Ο ποιητής Κώστας Μαρδάς δημοσίευσε το ποίημα ΜΗΤΡΙΚΟ (ΚΑΙ) ΟΞΥ με αφορφή το μνημόσυνο της μητέρας του Ελένης στις 3 Σεπτεμβρίου.
ΜΗΤΡΙΚΟ (ΚΑΙ ) ΟΞΥ
*
-Μάνα μου !
που το σώμα σου σταυροί και πανηγύρια
*
Μα που στο τέλος κόκκινα έβγαιναν τα λόγια απ΄ τα χριστοπρεπή σου χείλη
Στις αλλόκοσμες ολονυχτίες εκρήξεων μέσα στο ηφαίστειο του παραλογισμού των φριχτών παθών της ταπεινωτικής αρρώστιας
Σταλμένης – λένε οι θεολογούντες σοφιστές – από την Υπέρθεον Τριάδα – για να σε δοκιμάσει, φορτώνοντας σε σένα τα ειμαρμένα αμαρτήματα Αδάμ και Εύας
Παραθεωρώντας , οι λαλούντες τεχνοκράτες του άμβωνος , ότι εσύ, Θεοδοσμένη νοικοκυρά – μετανάστρια – ράφτρα , εν τη αγαθότητί σου, ουδέποτε κατέστρεψες πόλη βιβλική με τυφλά χτυπήματα, κατά πώς ο Γιεχβά έβραϊκός Θεός της Παλαιάς Διαθήκης και ούτε λοξοδρόμησες στα σαρκικά
– Μάνα μου !
Με ένα ύφος τηλεφανούς αφοβίας, απειλής και βίας, που ουδέποτε είχες , από το παράθυρο του σπιτιού μας στο Θολοποτάμι Χίου, το παγκόσμιο βασίλειό σου ανάμεσα στα μαστιχόδεντρα, ατένιζες καρσί την αρχαία Κρήνη των Ιώνων και στο βάθος τη Σμύρνη του αρπαγμένου προγόνου σου στη Σφαγή του ’22…
Άϊντε λοιπόν!
Γίνου πάλι 30χρονη !
Φόρεσε το Coco Channel σιέλ σου ταγεράκι, αυτό που αγόρασες απ’ το παζάρι στην υπόγεια αγορά της Saint Catherine του Μontreal Down Town
Άνοιξε τη σφαλισμένη σάλα μας, που έχεις να δείξεις απ’ όταν με έντυσες γαμπρό
Και δώσε την τελική σου δεξίωση
Κάλεσε τους μεγάλους σου νεκρούς, για να χορέψεις πάνω στον άκτιστο χρόνο υπέρ κεκοιμημένων:
Υπέρ του πατρός σου, με το λευκό ψαθάκι
Υπέρ της μητρός σου, με τη μαγουλίκα.
Υπέρ των πεθερικών σου, που πρόσεχες τα λόγια σου νάναι μόνο διαμαντένια
Και υπέρ του συντρόφου σου στα εύκολα και στα δύσκολα, που τάβαζε με ηφαίστεια για να μας προστατεύσει
– Μάνα μου !
*
Που στα γαλάζια μάτια σου
λούσα και εκκλησιές
*
Και βάλε δυο και τρεις ζυγιές όργανα να παίζουν τον πολίτικο συρτό
Αδιαφόρησε πια, αν θα πατήσουν στα χαλιά σου
Αν λερωθούνε τα σεμεδάκια σου
Κι αν διαταραχθεί η συμμετρία στα οικογενειακά κάδρα του Σύμπαντος Κόσμου σου
Και κάλεσε τον γείτονά σου Άη Γιάννη και την βορειοχωρίτισσα Αγιά Μαρκέλλα , να σου χτυπάνε παλαμάκια
Λαλώντας ομού κατά το πλήθος των οικτιρμών σου και της αρρήτου δόξης σου, αφού γέρασες χωρίς εχθρούς και πολέμιους
Κάλεσε, ως απότμημά σου, τα χέρια του πατέρα, που τα τίμησε καθαρίζοντας το General Hospital και μαζί με σένα το κτίριο της γαλλόφωνης εφημερίδας Journal de Montreal
Εκεί όπου με ονειρευτήκατε να γράφω ρεπορτάζ , όπως αυτούς που βλέπατε με δέος στα μαγικά, για τα δικά σας μάτια σας, γραφεία
Αγνάντεψε το πάρκο Fletcher Field, στις υπώρειες του Mont Royal, που περνούσαμε τα Σαββατοκύριακα με τους συν-ξενιτεμένους χωριανούς
Mιλώντας αιωνίως για την επιστροφή στην Ελλάδα
Ρυθμίζοντας τα ρολόγια στην ώρα της πατρίδας
-Μάνα μου !
Πέτα στον ουρανό τα ιατρικά κοκτέιλ:
Rispedral , δραστικό για όσους βλέπουν, ακούν και αισθάνονται όσα δεν υπάρχουν, διακατεχόμενοι αναιτίως από χαρά υπερβολική, ενθουσιασμό και επιθετικότητα της δαιμονικής άνοιας
Πέτα το Ouepin , αποτελεσματικό στη θεραπεία ενός μανιακού επεισοδίου
Πέτα Ziprexa, Lumaren, Exelon, Ceclor, Thyrohormone, Vertico, Lexotanil, Vomex, Prefucet
Φύτεψέ τα στις αναρίθμητες γλάστρες σου να γεννηθούν λωτοί και βουκαμβίλιες στην Εδέμ του κράτους σου της ομορφιάς
– Μάνα μου !
*
Τα ξενικά αρώματα
δεύτερος εαυτός σου
*
Βγάλε από τον κόρφο σου εκείνο το λευκό σιδερωμένο μαντήλι, που το φύλαγες ως νάταν αντιμήνσιο
Το νοτισμένο από τα δάκρυα, όταν τρομοκρατιόσουνα όσες φορές έχανες το λεωφορείο για τη δουλειά στην παγωμένη ξενιτιά, Schabanel Street, North, στο factory νάιλον καλτσών του Εβραίου «μπόση»
Που ως τα τέλη σου επαιρόσουν λέγοντας, ότι σε εξαιρούσε από τον καθημερινό έλεγχο της τσάντας σου στο τέλος της βάρδιας
Γιατί ήξερε πως δεν αφαιρούσες ποτέ κάτι απ΄ την παραγωγή σου
Και πρότεινε στα ολόσωμα χέρια του πατέρα να σε χορέψουν
Κάνε του εκείνα τα σεμνά τσαλίμια στο ταξιμάκι
Λικνίσου δεξιά και αριστερά με το μαντήλι σου ,έχοντας τα χέρια κάτω, στο ύψος των γονάτων
Κι όταν ακουστεί το πρώτο λεωφορείο του ΚΤΕΛ, που έπαιρνες συνταξιούχος πια με ένα τσεκ ολίγων δολαρίων, για να ψωνίσεις φτηνά μα φανταχτερά απ΄ τα κινέζικα της Χώρας
Κι όταν υψωθεί με σεβασμό ο Ήλιος και η Ανατολή πλένει το πρόσωπό της στο ιωνικό φως, αποστέλλοντάς σου με τις αντένες του το τελευταίο τηλεγράφημα
Κι όταν, μειδιώντας για πρώτη φορά, ο Άγιος και η Αγία, καθώς ασυνήθιστοι στα γήινα, κουραστούν να σας κρατούνε άλλο το ρυθμό, ξεκινήστε, ζευγάρι λογοδοσμένο τώρα για το Ύπερθεν, με οδηγό τον πατέρα
– Μάνα μου !
Μερακλού !..
Κοκέτα !..
Υπέρφωτη στα τίμια!
Τότε τα όργανα θα σου παίξουν τον τετράστιχο αμανέ, κατά πώς μου παράγγειλες να τους δώσω για την ύστατη στιγμή
*
Σαν αποθάνω βάλτε μου
Το πιο χρυσό φουστάνι
Να συναντήσω το Χριστό
Εντύπωση να κάνει!
*
Έχοντας, όχι το τελευταίο πρόσωπο της αποστέωσης , το δυσειδές και κιτρινώδες, που απαθώς θωρούσαν Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, παρ΄όλο που τόσα και τόσα γονυπετής τους είχες προσφέρει , μα το όμορφο εκείνο της επιστροφής στο γενέθλιο τόπο μας, με το υπερωκεάνιο «Βασίλισσα Άννα Μαρία»
Πρόσωπο, που πρόσεχες λατρεύοντάς το με κρέμες , προσδοκώντας την αθανασία του δέρματος
Αποφεύγοντας, καθ΄ όλο το δεκαπενθήμερο ταξίδι μας, να σεργιανίσεις, έστω και ένα λεπτό τη θάλασσα απ΄το κατάστρωμα.
Κι ας ήταν ο αυγουστιάτικος ήλιος φτενός του Ατλαντικού και προσεκτικός της Μεσογείου – για το χατίρι της επανόδου μας
Όπως απόφευγες να βγαίνεις νύχτα στο δρόμο του σπιτιού μας στο Colonial Street, καθώς στη γωνία περνούσαν «μπόμπηδες», Γάλλοι αυτονομιστές της Πολιτείας Quebec, πίνοντας μπύρα σε χαρτοσακούλα απόκρυψης γιατί περνούσαν τα περίπολα της καναδικής αστυνομίας
Κι όπως μετά, στου χωριού τα καλντερίμια, περνώντας μας από το σκεπαστό -καμάρα των φαντασμάτων που αφουγκραζόσουν από μικρή
Όμοια και τις νύχτες στις βεγγέρες, επιστρέφοντας από το σπίτι των πεθερικών σου, μας ψιθύριζες τρέχοντας το «Ιησούς Χριστός νικά…»
Με το ένα χέρι, σφίγγοντας εμένα και με το άλλο το Μαρικάκι μας
Ομνύοντας πίστη στα άδηλα και τα κρύφια της Σοφίας Του, πιστεύοντας περισσότερο από τους ακριβούς ιερωμένους
Εσύ που σ’ όλη σου τη ζωή σεβαστικά άκουγες για την λίμνη της Γεννησαρέτ και δεόμενη βάδιζες με τη φαντασία σου να Τον υποδεχθείς προς Εμμαούς
-Μάνα μου !
Δορυφορούμενη υπό των Αγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των Ουρανίων Δυνάμεων, πάρε τώρα αγέρωχη την οδό που άνοιξαν τα άφοβα χάλκινα χέρια του πατέρα, που προηγήθηκε, για να σου έχει έτοιμο το νέο σου σαλόνι
Υπερστολισμένο με χρυσαφικά σε Γαλαξία διαυγή, όπως το παναμώμητον πρόσωπό σου
Αιωρούμενη μέσα σε ανθοταξίες βαρυτικών πεδίων
Σε αστρόσκονη
Στο βραχίονα του Τοξότη
Στο Μέγα Νέφος του Μαγγελάνου.
Στη συστοιχία της Μεγάλης Άρκτου
Στην Ανδρομέδα
Εκεί όπου επανθεί το φως των θεοτήτων της Αστροφυσικής
Εκεί όπου κρατούν τα ένυλα χρώματα του τελικού μας χώματος
Συγυρίζοντας , γυαλίζοντας, τακτοποιώντας το άστρο σου για όλους εμάς που θα ακολουθήσουμε γενόμενοι απελεύθεροι της σαρκός
Εκεί όπου δεν ηχούν , στα πρασινογάλαζα μάτια σου, τα τρομοκρατικά λόγια της Αγίας Επιστολής, που συλλάβιζες αγράμματη, τρεμάμενη, συγκλονισμένη
Παρά αντηχεί του πανωραίου μηδενός ο Μέγας Δοξολόγος
– Μάνα μου !
*
Που οι τοίχοι και τα έπιπλα
σε θέλουν πάντα νέα
*
Νιώθοντας αγαλλίασμα στην καρδιά σου
Την παραγεμισμένη από νεότητος αναιτίως με valium
Μετεωριζόμενη μέσα στα λιλά.
Με ένα κότσο του ’60 σε στυλ πριγκίπισσας Φαράχ Ντιμπά.
Με τα όμορφά σου ζιβάγκο, τις πάνλευκες πέρλες στον άμωμο λαιμό σου, τα χρυσαφικά, τις κορδέλες δεμένες φιόγκους κατακόκκινους για τη λεπτή σου μέση, υφάσματα ποικιλόχρωμα, με αρωματικά πανάκριβα και κρύσταλλα ιριδίζοντα
Και πούλουδα πλαστικά στις μέσα γλάστρες μας , που αγαπούσες, γιατί ήταν ψεύτικα , αλλά αμάραντα στους αιώνες , όπως έλεγες
– Μάνα μου !
Μείνε συσταζούμενη!
Να στέφεις!
Να καμαρώνεις!
Σεμνά!
Μα μέσα σου υψωμένη !
– Μάνα μου Ελέγκω !
*
Που αγάπησες τα όμορφα
ξέχωρα απ΄ τον πατέρα!
Κώστας Μαρδάς.
……………………………………………………………….
Το Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου έγινε το μνημόσυνο της Ελένης Μαρδά πολυαγαπημένης μητέρας του δημοσιογράφου, συγγραφέα και ποιητή Κώστα Μαρδά , στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Θολοποτάμι Χίου, σε στενό οικογενειακό κύκλο, και ο ποιητής την τίμησε στον παγκόσμιο κύκλο της Ποίησης – όπως σημειώνει ο ίδιος-,με αυτό του το ποίημα- ωδή που έγραψε στην μνήμη της και το οποίο μελοποιεί ο συνθέτης Τάσος Γκρούς.
Δεν υπάρχει-εκ μέρους μου-, κριτικό σχόλιο. Ύμνος στην μητέρα, λυρισμός, θλίψη, νοσταλγία, αγάπη, πόνος , συναισθήματα βαθιά, ένα ποίημα πορτρέτο, -εικαστική βιογραφία’ της μητέρας του ποιητή.
Σκέφτομαι ότι μόνο με το ποίημα και χωρίς φωτογραφία ένας καλλιτέχνης θα δημιουργούσε άνετα το πορτρέτο της μητέρας του ποιητή.
Συγκλονιστικό!
Ευχαριστώ θερμά τον Κώστα Μαρδά για την άδεια δημοσίευσης του ποιήματος του που προσωπικά το κατατάσσω στα πλέον αξιόλογα με θεματική την Μάνα.
Φωτογραφία: Αρχείο Κώστα Μαρδά.
Για την diafaneia.eu
Τασσώ Γαΐλα.
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια.