωνταναγνώστη» μια και στα κατορθώματα του, αναφέρουν ότι οι άνδρες του ήταν από τα Καρδάμυλα, το Βροντάδο και τα γύρω χωριά.
Το 1822 και μετά τον ξεσηκωμό, η περιοχή καταστράφηκε ολοσχερώς. Οι άνθρωποι σφάχτηκαν (Βαχίτ Πασάς). Ο Κιουτσούκ Αχμέτ Μπέης, κατάστρεψε και έσβησε από προσώπου γης το Βροντάδο. Ο Τούρκος ιστορικός Δζεβδετ και ο σφαγέας της Χίου Βαχίτ Πασάς, αναφέρουν ότι ο Αμντί με 8.000 στρατιώτες κατάστρεψε και αφάνισε τη βόρειοανατολική περιοχή της Χίου. Λένε για την αντίσταση των κατοίκων των περιοχών μας και για τις σφαγές που ακολούθησαν. Ειδικά δε για το Πιτυός όπου χωρίς καμιά υποστήριξη οι Πιτυανοί κλείστηκαν στα σπίτια και τον πύργο τους. Αντιστάθησαν γενναία, όσο μπόρεσαν, και υπέκυψαν αφού προηγούμενα προξένησαν σοβαρές ζημιές στους Τούρκους. Αυτή την εποχή καταστράφηκε ολοσχερώς και ο πύργος των «Κοίλων».
Βαχίτ Πασσάς : «Ακολούθως οι στρατιώτες μας διευθήνθηκαν εις το χωρίον Πιζικ Τζη (Πιτυούα) όπου ήκουσαν τους περιφημότερους αντάρτας. Τα χωρία τούτα δεν υπετάγησαν παρα δι αιματηράς μάχης εις ην εξ ημών έπεσαν αρκετοί νεκροί έξ αυτών δε δεν έμεινε ίχνος ζωής, ούτε περιουσίας και οι οίκοι των αυτοί και αι καλύβαι των κατεκάησαν των οικούντων περασθέντων εν στόματι μαχαίρας».
Εξάλλου, είναι γνωστές οι σφαγές στα Καρδάμυλα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το τι θα συνέβη και στην Κυδιάντα, όταν τα γύρω χωριά σύμφωνα με τις περιγραφές των Τούρκων σβήστηκαν από τους χάρτες. Οι Τούρκοι, έπιασαν τον παπά Κωνσταντή Κούνουπα, μέσα στην εκκλησιά του Αη Γιάννη Κυδιάντας, ενώ λειτουργούσε, τον σαμάρωσαν και από τον παλιό δρόμο Κυδιάντας – Χώρας τον έφεραν στην πρωτεύουσα όπου και μαρτύρησε στο «Βουνάκι». Πολύ πιθανά η περιγραφή του Σταμάτη Μονιού, την οποία καταγράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, να αφορά τον δικό μας Εθνομάρτυρα ιερέα. Αναφέρει λοιπόν ότι είδε τον παπά που του είχαν βάλει οι βάρβαροι «χαλινάρι». Ένας από αυτούς, κάθισε στη ράχη του και τον τσιγκλούσε σαν γομάρι να τον πάει περίπατο, ενώ άλλοι ακολουθούσαν διασκεδάζοντας. Σαν έφτασαν εκεί στον πύργο, ο παπάς κουράστηκε. Του έβγαλαν λοιπόν το σιλιβάρι, του κόψανε το κεφάλι. Του το βάλανε με το συμπάθιο στον πισινό και του βάλανε φωτιά στα γένια του.
Η παράδοση θέλει άνθρωποι φυγάδες, να φθάνουν στην Κυδιάντα από διαφορετικά μέρη της Χίου. 2.500 άτομα κρύφθηκαν στην σπηλιά του Άγ. Γιάννη (με τους σεισμούς η σπηλιά έφραξε και σήμερα έμεινε βατό ένα μικρό τμήμα της εισόδου). Όπως μαρτυρούν πολλοί γέροντες που γνώριζαν, η σπηλιά έβγαζε μέσα στην εκκλησιά. Αναφέρουν δε ότι κάτω από τον ναό, υπάρχουν θολωτές στοές … πλάκες και … κόκκαλα ! Όσοι κρύφθηκαν μέσα στην σπηλιά, θεώρησαν ότι είναι ασφαλείς. Πράγματι η σπηλιά έχει την είσοδο της σε μέρος δύσβατο που βλέπει στον ουρανό και είναι αόρατη από τα περάσματα. Πέραν όλων αυτών, η παράδοση λέει ότι μια αράχνη, είχε πλέξει τον τεράστιο ιστό της και έφραζε την είσοδο. Όσο πέρναγαν οι ημέρες, η πείνα άρχιζε να θερίζει τους κρυμμένους. Είχαν μαζί τους και ένα μικρό παιδί που συνεχώς έκλαιγε. Για να ξεχνά την πείνα του, του έδιναν να μασουλά «παστελαριές». Μόνο για τις σωματικές τους ανάγκες έβγαιναν οι κρυμμένοι από την σπηλιά
Μια φορά, τα καραούλια φώναξαν να κρυφθούν, γιατί φάνηκαν Τούρκοι. Πράγματι, οι διώκτες τους, έφθασαν εκεί. Παρατήρησαν τα νωπά ίχνη ζωής και άρχισαν να ψάχνουν χωρίς αποτέλεσμα. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, άκουσαν σε κάποιο βράχο κελάηδημα πουλιού. Κάποιος από αυτούς κυνηγώντας το πουλί έφτασε εκεί και έκπληκτος πρόσεξε μια φρεσκοσαλιωμένη παστελαριά πάνω στον ιστό της αράχνης. Το στοματάκι του μικρού παιδιού άθελα του, πρόδωσε τους κρυμμένους φυγάδες. Το τι επακολούθησε είναι εύκολο να καταλάβει ο καθένας.
Οι άνθρωποι σφάζονταν στην είσοδο της σπηλιάς και οι τούρκοι τους πετούσαν στην χαράδρα. Όταν κουράστηκαν να σφάζουν, έβαλαν φωτιά στην είσοδο της σπηλιάς και οι κρυμμένοι πέθαναν από ασφυξία. Σώθηκε μόνο ένας με μισοκομμένο κεφάλι στο «χαμοσπήλι» ο οποίος αργότερα διηγήθηκε τα φρικτά συμβάντα. Η παράδοση πάλι θέλει κάποιος ξενομερίτης με το παρατσούκλι «κολιός» να πρόδωσε την κρυψώνα για να σώσει την ζωή του . Πιθανότερα αυτή η εκδοχή να είναι πιο κοντά στην αλήθεια!
Ορισμένοι από τους Κυδιαντούσους, πήραν τα βουνά ή τις στράτες προς το «κάβο Μελανίος» και τα «Ψαρά». Κατά την παράδοση, πρόγονος μου, με το επώνυμο «Μπουσσές», ένας πανύψηλος διάκος (κοκκινωπός, χεροδύναμος και μονόφθαλμος), πήρε την οικογένεια του, με ένα γιαταγάνι στο χέρι, για κάθε κακό συναπάντημα, πέρασε στα Ψαρά.
Μαρία Αγγελικούση – Καρδαμυλίτισσα «Η παναγιά μούδωκεν κουράγιο και άντε σιγά – σιγά πάω στου Μώρου τη σπηλιά (Δερφίνι). Εκεί ήταν και άλλοι χωριανοί κι ΄νας συγγενής μας».
Στέφανος Δεληγιάννης – Καρδαμυλίτης : «Σαν ήταν εδώ, εφοβούντο να παν στο χωριό γιατί των έκαμαν οι τούρκοι μπαμπεσιάν κι έφαξαν τόσο κόσμος, επήγαν στην Λαγκάδα κι έκατσαν εις τον «Τράχηλο» που είχε ο παππούς μου κτήμα και τον πάτον, τον ενθυμούμαι κι εγώ. Εκεί υπάρχει και μια σπηλιά που λέγεται του «Τριφυλλιού η Μάνα». Δεν είχε όμως ψωμί κι εκεί επόθαναν απέ την πείνα και τα δυο του παιδιά»
Κων/νος Τσέτσερης – Βρονταδούσης : «Εκεί που κάθονταν μια μέρα και φύλαγε το παιδάκι κι ήρμεγεν ο μπάρμπας μου λέει «Μπάρμπα τούρκοι! Εγέμωσεν ο κόσμος πάνω στους λάκκους (Φλώρι)» Οι πρώτοι ήτανε στο «Παλιό λαγκάδι (Άγιος Γιάννης στο Θόλος) και οι τελευταίοι στη «Φουντάνα» (Αίπος)».
Στέφανος Καλογεράς – Καρδαμυλίτης : «Άμα εβράδιασεν, έφτασε στον Αγ. Γιώργη το Φλώρι ύστερι; Στη Συκιάδα. Εκεί σ΄ ένα πηγάδι ήταν Λαγκαδούσοι κι έπαιρναν νερό. Λέει της «Σκλαβάκιν είμαι κι εξέκοψα». Τέλος ένας τον επήρε σπίτι του και την άλλην μέρα τον έστειλε στο χωριό».
Η παράδοση λέγει για κάποιον Γιώργη Παππά, που ήταν στη Σμύρνη κι όταν άκουγε Λαγκαδούσικα καΐκια, πήγαινε και ρώταγε τα νέα της Κυδιάντας και των δικών του. Δεν έχανε την ευκαιρία να παρακαλεί να τον πάρουν κρυφά μαζί τους. Γνωστή η ιστορία του τούρκου φοροεισπράκτορα ο οποίος σαν έμαθε την καταγωγή του ήρθε και έμεινε για πάντα στην Λαγκάδα. Η παράδοση μιλά για κάποιον που τούρκεψε σαν έμαθε την αλήθεια και τις ρίζες του, γύρισε στην Κυδιάντα . Έγινε καλόγερος στο Μερσινίδι. Τον έτρωγε όμως το μαράζι πως άθελα του, αλλαξοπίστησε. Ζητούσε από τον Θεό να τον συγχωρέσει. Ζητούσε από τους άλλους να δουν μεταθανάτια σημάδια. Λένε πως σαν πέθανε πάνω στο μνήμα του φύτρωσε ένας ολόλευκος κρίνος! Υπάρχουν ιστορίες, και ονόματα ανθρώπων που στο πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου έχουν χαθεί δια παντός !
Μετά από επταετή δουλεία, όπως όριζαν οι τουρκικοί νόμοι, λίγοι – λίγοι, επέστρεφαν στις πατρογονικές τους εστίες.
Βασικά, το 1830, αρχίζει η επιστροφή των φυγάδων στον γενέθλιο τόπο τους στην Άγια Μάνα Γη της Κυδιάντας. Άρχισαν την ανοικοδόμηση του βίαια ρημαγμένου τόπου. Κτίζουν τα σπίτια τους. Μάζεψαν τα διάσπαρτα οστά των σφαγιασθέντων. Τα τοποθέτησαν κάτω από τον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη. Η νέα κατάσταση διαμόρφωσε κοινωνία αγροτο-ποιμενο-ναυτική. Τον χειμώνα η ασχολία ανδρών και γυναικών ήταν η γεωργία. Τα καλοκαίρια οι άνδρες ταξίδευαν. Αρχικά με τα λιγοστά καΐκια τους . Έπειτα το ναυτικό επάγγελμα μπήκε για τα καλά στη ζωή τους. Στο πετσί τους. Η μοναδική απασχόληση τους!
Τα σπίτια της Κυδιάντας, γενικά ήταν διόροφα. Κάτω χωρισμένα σε μικρές αποθήκες ενώ ο πάνω όροφος ήταν ένα μεγάλο ενιαίο δωμάτιο. Στα παράθυρα, δεν υπήρχαν τζάμια και την ημέρα κουρτίνες σφάλιζαν το άνοιγμα. Σε όλα τα σπίτια του, στο «κατώι» υπήρχαν τεράστιοι πίθοι όπου αποθήκευαν το λάδι και άλλοι μικρότεροι για σύκα, κουντουρούδια κ.α. Τα πιθάρια τα τοποθετούσαν πριν ακόμα χτιστούν οι τοίχοι του σπιτιού.
Από την μια πλευρά του χωριού την νοτινή, ήταν ο Άγιος Γιάννης, με τον χιλιόχρονο «πρίνο» του. (τον Φυτικό Μαθουσάλα της Χίου}, το σχολείο το σπίτι του παπά, το νεκροταφείο. Όλα αυτά στην πλευρά του «Ροδινού» Στην απέναντι πλευρά του χωριού, την βόρεια, ήταν η Άγια Αναστασιά, ο κύριος όγκος των οικοδομών με το «Λακκί» (η πλατεία της Κυδιάντας). Ακόμα υπήρχε ο μικρός οικισμός «Νενέδο». Ίσως ο πρώτος απ όλους . Πιθανά να ήταν η θέση του μεσαιωνικού χωριού. Μια και κοντά του είναι η θέση «Μαζαγρελίνα» που παραπέμπει σε παλιά αρχοντική οικογένεια του νησιού μας. Όλα αυτά στην πλαγιά του ορεινού όγκου «Βίγλες»
Μιχάλης Γ. Καριάμης
Πλοίαρχος Ε.Ν