ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΜΑΡΚΕΛΛΑ Γράφει η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

 

Ήταν όμως και κάποιες μέρες του καλοκαιριού που ο μπαμπάς μας δεν πήγαινε στη δουλειά  και τις αφιέρωνε για να πάει την οικογένειά του  ολοήμερες εκδρομές.

Αν μάλιστα αυτές οι εκδρομές είχαν προορισμό τοποθεσίες όπως η Λαγκάδα, ο Καρφάς, ο Τρυπατές, ο Άγιος Μηνάς και τα Ρεστά, μέρη δηλαδή που ήταν κοντά στη Χώρα, τότε έκαμνε και δυο και τρεις στράτες για να φέρει και τις γιαγιάδες και τ’ αδέλφια και τ’ ανίψια κι έτσι να μαζευτούμε όλοι μαζί και να περάσομε μια μέρα ευχάριστη, με δροσιά και χαρούμενη συναναστροφή.

Αν όμως η εκδρομή επρόκειτο να είναι μακρινή, τότε εκπονείτο ολόκληρο σχέδιο κι οι προετοιμασίες, ξεκινούσαν μέρες πριν, ώστε το όλο  εγχείρημα να στεφθεί με επιτυχία.

Μια τέτοια απόδραση από τα καθημερινά ήταν κι αυτή που απαραιτήτως κάναμε κάθε χρόνο στην Αγία  Μαρκέλλα.

–  «Στη μακρινή;» ρωτούσαμε για να βεβαιωθούμε πως θα πάμε  στη χάρη Της στη Βολισσό κι όχι στην Αγία Μαρκέλλα στις Καρυές.

–  «Ναι, ναι…  Στη μακρινή…».  Μας διαβεβαίωναν κι εμείς δεν βλέπαμε την ώρα να ξεκινήσομε.

Από την προηγούμενη άρχιζε  κι η μαμά  τα μαγειρέματα. Τηγάνιζε μελιτζάνες και τις έριχνε σε κρέμα σκορδαλιάς, έκαμνε και γεμιστά μέσ’ το μεγάλο ταψί, κεφτέδες, ντολμαδάκια και ταραμοσαλάτα, χαλβά και κουλούρια αμμωνίας κι η θεία μου η Άννα ετοίμαζε τις δικές της σπεσιαλιτέ, τ’ αυγοκαλάμαρα, τις μαρίδες τις μαρινάτες και τα μασουράκια.

Τύλιγαν ύστερα στα πολύχρωμα μπογοπάνια σεντόνια και μαξιλάρια για τη μεσημεριανή σιέστα, τραπεζομάντηλα, πετσέτες κι  αλλαξιές πολλές για μας, γιατί ιδρώναμε  με τα παιχνίδια και κρυώναμε τόσο εύκολα που, μετά από κάθε εκδρομή, θα ’πεφτε πάντα κάποιος με πυρετό, βήχα, διάρροια ή συνάχι!

Κάμνανε και τις κουρελούδες και τα κιλίμια ρολό κι οπωσδήποτε ετοίμαζαν τις ζακετούλες και τα πουλοβεράκια, γιατί «η χάρη Της πέφτει βορινά κι είναι το μέρος ανοιχτό», με αέρηδες  πελαγίσιους που κατεβάζουν τη θερμοκρασία ακόμη και το κατακαλόκαιρο.

Τέλος, για να ’ναι όλα έτοιμα πρωί-πρωί και να ξεκινήσουμε στην ώρα μας, φόρτωνε ο μπαμπάς αφ’ εσπέρας όλες τις κουμπάνιες, φαγητά, καρπούζια, νερό, σαπούνι, ρούχα, καλάθια και μπόγους στο «εφταθέσιο».

Τώρα τι να σας πω για το «εφταθέσιο»;  Αυτό δεν ήτα απλό αυτοκίνητο αλλά περίπτωση αυτοκινήτου!

Από τη λέξη ασφαλώς  καταλαβαίνετε πως αυτό το μεγαθήριο χωρούσε- επισήμως- εφτά επιβάτες,  εξ’ ου και το επίθετο. Είχε βλέπεις, ανάμεσα στις μπροστινές θέσεις του οδηγού και του συνοδηγού και στο κλασσικό τριθέσιο πίσω κάθισμα, ακόμα  δυο μικρά σπαστά καθίσματα, τα οποία άνοιγαν ανάλογα με τις ανάγκες και εάν οι επιβάτες ήταν περισσότεροι των πέντε.

Αιματηρές μάχες εδίδοντο κάθε φορά μεταξύ μας, για το ποιος θα αγκαζάρει αυτές τις έξτρα θέσεις της μεγάλης αμερικάνικης κούρσας, γιατί τις περισσότερες φορές, μέσα σ’ αυτά τα ογκώδη αυτοκίνητα, μπαίναμε άνετα και δέκα άτομα μαζεμένα!

Αργότερα, όταν μπήκα στα μεγάλα μαύρα taxi στην Αγγλία,  ξαναθυμήθηκα με συγκίνηση  το αγαπημένο μας εφταθέσιο  και τις αξέχαστες εκδρομές μας .

Πριν από κάθε τέτοια εκδρομή, ο μπαμπάς μας το ’χε ξεκαθαρισμένο- και δεν σήκωνε αντιρρήσεις- ότι έπρεπε να ’χομε ξεκινήσει πρωί-πρωί, αξημέρωτα με τη δροσιά, πριν ο δρόμος γεμίσει λεωφορεία και φορτηγά και πριν η ζέστη κάνει τη διαδρομή ανυπόφορη.

Έτσι ήταν πάντοτε ο μπαμπάς μου.  Τακτικός, προγραμματισμένος, υπεύθυνος, καθαρός, σταθερός και στη δουλειά «ρολόι»!

Το μυαλό του ήταν ατζέντα και τα χέρια του πάντοτε απασχολημένα.

Είχε, πρώτα τον εαυτό του κι ύστερα το αυτοκίνητό του στην τρίχα κι όσο ήταν εκείνος άψογος και πεντακάθαρος, άλλο τόσο άστραφτε και τ’ αυτοκίνητό του, μέσα κι έξω, γιατί δεν κουραζόταν να το καθαρίζει συνεχώς, να το «γλείφει» έλεγε η μαμά μου.

Μα ήτανε κι εκείνη «μίζερη» κι ακούραστη  και τα ρούχα του «μιλούσαν» απ’ τη καθαριότητα, το άψογο σιδέρωμα με τη κόχη και τη τσάκιση κι όλοι πια είχανε να το πουν: «Καλέ εσύ τον άντρα σου τον έχεις σα γιατρό!»

Κι  εκείνος καμάρωνε την γυναίκα του τη χρυσοχέρα!

Έπρεπε λοιπόν να ’χομε ξεκινήσει το αργότερο μέχρι τις τέσσερις το ξημέρωμα, ώστε η ανατολή του ήλιου να μας βρει απάνω στο Αίπος κι έτσι το αυτοκίνητο να βγάλει τη μεγάλη ανηφόρα και τις πάμπολλες, απότομες επάλληλες στροφές άνετα, χωρίς ν’ ανάψει η μηχανή ή να ζαλιστούμε  εμείς τα μικρά –καμιά φορά κι οι μεγάλοι.

Είχαμε βλέπεις και το Ρηνάκι μας, που το «χαλούσε» το αυτοκίνητο, το ζάλιζε δηλαδή, έκαμνε εμετό κι ύστερα ήταν άρρωστο όλη τη μέρα.

Από τον φόβο να μη   ζαλιστεί το Ρηνάκι μας και φυσικά και για την ασφάλεια όλων, ο μπαμπάς μου οδηγούσε σιγά-σιγά, λες κι έκαμνε παρέλαση κι αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος που έπρεπε να ξεκινάμε νωρίς, για να ’χουμε όλο τον καιρό μπροστά μας για μια ασφαλή και ήρεμη διαδρομή..

Όπως είπα και παραπάνω, ο μπαμπάς ήθελε το αυτοκίνητό του πάντα αψεγάδιαστα καθαρό, τόσο που  έφτανε να  αποφεύγει επιβάτες  με μικρά παιδιά, λέγοντάς τους  πως είναι από άλλους αγκαζαρισμένος, γιατί ήξερε από κακιά πείρα πως, θα του λέρωναν τις ταπετσαρίες, τα χαλάκια και τα τζάμια με δαχτυλιές, σάλια, εμετούς, ψίχουλα και σουσάμια κι ύστερα από κάθε τέτοιο αγώγι θα ’πρεπε να το καθαρίζει μισή μέρα για να το κάνει  πάλι να μοσχοβολά  και ν’ αστράφτει, από το παρμπρίζ ως τα λάστιχα!

Την ξέραμε  όλοι αυτή την ιδιοτροπία του κι έτσι    μπαίναμε κι εμείς στο αυτοκίνητο «μετά φόβου Θεού», με ολοκάθαρα παπούτσια και πλυμένα χέρια και με την υπόσχεση πως δεν θ’ ανεβάζαμε τα ποδάρια μας στα καθίσματα, δεν θα τρώμε και δεν θα λερώνομε τα παράθυρα κολλώντας τα μουτράκια μας στα τζάμια.

Ακόμη και σήμερα –το ξέρετε- η ανάβαση του Αίπους είναι ζόρικη δουλειά, πόσο μάλλον εκείνα τα χρόνια που οι δρόμοι ήταν καρόδρομοι, δεν υπήρχαν προστατευτικά κιγκλιδώματα στις άκρες, οι στροφές ήταν απότομες και ολισθηρές και το πλάτος του οδοστρώματος τέτοιο, που αν τύχαινε να συναπαντηθούν δυο αυτοκίνητα, το ένα έπρεπε να περιμένει ώσπου να πάρει το άλλο τη στροφή και μετά να συνεχίσει.

Αν δε είχες τη τύχη ν’ απαντήσεις λεωφορείο ή φορτηγό…  Ε, τότε καλά ξεμπερδέματα…

Όμως, όλες αυτές οι αγωνίες του μπαμπά μας, για μας ήταν ευχάριστη περιπέτεια, γι’ αυτό χαλαλίζαμε και τον ύπνο μας αγόγγυστα. Πρωί-πρωί πεταγόμασταν όρθιοι –πράγμα που τις καθημερινές ήταν ακατόρθωτο- με τη πρώτη φωνή. Για πότε ήμασταν σενιαρισμένοι και στις επάλξεις!  Απίστευτο!

–  «Πρόσεχε» υπενθύμιζε ο μπαμπάς στη μαμά.  «Όχι γάλα, όχι νερό, για να μην κάμουν εμετό».  Και σε μας έλεγε:

–  «Πριν φύγομε να πάτε για τσίσα…  Σας το λεω πως δεν θα σταματήσω πριν το Αίπος…»

Σαν φτάναμε στο μνημείο του Ρίτσου και του Παστρικάκη- εκείνο που στέκεται στη κορφή του βουνού κι αγναντεύει τα μικρασιατικά βουνά και το πέλαγος απ’ όπου ήλθε το βόλι και σκόρπισε τον όλεθρο κι έριξε κάτω τα δυο ηρωικά παλικάρια- ο ήλιος δεν είχε φανεί ακόμη στην ανατολή, μόνο η δυνατή λάμψη του, σαν προπομπός, στεφάνωνε τα βουνά και τα σύννεφα με χρώματα ρόδινα και χρυσαφιά, τα οποία, έπεφταν μετά κι έβαφαν τη θάλασσα, τα πλεούμενα που αρμένιζαν στο στενό μπουγάζι και τα μικρά νησάκια τα σκορπισμένα σαν κοπάδι δελφίνια μέσα στο  ασημένιο νερό. Κι ήταν τότε,  σαν όλα μαζί να κολυμπούσαν στον ουρανό και στ’ όνειρο!

Τότε καθίζαμε κι εμείς στα βραχάκια γύρω-γύρω κι αγναντεύαμε μαγεμένοι, μικροί και μεγάλοι, αυτό το υπέροχο θέαμα, περιμένοντας να ξεπροβάλει ο πύρινος Απόλλωνας, με την ίδια λαχτάρα κάθε φορά και το ίδιο δέος.

Στην αρχή, μια λάμψη που άστραφτε στην κορυφή των μικρασιατικών  βουνών και σου τρυπούσε θαρρείς τ’ οπτικό νεύρο, ξεπηδούσε κι ύστερα, ξεσπούσε μια πυρκαγιά που πυρπολούσε κατακόκκινη και λαμπερή το σύμπαν κι ανάμεσα στις φλόγες και στις αστραπές πρόβαλε λίγο-λίγο κι έπαιρνε μπόϊ  ο Μεγαλοπρεπής,  σε πορφύρα και χρυσάφι τυλιγμένος κι όλοι εμείς οι θνητοί θαυμαστές του μεγαλείου του, κάναμε ένα «ααα….» και χειροκροτούσαμε τον ερχομό του Κοσμοκράτορα, θαμπωμένοι κι εκστατικοί μπρος  στην ασύγκριτη μεγαλοπρέπεια και την απαράμιλλη ομορφιά του κι η συγκίνηση που μας έδινε ο ερχομός του, θαρρείς  πως έκαμνε  το ξημέρωμα το πρώτο και το μοναδικό που ζούσαμε!

Κι είναι φαίνεται, ο ερχομός του ήλιου κάθε μέρα, σαν ένα νέο ξεκίνημα της ζωής κι η ψυχή το δέχεται σαν δώρο, το προσκυνά σαν ευεργεσία και το υμνεί, ελπίζοντας και προσδοκώντας όσα καλά λαχταρά πως θα της φέρει.

Αυτόν τον ήλιο, το γιο του Δία, τον Απόλλωνα, τον φωτοδότη Φοίβο, τον ζωοδότη Άμμωνα, λάτρεψαν όλοι οι λαοί κι όλοι οι πολιτισμοί σαν Θεό κι οι ποιητές τον χιλιοτραγούδησαν με μύριους τρόπους, μα κι οι λαοπλάνοι προφήτες, μάγοι, γητευτές και τσαρλατάνοι, τον χρησιμοποίησαν για να υποβάλλουν μέσ’ απ’ τη δύναμη και τη μεγαλοπρέπεια του τα συμφέροντά τους στους ανθρώπους που πάντα έστεκαν έκθαμβοι, μα και φοβισμένοι μπρος στην ανεξήγητη κυριαρχία του στη ζωή τους!

Έτσι κι εμείς τότε, καθισμένοι στο νοτισμένο από τη πρωινή δροσιά και το αίμα των ηρώων  χώμα, στην κορυφή του γρανιτένιου βουνού που οι κακοτράχαλες πλαγιές του κατρακυλούν   σχεδόν κατακόρυφα προς τη θάλασσα, περιμέναμε  κάθε φορά  ν΄ αντικρίσουμε την ανατολή του και μετά, χορτασμένοι από θέαμα, μεγαλείο κι ομορφιά, αλλά κυριολεκτικά  πεινασμένοι και διψασμένοι, καταβροχθίζαμε με όρεξη, μπισκότα, κουλούρια, σταφύλια, σύκα κι όλα ήταν πολύ νόστιμα και πολύ πιο γλυκά τούτη την ώρα!

 

Απαραιτήτως, στη συνέχεια και  κάθε φορά -γιατί  ως γνωστό η επανάληψη  είναι η μήτηρ της γνώσης – ακούγαμε την ιστορία της απελευθέρωσης του νησιού μας από τα ηρωικά ελληνικά στρατευμάτα που το πρωινό την 11ης Νοεμβρίου του 1912, ημέρα της γιορτής των Αγίων Βικτώρων, αποβιβάστηκαν στο Κοντάρι, για να διώξουν τον επί τριακόσια εξήντα χρόνια κατακτητή απ’ το πανέμορφο νησί μας.

Μέσα σε λίγες μέρες, κατόρθωσαν να κατατροπώσουν τους λιγοστούς υπερασπιστές του Δοβλετίου και να τους απωθήσουν εδώ πάνω, στο άγριο βουνό, καθώς εκείνοι προέλαυναν νικηφόροι κι ανέβαιναν σταθερά, για να τους σπρώξουν και να τους γκρεμίσουν πίσω απ’ τα βουνά κι ως το Αιγαίο πέλαγος, όπου αποκομμένοι από τη μαμά Τουρκία, θα ήταν πια χαμένοι –πράγμα που τελικά κατόρθωσαν κι έτσι ελευθερώθηκε η Χίος.

Έγινε όμως ένα τραγικά φονικό λάθος από τη ναυαρχίδα του στόλου του Ελληνικού, την «Μακεδονία», όταν αντί να στρέψει τα κανόνια της στους εχθρικούς στόχους, έβαλε πάνω στους έλληνες που σκαρφάλωναν κυριολεκτικά, τις απόκρημνες παρυφές κι επιχειρούσαν γιουρούσι.

Τα αδελφοκτόνα πυρά, ανέκοψαν προς στιγμή τη νικηφόρα επέλαση των διεκδικητών και απελευθερωτών κι έκοψαν το νήμα της ζωής των πρωτοπόρων παλικαριών, του Ρίτσου και του Παστρικάκη, που κοιμούνται από τότε εδώ, στο χώμα που βάφτηκε απ’ το αίμα τους και μέσα σε τούτο το μνημείο που στήθηκε προς τιμήν τους, για να θυμίζει στους περαστικούς την αντρειοσύνη τους, μα και την άδική τους μοίρα, αλλά και για να στέλνει από μακριά, μηνύματα απειλητικά, στους εκ πεποιθήσεως σφετεριστές της λευτεριάς των λαών, στους θηριώδεις δήμιους και πρωτεργάτες γενοκτονιών και στους αιμοδιψείς άρπαγες των δικαιωμάτων των ανθρώπων, για να μην ξανατολμήσουν.

Τα γεγονότα εκείνα είχαν αφήσει κάποιες μνήμες μέσα στο παιδικό μυαλό του μπαμπά μου, που γεννημμένος στις 25/11/2008 ήταν στην απελευθέρωση τεσσάρων χρονών ήδη. Κι αφού το πατρικό του βρισκόταν λίγα μέτρα πιο κάτω από την εκκλησιά του Αγίου Μακαρίου, δηλαδή στα ριζά του Αίπους, η οικογένειά του έζησε  δύσκολες ώρες στην καρδιά των επιχειρήσεων  του 1912. Ακούγαμε λοιπόν συχνά και παραστατικά,  από κείνον, μα κι από τη γιαγιά μας  περιστατικά που έζησαν κι ιστορίες από πρώτο χέρι.

Αφού θεραπεύαμε και τις τρεις βασικές και πρωτεύουσες ανάγκες «των ψυχών και των σωμάτων ημών», δηλαδή την ευδαιμονία, την πείνα και τη γνώση, είμαστε πια έτοιμοι να συνεχίσομε την εκδρομή μας.

Περνούσαμε τραγουδώντας «άστα τα μαλάκια σου», «Χίος πανέμορφη» κι άλλα τέτοια άσματα, τον πληκτικό δρόμο του οροπεδίου του Αίπους, που ήταν γυμνό από βλάστηση, σαν σεληνιακό τοπίο, γιατί τους χειμώνες της Κατοχής, της πείνας και του κρύου, όλα τα δάση είχαν ξυλευτεί για να ζεσταθούν οι άρρωστοι κι οι πεινασμένοι στο Βροντάδο και στη Χώρα.

Σταματούσαμε που και που, μόνο σε κάποια μοναχική αγριαπιδιά για να κόψομε απίδια που ήταν σκληρά, μικρά και στυφά.

Κι όταν φτάναμε στη ρεματιά, εκεί που ο δρόμος τραβά από τη μια για τη Βολισσό και τα Βοριόχωρα κι απ’ την άλλη για το Πιττιός και την Βοριοανατολική  Χίο, μετά το μικρό εκκλησάκι του αγίου Σιδέρου και το χάνι που έψηνε πέρδικες και φασολάδα κι  είχε καλή κοπανιστή και σούμα, τότε άρχιζαν  τα χιλιόχρονα, πυκνά, πανύψηλα πεύκα, που καθώς έπιανε να ζεσταίνει η μέρα για τα καλά, μας ανακούφιζαν με τη δροσιά τους και γέμιζαν τα πνευμόνια μας με μοσχοβολιές απ’ τη γλυκιά τους ανασαιμιά, αλλά κι από την ευωδιά του ρετσινιού, το οποίο, έσταζε σαν διάφανα αστραφτερά δάκρυα, μέσα απ’ τις πληγές που είχαν ανοίξει στους κορμούς τους οι ρετσινάδες.

Τώρα, δυστυχώς, καρβουνιασμένα κούτσουρα συντροφεύουν τον ταξιδιώτη σ’ όλη τη διαδρομή και μοιάζει το τοπίο με πεδίο μάχης γεμάτο ξυλιασμένα πτώματα, τα οποία με την αποσύνθεσή τους γονιμοποιούν την καμένη γη για να ξανακαρπίσει.

Κι εκεί που οι σκιές ήταν πυκνές και το κελάηδημα των πουλιών δοξολογία προς τον ουρανό, σήμερα, μόνο αγριοπούλια φέρνουν βόλτες πάνω απ’ τις χέρσες πλαγιές κρώζοντας και μικρά αναιμικά δενδρύλλια προσπαθούν δειλά να αναστήσουν τη ζωή, την ομορφιά και τη χρησιμότητα του δάσους, που πυρπολήθηκε ανόσια και καταστράφηκε εν μια νυκτί.

Ο επόμενος σταθμός μας;   Ποιος άλλος;  Η δροσερή Κατάβαση!

Εκεί όπου, θαλερά μποστάνια ποτίζονται από γάργαρη αστείρευτη πηγή, της οποίας το κρυσταλλένιο κι εύγευστο νερό ανακούφιζε τους περαστικούς ταξιδιώτες, τους οδοιπόρους, τους βοσκούς, τα κοπάδια τους και τους κυνηγούς, από τις πολύωρες περιπλανήσεις τους.

Εκεί ήταν και τα καφενεία-ταβέρνες που απολάμβαναν όσοι σταματούσαν, τον καφέ με το λουκούμι και τη βουνίσια γίδα βραστή, τη καυτερή κοπανιστή, τις τσακιστές ελιές και τη σαλάτα από μοσχομυριστές ντομάτες και τραγανά ξυλάγκουρα κομμένα εκείνη τη στιγμή από τον μπαξέ.

Κι ύστερα από την ευχάριστη και δροσιστική διακοπή του ταξιδιού, άρχιζε η πραγματική κατάβαση προς τον κάμπο της Βολισσού, εκεί όπου, η γκρίζα θάλασσα των ελαιώνων ανακατεύονταν με τις χρυσοπράσινες πινελιές των αμπελιών για να κατηφορίσουν μαζί ως τις σμαραγδένιες ακρογιαλιές και τους αμμουδερούς κόλπους,  να ξεπλύνουν τον ίδρο της καρπεράδας τους.

Βλέπαμε από μακριά το όμορφο κεφαλοχώρι, τη Βολισσό, με τη μακραίωνη ιστορία- ιστορία που ξεκινά  απ’ τους στίχους του Ομήρου – και  κάναμε όλοι «ααα…».  Θαυμάζαμε το κάστρο  που, σαν διάδημα μαλαματοκαπνισμένο, μουντό από την πατίνα του χρόνου, μα πολύτιμο και δοξασμένο, στολίζει από ψηλά και στεφανώνει λες, τη τόση ομορφιά του! Χιλιοπαινεμένο και πλούσιο τούτο το χωριό σε υλικές και πνευματικές κληρονομιές, καταξιωμένο και προβεβλημένο στο πέρασμα των αιώνων κι ως τις μέρες μας από τα τόσα εκλεκτά και ξεχωριστά βλαστάρια του, ξεχωρίζει και εντυπωσιάζει πάντα τον επισκέπτη.

Όταν αφήναμε πίσω την ξακουστή  Βολισσό, τότε, όλοι το ξέραμε πως, λιγοστές στροφές και μερικοί απείρου κάλλους κολπίσκοι, με ζαφειρένια θάλασσα και χρυσαφένιες αμμουδιές, μας χώριζαν από τον προορισμό μας.

Μόλις λοιπόν το αυτοκίνητο έπαιρνε τη τελευταία βόλτα του χωματόδρομου, να που μπροστά μας, ξαφνικά, απλώνονταν το καταγάλανο πέλαγος, η πλατιά μεγάλη αμμουδερή  παραλία, η θαυματουργή εκκλησιά κι όλο το επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα που την περιβάλλει!

Τότε οι ψυχές που θ’ αξιώνονταν να ξαναγονατίσουν στη Χάρη της, γέμιζαν δέος και τα σώματα, συμπιεσμένα και μουδιασμένα απ’ το πολύωρο ταξίδι, αναγάλλιαζαν στην προσμονή της ανακούφισης που θ’ απολάμβαναν κάτω απ’ τα δροσερά πολύχρονα πλατάνια που γέμιζαν με τις φυλλωσιές τους τον περίβολο κι ανατρίχιαζαν ηδονικά στην ιδέα του απολαυστικού μπάνιου που θα τ’ απάλλασσε από τη ζέστη της διαδρομής και την έξαψη της εκδρομής.

Φθάνοντας επιτέλους, να όμως που βρισκόμασταν πάλι, μπρος σε άλλες μεγάλες προκλήσεις και διλήμματα!

Ακόμα και σήμερα, ακόμη και τώρα που τα ξαναθυμούμαι, δεν θα ’ξερα από που ν’ αρχίσω και τι να πρωτοκάμω.

Πόσο μάλλον τότε, που το τι θα πει «υπομονή» δεν το ξέραμε και το τι σημαίνει «κάθε πράμα στην ώρα του» μας ήταν  αδιανόητο.

Για έλα λοιπόν στη θέση μας;

Να τρέξομε άραγε στη θάλασσα;  Να μπούμε να προσκυνήσομε στην εκκλησιά, ν’ ανάψομε πολλά κεριά και τα καντήλια και να θυμιάσομε ένα-ένα τα εικονίσματα και τα τάματα;  Να πάμε να κυλιστούμε στην άμμο σαν μαριδούλες στο αλεύρι;  Να μαζέψομε τους άσπρους κρίνους από την αμμουδιά και με μεγάλα μπουκέτα να στολίσομε το εικονοστάσι;  Να κουνηθούμε στις κούνιες που μόλις φθάναμε μας έφτιαχνε ο μπαμπάς ρίχνοντας το σκοινί στα πιο χοντρά κλαδιά των πλατάνων;  Να τρέξομε με ιαχές θριάμβου γύρω-γύρω σ’ όλο τον αυλόγυρο με ασυγκράτητη ορμή για να εκτονωθούμε; Να πάμε να γυρίσομε τον μάγγανο έξω στο πηγάδι και να πλατσουρίσομε μέσα στο δροσερό νερό, ξεφωνίζοντας ηδονικά;  Να μπουκωθούμε κεφτέδες και καλαμάρια, ανακατεύοντας μαζί και μπισκότα και σοκολάτες, για να κόψομε την πείνα μας;

Γι’ αυτά και γι’ άλλα τόσα διλήμματα σας μιλώ κι ελπίζω να με νιώθετε…

Γι’ αυτό το πιο εύκολο ήταν να τρέχομε απ’ εδώ κι απ’ εκεί, σαν παλαβά κι ότι προφταίναμε κι ότι περνούσ’ απ’ το μυαλό κι έφθανε το χεράκι μας, το απολαμβάναμε και γρήγορα-γρήγορα κι αχόρταγα πηγαίναμε στο παρακάτω.

Μεγαλώνοντας σιγά-σιγά και χρόνο με το χρόνο, αρχίσαμε να ξεχωρίζομε τις προτεραιότητες, τις υποχρεώσεις και το τι μας ικανοποιούσε περισσότερο και αξιολογώντας τα, ξεκινούσαμε οπωσδήποτε από το ευλαβικό προσκύνημα στην εκκλησιά, τη γεμάτη τάματα κι ευχαριστήρια αναθήματα στη χάρη Της Χιοπολίτιδας, της οποίας τα θαύματά είναι ξακουστά κι από τα πέρατα της γης προσελκύουν εδώ ικέτες προσκυνητές, αλλά κι ευεργετημένους ευγνώμονες, για να τα αποθέσουν μπρος στη θαυματουργή εικόνα της.

Ήταν λοιπόν εκεί αρμαθιές τα ασημένια και τα χρυσά ομοιώματα παιδιών που σώθηκαν από του Χάρου τα δόντια, μελών όπως χέρια, πόδια, μάτια, που με τη μεσολάβηση της Αγίας δέχθηκαν την ευεργεσία του Θεού και τη δωρεά της ίασης!

Ήταν κι ένα ασημένιο καράβι κρεμασμένο απ’ τον πολυέλαιο και μας έκαμνε πάντα μεγάλη εντύπωση.  Τούτο το πλεούμενο, σώθηκε από βέβαιο χαμό, σαν ο καραβοκύρης και το πλήρωμα του επικαλέστηκαν τη βοήθειά Της κι εκείνη, ευήκοος, έσπευσε να τους γλιτώσει απ’ τον κυκλώνα!

Έτσι, γεμίζαμε μ’ ευγνωμοσύνη τις καρδιές μας για τη βοήθεια που λάβαμε από την πίστη στη χάρη Της κι ελπίδες για την πραγματοποίηση των όσων ικετέψαμε πάλι τη συνδρομή Της και βγαίναμε από την επιβλητική βασιλική με ελαφράν την καρδίαν!

Πριν όμως στρωθούμε στη δροσιά των φημισμένων πλατάνων και πριν προλάβομε  να χαλαρώσουμε, ο μπαμπάς είχε κάνει κιόλας σχέδια για τη συνέχεια.

–  «Πάμε» έλεγε, «…πριν μεσημεριάσει κι ανάψει η άμμος και τα βράχια, πρέπει να πάμε στο αγίασμα…»

–  «Κι εγώ, κι εγώ…» φωνάζαμε όλοι ενθουσιασμένοι, παρόλο που η διαδρομή ως εκεί ήτανε μακρινή και κουραστική.

Αλλά τότε τα ποδαράκια μας είχανε φτερά και τα κορμάκια μας ελατήρια κι έτσι τίποτα δεν μας κούραζε.

Πετούσαμε λοιπόν, δεν περπατούσαμε πάνω στην άμμο που έτριζε κι υποχωρούσε κάτω από τα γυμνά μας πατουσάκια και πάνω στα μυτερά βραχάκια που τα πυρπολούσε ο ήλιος αλύπητα, μα τα πύρινα φιλιά του τα ’σβηναν τα κύματα που ’φθαναν δροσερά-δροσερά από το Αιγαίο, αλλεπάλληλα κι ανακουφίστηκα!

Σ’ όλο το δρόμο, ανάμεσα σε γέλια, αστεία, τσαλαβουτήματα, πειράγματα, πεσίματα, γδαρσίματα και κλάματα, παίρναμε κι όσες πληροφορίες κι αναφορές έπρεπε για την ιερότητα του χώρου που πατούσαμε κι έτσι η διδασκαλία έμοιαζε με αφήγηση και τα μηνύματα της θυσίας για τα ιδανικά και της προσήλωσης σε αξίες και πεποιθήσεις, περνούσαν μέσα μας σαν παραμύθι ενδιαφέρον και τα δεχόμασταν ευχάριστα και τ’ αποστηθίζαμε αγόγγυστα

–  «Να, δείτε…  Για δείτε…» έλεγε ο μπαμπάς, «απ’ εδώ πέρασε ο πατέρας της Αγιάς Μαρκέλλας, που ήταν άρχοντας ειδωλολάτρης…

Κι απ’ εδώ πέρασε κι η Αγία τρέχοντας απελπισμένη, πληγωμένη κι εξουθενωμένη, με το αίμα της να τρέχει πάνω στα κοφτερά βράχια, που από τότε βάφτηκαν κόκκινα.  Δείτε…  Να, εδώ…  Δείτε πώς είναι κατακκόκινα…»

Έτρεχε αλλοπαρμένη η χριστιανή κόρη που, όπως μας έλεγαν τότε, δεν υπάκουσε στην πατρική επιθυμία ν’ απαρνηθεί και να ξεχάσει τον άγνωστο αμφισβητούμενο Θεό της αγάπης και της θυσίας, τον Χριστό και να ξαναλατρέψει τους Θεούς-είδωλα, τα οποία προτιμούσαν  οι καθεστώτες, γιατί τους έμοιαζαν κι ήταν δειλοί, ύπουλοι, εκδικητικοί, φθονεροί, σφετεριστές και άρπαγες, γι’ αυτό τους καταλάβαιναν απολύτως.

Έτρεχε ξωπίσω κι ο άρχοντας πατέρας της εξαγριωμένος, επειδή η ίδια του η κόρη αμφισβητούσε με την ανυπακοή της την εξουσία του και το απόλυτο των διαταγών και των επιθυμιών του- τα περί των επιθυμιών του τα πληροφορηθήκαμε ή τα υποψιαστήκαμε πολύ αργότερα – αποφασισμένος ή να υποτάξει το αχαλιναγώγητο «εγώ» της, ή να την εξοντώσει για παραδειγματισμό.

–  «Αγαπημένε μου Ιησού Χριστέ…» φώναξε η κοπέλα, «σώσε με…  Γλίτωσέ με…» κι έτρεχε κι έτρεχε…  Μα οι δυνάμεις της χανόταν μαζί με το αίμα απ’ την κομματισμένη τρυφερή σάρκα της που ξεσχιζόταν αλύπητα πάνω στα αιμοδιψασμένα βράχια, που το ρουφούσαν κι άλλαζε το χρώμα τους κι από σκουροκάστανο γινόταν χρυσοκόκκινο κι άστραφτε μέσ’ τη θάλασσα κι η λαμπεράδα του μαρτυρούσε το πέρασμά της.

Τα σκυλιά, που έτρεχαν κι αυτά το ίδιο εξαγριωμένα όσο κι ο αφέντης τους, ανακάλυπταν εύκολα τ’ αχνάρια της κι οδηγούσαν τον διώκτη, αλυχτώντας ανατριχιαστικά, λαχταρώντας να κατασπαράξουν τη φυγάδα με τα μυτερά δόντια τους.

Κι όταν πια η δύσμοιρη έπεσε χωρίς σταγόνα αίμα στις φλέβες της και χωρίς ίχνος κουράγιου στο κορμί της, σήκωσε την ύστατη στιγμή τα μάτια στον ουρανό και φώναξε:

–  «Άνοιξε γης και βάλε με…»

Και ω του θαύματος!  Άνοιξε η γη και μπήκε η Αγία!

Όμως, ο δήμιος ήταν ήδη πολύ κοντά…  Είχε κιόλας σηκώσει το σπαθί του που άστραψε μέσ’ το φως του ήλιου σαν τη ρομφαία του θανάτου και μ’ ένα καίριο χτύπημα πρόλαβε, ο υπερφίαλος, αμετανόητος κι αδίστακτος ειδωλολάτρης, ν’ αποκεφαλίσει το σώμα που το ’χε αγκαλιάσει η μάνα γη, για να το σώσει και να το κρύψει απ’ την άδικη μανία του.

Έφυγε το όμορφο χρυσόμαλλο κεφάλι, με τα’ αγιασμένα βασιλεμένα μάτια και τα χείλη, τα οποία ως την ύστατη πνοή τους υμνούσαν την αγάπη και τη συγχώρεση κι έπεσε βαθιά μέσα στη θάλασσα. Εκείνη το τύλιξε στ’ ατλαζένια της πέπλα, για να το διατηρήσει ανέπαφο και να το ταξιδέψει ως εκεί όπου χριστιανοί ναυτικοί το βρήκαν να λάμπει και να πλέει φωτοστεφανωμένο μέσα στο πέλαγος, το πήραν με δέος και το κήδεψαν με κάθε τιμή.

Από τότε, σ’αυτό το σημείο του αποκεφαλισμού, όλα τα βράχια γύρω-γύρω είναι κατακόκκινα και  γλυκό νερό αγιασμένο αναβλύζει απ’ τη πέτρα κι ανακατεύεται με τη θάλασσα.

Εκεί φθάναμε  ύστερα από μισή ώρα πορεία –ίσως και μετά από σαράντα λεπτά- όπου μικρό προσκυνητάρι σημαδεύει το σημείο του αγιασμένου μαρτυρίου και χιλιάδες μισοσκισμένα ρουχαλάκια είναι δεμένα πάνω στο κιγκλίδωμα σαν τάματα. Το θαλασσινό αγέρι καθώς φυσά, τα κάνει να μοιάζουν χέρια που  εναγώνια ικεσία τα σήκωσε στον ουρανό κι η απελπισία τα κινεί και τα παραδέρνει.

Τότε, είχαμε πια κι εμείς μπει βαθιά στην κατάνυξη κι όταν ο παπάς άρχιζε το τρισάγιο, είχε τόσο πολύ επηρεαστεί ο ψυχισμός μας, που ήμασταν  έτοιμοι να δεχθούμε και να παραδεχτούμε πως το νερό άρχιζε να βράζει και να κοχλάζει όσο ψάλαμε κι οι προσευχές μας αναπεμπόταν μαζί με το θυμίαμα προς τη χάρη Της.

Τούτη δε η συμμετοχή μας στο θείο και το ανεξήγητο, έκαμνε και την επιστροφή μας εύκολη, μια και το σώμα μας πετούσε μαζί με τη ψυχή μας πάνω απ’ τ’ ανθρώπινα, με τους αγγέλους και τους γλάρους που συντρόφιαζαν το «άνω σχώμεν τας καρδίας» μας!

Εκείνη την ώρα, είχε πια μεσουρανήσει ο ήλιος κι έτσι οι βουτιές και το κολύμπι μας ήταν λαχταριστά και απαραίτητα.

Πέφταμε λοιπόν στα κύματα που ’φταναν απ’ το Αιγαίο, τόσο χοντρά, ψηλά και θορυβώδικα που χανόμασταν μέσα τους κι αυτά  μας άρπαζαν, μας στροβίλιζαν κι ύστερα μας πετούσαν σαν αφρόψαρα στην αμμουδιά.  Χωρίς να φοβηθούμε εμείς  ξεφωνίζαμε σαν τις καρακάξες που φώλιαζαν πιο πάνω στις ανθισμένες λυγαριές  κι ορμούσαμε αγκρισμένα, πάλι και πάλι, απ’ την έξαψη στους αφρούς, μέχρι εξάντλησης.

Κι ύστερα, με την άμμο να ’χει γεμίσει τα μαλλιά, τα στόματα, τα ρουθούνια και τα μάτια μας που τσούζανε κι υπακούοντας στις προειδοποιήσεις της πείνας τις πιεστικές, τρέχαμε να την ικανοποιήσουμε, εγκαταλείποντας με μισή καρδιά τα παιχνίδια με τη θάλασσα.

Οι μεγάλοι είχαν ήδη προχωρήσει στο φαγοπότι.

Είχαν στρώσει πάνω στα τσιμέντα μακρόστενα τραπέζια «τ’ Αβραάμ τα καλά» κι είχανε πάρει φωτιά τα μαχαιροπίρουνα!

Ουζάκια, μπυρίτσες, «άντε στην υγειά μας», «και του χρόνου με καλό», άρχιζε κι ο θείος ο Γιάννης κανέναν αμανέ ή τα σουξέ της Χατζοπούλου κι η χώνεψη ήταν ευχάριστη και γρήγορη τόσο, που μόλις τελείωνε ο καφές και το γλυκό, «άντε» λέγανε, «ας πάμε για δεύτερο γύρο…  Τι να τα κουβαλούμε τόσα πράματα πίσω;» και συνέχιζαν ως αργά το απόγευμα που έφθανε η ώρα της αναχώρησης.

Περιττό να επαναλάβω, νομίζω, πως σ’ όλη τη διαδρομή της επιστροφής, εμείς κοιμόμασταν του καλού καιρού και χαμπάρι δεν παίρναμε πάλι το πώς και το πότε φθάναμε, εξαντλημένοι από τις τόσες δραστηριότητες της μέρας, τα μπάνια, το πολύ φαγητό και το τόσο πρωινό ξύπνημα.

Κι απ’ την άλλη μέρα κιόλας, άρχιζε η προσμονή κι η λαχτάρα για το πότε θα ξαναπάμε στην Αγιά Μαρκέλλα, «τη μακρινή», που εορτάζει στις εικοσιδυό του Ιούλη και στη χάρη Της γίνεται πάντα εκεί μέγας εσπερινός και μεγάλο πανηγύρι!  Μαζεύονταν  κόσμος και ντουνιάς τέτοιες μέρες εκεί    και γινόταν, κυριολεκτικά, το αδιαχώρητο.

Κατασκήνωναν οι πανηγυριώτες  γύρω και μέσα στον περίβολο, σε τέντες, φρίτζες και προχειροφτιαγμένα καταλύματα, από κλαδιά και κουρελούδες. Τότε βλέπεις δεν υπήρχαν τόσα ιδιωτικά αυτοκίνητα όπως σήμερα που,  μια  τόσο μεγάλη διαδρομή μπορεί κανείς να την κάνει μονοήμερα.

Έτσι, ξεκινούσαν με κάθε μέσον κι απ’ όλα τα χωριά και τη Χώρα, για μια πολυήμερη παραμονή εκεί, για να χαρούν το πανηγύρι κι ήταν ευτυχείς και τυχεροί όσοι είχαν το προνόμιο να μένουν στα κελιά της εκκλησιάς.

Γι’ αυτό ο μπαμπάς μου, δεν ήθελε να  πηγαίνομε στο πανηγύρι, γιατί η  πολυκοσμία και το «ραβαΐσι», που λένε, ποτέ  δεν του άρεσε.

Όμως οι φήμες για τα γλέντια και τις εκδηλώσεις που γινόταν την παραμονή και τη μέρα της γιορτής, έφθαναν κάθε χρόνο και πιο λαμπρές, περιγραμμένες από γνωστούς που είχαν το κουράγιο να πάνε, για να ’χουν την τύχη να βρεθούν και στα τόσα θαύματά Της.

–  «Το φέρανε το παιδάκι απέ την Αμερική, με τα ποδαράκια του μέσ’ τα σίδερα και…ώ του θαύματος, μόλις πέρασε η εικόνα, εσηκώθη και πορπάτησε!  Επέταξε τα σίδερα κι είναι τώρα πάσα καλά!»

Κι άλλα τέτοια παρόμοια, για τα οποία, κανένα σχόλιο δεν έχω να κάνω, αφού το αδύνατο και το υπερφυσικό είναι συνυφασμένο μ’ αυτό το ανεκτίμητο δώρο που ’δωσε ο Θεός στον άνθρωπο, την Ελπίδα.

Εξίσου μεγάλο πανηγύρι όμως, γινόταν εκείνη τη μέρα και στις Καρυές, όπου κι εκεί υπάρχει ξακουστή εκκλησιά στη χάρη Της.

 

 (Από το βιβλίο μου: ‘Λες και ήταν Χθες/εκδόσεις Λεξίτυπον/2014).

-Αγία Μαρκέλλα: πίνακες ζωγραφικής: Αντώνης Τσατσαρώνης. Αγιογραφία: Μπάμπης Κοιλιάρης.

Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Συγγραφέας-ποιήτρια.

 

 

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.