Η Φιλοσοφία σε ταραγμένους καιρούς (ΙΙ)

Οὐ προσποιεῖσθαι δεῖ φιλοσοφεῖν, ἀλλ’ ὅντως φιλοσοφεῖν
οὐ γάρ προσδεόμεθα τοῦ δοκεῖν ὑγιαίνειν,
ἀλλά τοῦ κατ’ ἀλήθειαν ὑγιαίνειν.
(Επικ. Προσφώνησις)

Του Κ. Α. Ναυπλιώτη

Επειδή θεωρώ γνωστή την ωφέλεια που μπορεί να εισπράξει κανείς από τη γνώση των λαϊκών παροιμιών, θα αρχίσω απ’ αυτήν που μας λέει:“θέλω να ‘γιάσω μα δεν μπορώ”! Μη φοβάστε όμως (!) σκοπός μου δεν είναι να ασχοληθώ με τον όντως “βιοφελή λόγο” που μπορεί να εισπράξει κανείς από τη γνώση του παροιμιακού λόγου.
Και για να μην μακρηγορώ – επί του προκειμένου – αλλά και για να εξηγήσουμε ευρύτερα το πως μπορεί ο άνθρωπος να αντιμετωπίζει όχι μόνο τις συγκυριακές καταστάσεις, αλλά ευρύτερα και τα προβλήματα στη ζωή του, θεωρώ προφανές πως θα πρέπει να βασίζεται σε κάποιες αρχές που θα αποδεικνύουν την εξηγητική τους αξία αλλά και την πρακτική τους χρησιμότητα.
Η αλήθεια είναι πως πρέπει να τηρούμε μια ρεαλιστική στάση απέναντι στα δεινά της ζωής και συγκεκριμένα τα δεινά που προέρχονται και από τη φύση και από τον πολιτισμό. Η λογική αυτή θα μας βοηθήσει παράλληλα με το όντως φιλοσοφείν στο όντως υγιαίνειν. Και όπως ακριβώς δεν έχουμε ανάγκη από μία ψευδαίσθηση υγείας έτσι ακριβώς δεν έχουμε ανάγκη από μια “ψευδεπίγραφη” φιλοσοφία που όχι μόνο δεν καταπιάνεται με τα δεινά της ζωής, και που παράλληλα είναι ανίκανη να παράγει αλλά και να προάγει την διανοητική και ψυχική υγεία του ανθρώπου. Και σ’ αυτή την περίπτωση η φιλοσοφία ως θεραπεία ψυχής είναι η μόνη δικαιολογημένη θεωρητική δραστηριότητα ακριβώς χάρη στις πρακτικές συνέπειες που μπορεί να επιφέρει. Έτσι το “φιλοσοφείν” είναι λάθος να ξεκινάει από τον φόβο αλλά και από την αγωνία που τον υποθάλπει, όπως η μεταθανάτια ζωή ή η σωτηρία που μας περιμένει όταν ακολουθούμε ως προς τούτο “επιβαλλόμενες εντολές”, οι οποίες πιθανόν να μας πεθάνουν με τη θέλησή μας και βέβαια δεν μπορούν να μας σώσουν από το αναπόφευκτο τέλος, τον θάνατο. Δεν θα μας σώσει κανείς από τις “αμαρτίες” μας, οι οποίες μπορεί να είναι προσωπικές, ωστόσο δεν θα τις χαρακτήριζε κανείς προσωπικές όταν βλάπτουν το κοινωνικό σύνολο…παρόλο ότι θεωρώ πως η πίστη όπως και η απιστία θα πρέπει να ακουμπούν στην προσωπική εκτίμηση του καθενός. Μπορεί κανείς να σέβεται τους ανθρώπους που πιστεύουν, όμως δεν μπορεί κατ’ ανάγκην να δεχτεί τις απόψεις τους ως θέσφατες. Για το λόγο αυτό τα πράγματα πρέπει να αξιολογούνται με βάση τη συμπεριφορά μας σε συνάρτηση με το ουσιαστικό νόημα που αυτές προσφέρουν…και το ουσιαστικό νόημα μπορεί να βγει μόνο από ορθολογική σκέψη και όχι με την αντιστροφή των νόμων της φύσης. Μπορεί κανείς να μην αμφισβητεί πως η θρησκευτική πίστη μπορεί να καταπραΰνει τους φόβους πολλών για τον θάνατο, όμως ο θάνατος είναι το μόνο βέβαιο που θα συμβεί στον άνθρωπο. Και γι αυτό δεν πρέπει να ενέχει τίποτα το φανταστικό. Κάθε άλλο υπονομεύει την φυσική τάξη. Ίσως δεν είναι υπερβολή το να υποστηρίξει κανείς πως το νόημα στη ζωή μπορεί να μας το δώσει ο θάνατος και όχι η όντως αγωνία που προκύπτει από αυτόν. Δεν χρειάζεται κανείς να μας πει πως θα ζούμε σήμερα για να μπορέσουμε να ζήσουμε καλύτερα αύριο και μάλιστα μετά θάνατο. Εντούτοις η εκκλησία έχει φροντίσει και προτρέπει τον άνθρωπο να ζητάει το έλεος εν ζωή όχι μόνο γι’ αυτούς που πιστεύουν αλλά και για όσους δεν πιστεύουν• πόσο μάλλον να αφεθεί κανείς στην πίστη του και μόνο, για την…“προστασία από τον κορωνοïό”*! Η γνώση στην προκειμένη περίπτωση είναι το μόνο φάρμακο για να προφυλαχτεί ο άνθρωπος από τον βέβαιο θάνατο και όχι οτιδήποτε περιλαμβάνει, αν όχι συντηρεί τον φόβο και τις δεισιδαιμονίες (παράλογους φόβους από σκοτεινές δυνάμεις).
Μπορεί εγωιστικά ο άνθρωπος να επιθυμεί την αθανασία. Αυτό όμως το κάνει έστω και αν αυτό είναι ένα είδος εγωισμού και του πιό τιποτένιου ανθρώπου ο οποίος επιθυμεί μια μεταθανάτια ζωή…και δεν σκέπτεται πως η αθάνατη ψυχή με την συνείδησή της υπήρχε και πριν γεννηθεί, αλλά δεν του μετέφερε κανένα σημάδι μνήμης τού προγενέστερου βίου της”(βλ. βιβλίο Ιάσων Ευαγγέλου “Ο άνθρωπος και ο πόνος” εκδ. Βερέττας 2005). Προκύπτει λοιπόν πως η σημαντικότερη αλλά και πιό ιερή στιγμή κάθε θεωρίας είναι η πράξη και απ’ αυτήν πρέπει να κρίνεται. Έτσι λοιπόν “το μυαλό” και η πράξη είναι στάση ζωής και όχι το να “βάλουμε μυαλό και γνώση” η οποία όμως θα υπάρξει μετά θάνατον• γιατί στον Άδη δεν υπάρχουν ούτε δίκες ούτε δικαστήρια. (βλ. Ιππόλυτος, κατά πασών των αιρέσεων εκδ. Ζήτρος) Μας λέει λοιπόν: “Τάς δέ ψυχάς τῶν ἀνθρώπων λύεσθαι ἅμα τοῖς σώμασιν, Ὤσπερ καί συγγενᾶσθαι αὐτοῖς τίθεται….ᾯ ἀκολουθεῖ μῆτε κρίσεις εἶναι ἐν Ἁΐδου μῆτε δικαστήρια,…καί διαλάθει ἀνεύθυνον εἶναι παντελῶς”. Δηλ. Ότι οι ψυχές των ανθρώπων διαλύονται ταυτόχρονα με τα σώματά τους όπως γεννήθηκαν μαζί τους….κατά συνέπεια, στον Άδη δεν υπάρχουν ούτε δίκες ούτε δικαστήρια. Έτσι οτιδήποτε κι αν πράξει κάποιος στη ζωή αυτή και περάσει απαρατήρητο, δεν του δημιουργεί απολύτως καμία ευθύνη. Να πούμε ακόμα πως ο θάνατος είναι το αντίθετο της ζωής. Η ζωή προϋποθέτει αντίληψη, αίσθηση συναίσθημα και συνείδηση• ο θάνατος όμως σημαίνει την πλήρη απουσία τους. Αξία έχει η κατάφαση στη ζωή να αναλαμβάνει τις συνέπειες τού παρόντος, δηλ. του αισθητού κόσμου και όχι στο επέκεινα. Καθότι “γεγόναμεν ἅπαξ, (και) δίς οὐκ ἔστι γενέσθαι…”** Εδώ νομίζω πως πρέπει κανείς να αναφερθεί (εκτός των άλλων) μόνο στον Einstein (Aïνστάιν) που μας λέει: “είμαι ένας βαθιά θρησκευόμενος άπιστος. Δεν πιστεύω σε κανέναν προσωπικό θεό. Η ιδέα αυτή μου είναι ξένη και μου φαίνεται αφελής…η Φύσης τού κόσμου όπως μας την αποκαλύπτει η επιστήμη και δεν έχει αυτό καμία σχέση με τον μυστικισμό”.
Συνεπώς : “ο σοφός ούτε απαρνιέται τη ζωή ούτε φοβάται την ανυπαρξία, διότι δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή, αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει” βλ. πρδ. Φιλοσοφείν απ. 52 μτφρ. Γ. Αβραμίδης).
Τέλος “ο σοφός σέβεται και διαφυλάσσει τη ζωή του, έχοντας συγχρόνως πλήρη επίγνωση τής προοπτικής και των περιορισμών που του θέτει η ίδια η φύση τού κόσμου εντός του οποίου ζει και δρά” ο.π . (τα μαύρα γράμματα είναι δικά μου).
Εν κατακλείδι, μήπως μας θυμίζει κάτι από τις σημερινές αντιθέσεις μεταξύ εκκλησίας και πολιτείας, για την αντιμετώπιση τής νόσου;

knafpl@hotmail.com

* Η αναφορά αυτή είναι συγκυριακή αλλά και ουσιαστική που ωστόσο αναφέρεται στο πλαίσιο της λογικής του κειμένου και μόνο.
** βλ. Λουκρήτιος Για τη φύση των πραγμάτων μτφρ. Θ. Αντωνιάδης – Ρούλα Χαμέτη, Θεσσ/νίκη εκδ. Θύραθεν 2005

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.