Ενώπιον μιας από τις μεγαλύτερες κρίσεις δημόσιας υγείας του 21ου αιώνα βρίσκονται οι κοινωνίες και τα συστήματα υγείας σε όλο τον πλανήτη. Η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης του πληθυσμού οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση της συχνότητας της άνοιας, μιας πάθησης που στη χώρα μας σήμερα αφορά περισσότερα από 205.000 άτομα.
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας (ΗΠΑ, Σιάτλ) που αφορά την εκτίμηση της επικράτησης της άνοιας έως το 2050 σε παγκόσμιο επίπεδο και η οποία δημοσιεύθηκε πριν από λίγους μήνες στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Lancet Public Health, ο αριθμός των ατόμων με άνοια σε παγκόσμιο επίπεδο θα τριπλασιαστεί έως το 2050 (από 57,4 εκατομμύρια που ήταν το 2019 σε 152,8 εκατομμύρια το 2050). Η μεγαλύτερη αύξηση θα αφορά τις χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής (367% αύξηση κατά μέσον όρο), ενώ αντίθετα η μικρότερη αύξηση αναμένεται σε ανεπτυγμένες χώρες της περιοχής της Ασίας – Ειρηνικού Ωκεανού (53%) και στη Δυτική Ευρώπη (74%). Κατά την έρευνα, στην Ελλάδα το 2019 ζούσαν περίπου 206.400 άτομα με άνοια, αριθμός που υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 298.600 έως το 2050 (αύξηση της τάξης του 45%). Αξίζει να σημειωθεί ότι πέραν των πασχόντων με άνοια, εκ των οποίων περίπου το 60%-70% έχουν Αλτσχάιμερ, διπλάσιος αριθμός ατόμων ζει με ήπια νοητική διαταραχή, που οι ειδικοί γιατροί χαρακτηρίζουν «γκρίζα ζώνη» μεταξύ της άνοιας και της φυσιολογικής έκπτωσης λειτουργιών λόγω γήρατος και η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε Αλτσχάιμερ. Πίσω από κάθε ασθενή με άνοια είναι 2-3 άτομα, τα οποία, όπως και οι πάσχοντες, απαιτούν υποστήριξη.
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο καθηγητής Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών του ΕΚΠΑ στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο Νικόλαος Σκαρμέας, η συχνότητα της άνοιας και της ήπιας νοητικής διαταραχής, καθώς και ο ρυθμός αύξησής τους στη χώρα μας, δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες. «Η βασική αιτία είναι η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης. Η πάθηση είναι συχνότερη στις μεγάλες ηλικίες και όσο αυξάνεται ο πληθυσμός άνω των 75 και 80 ετών τόσο αυξάνεται και η δεξαμενή ατόμων που κινδυνεύουν να εκδηλώσουν άνοια», επισημαίνει. Σύμφωνα με την Εταιρεία Αλτσχάιμερ Αθηνών, το 2% του πληθυσμού ηλικίας 65 έως 74 ετών εκδηλώνει άνοια. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 19% στις ηλικίες 75-84 ετών και πάνω από 40% στα άτομα άνω των 85 ετών.
«Τα τελευταία χρόνια βελτιώνουμε τη διάγνωση της πάθησης με τη μέτρηση βιοδεικτών στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό της σπονδυλικής στήλης και με κάποιες απεικονιστικές εξετάσεις του εγκεφάλου», σημειώνει ο κ. Σκαρμέας και συνεχίζει ότι «στόχος είναι η μέτρηση μη φυσιολογικών επιπέδων ουσιών που έχει φανεί ότι σχετίζονται με την εμφάνιση της άνοιας. Η συσσώρευση αυτών των ουσιών στον εγκέφαλο ξεκινάει πολλά χρόνια –τουλάχιστον 15– πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων της άνοιας. Με βάση αυτούς τους βιοδείκτες δοκιμάζονται φάρμακα τα οποία θα δρουν νωρίς, αρκετά πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων, και άρα θα είναι πιο αποτελεσματικά από τις υφιστάμενες θεραπείες, οι οποίες δρουν σαν “αλεξίπτωτο”: επιβραδύνουν την “πτώση”, αλλά δεν τη σταματούν. Είναι μια διαρκώς εντεινόμενη προσπάθεια που γίνεται σε πολλά ερευνητικά κέντρα ανά τον κόσμο».
πηγή : ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ