Στον πλάτανο από κάτω,νοσταλγίες, αναμνήσεις και εικόνες της νεκρανάστασης μου του 1967 …

https://diafaneia.eu/wp-content/uploads/2021/10/235949203_2055986077912868_2052309021539778639_n.jpg
Λόγος τον λόγο μία μικρή παρέα τέσσερα άτομα στο τέλος μείναμε τρία …πίνοντας το καφεδάκι μας και ανασκαλεύοντας παλιά γεγονότα και αναμνήσεις κάτω από τα πλατύφυλλα του πλατάνου της πλατείας Βουνακίου ή Νικολάου Πλαστήρα έφερε η κουβέντα στην επιφάνεια το Γέρικο Κυπαρίσσι!
Τώρα θα μού πείτε ποιός νοιάζεται για ένα νέο ή Γέρικο Κυπαρίσσι πού λόγω των επερχόμενων εορτών των Χριστουγέννων βρίσκεται στην ημερησία διάταξη για τον στολισμό τόσο της πλατείας όσο και Εξωτερικών και εσωτερικών χώρων των σπιτιών.
Η ουσία της ιστορίας είναι η ίδια η ζωή μου πού μετά από 54 χρόνια βρίσκομαι ακόμη στην ζωή μετά το μεγάλο κουντρουβάλισμα στην Νέα Μονή στις 19 Απριλίου 1967.
Και ευτυχώς ήρθαν τα τανκς στις 21 Απριλίου 1967 και από τον μεγάλο θόρυβο με Ξύπνησαν μετά από 48 ώρες που ήμουνα με κρανίοεγκεφαλικές κακώσεις σε πλήρη αφασία και με πολλά κατάγματα και της βάσεως του κρανίου και για κείνα τα νερά…στον άλλο κόσμο πού θα πας…αλλά ευτυχώς ήρθε η Παναγία!
Για το συγκεκριμένο θέμα έχω γράψει πολλές φορές και μού έχουν γράψει και αρθρογράφοι κείμενα και κριτικές!
Αλλά το ερέθισμα για το κείμενο ή άρθρο ή αφήγημα ή μυθιστόρημα την εποχή εκείνη τον Ιούνιο του 1967 ήταν οι εικόνες μέσα στην φαντασία μου, πού φαίνονται και αποτυπώνονται στις φωτογραφίες του συμμαθητή μου και μεγάλου καλλιτέχνη Κώστα Σταμούλη πού τις δανείστηκα από το διαδίκτυο για να δώσω την εξήγηση το πώς καί το γιατί μου ήρθε η έμπνευση και ο τίτλος το ” Γέρικο Κυπαρίσσι “…
Όπως δείχνουν τα Κυπαρίσσια…
Επειδή μικρός μέχρι τα δώδεκα μου χρόνια πού έμενα στην Καλλιμασιά σε κάθε κηδεία φόρενα και σήκωνα εξαφτέρυγα ή φαναράκι από την Παναγία Κοιμήσεως του χωριού μας μέχρι το νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου για να πάρω το ανάλογο χαρτζιλίκι και στο υποσυνείδητο είναι μέχρι καί σήμερα χαραγμένα με ανεξίτηλη φαιά ουσία όλα τα διαδραματιστέντα γεγονότα πάνω στους τάφους των νεκρών με κλάματα και αλλαλαγμούς όταν ήταν νέο σώμα, νέα ψυχή πού θα την σκέπαζε το χώμα κάτω από τα Κυπαρίσσια που ήταν στο κοιμητήριο.
Αυτό ακριβώς ήταν το ερέθισμα πού δούλεψε η φαντασία μου τότε και έγραψα το πως φαντάστηκα την κηδεία μου μετά 55 μέρες.
” Το ΓΈΡΙΚΟ ΚΥΠΑΡΊΣΣΙ “
Τα καντήλια τρεμόσβυναν πάλι πάνω στους τάφους…Άσματα και προσευχές ψιθυριστές ακούονταν και κάποια μισάνοικτη πόρτα του ξωκλησιού πηγαινοέρχονταν πέρα δόθε ακούγοντας στο πρόσταγμα τ’ ανέμου.
Όλες οι ψυχές γιορτάζουνε σαν άλλος λάκκος σκάφτεται σιμά κι αυτά πεινασμένα σκουλήκια ετοιμάζονται να χορτάσουν με μια σάρκα, μπορεί εύρωστη, νεανική.
Στο κοιμητήρι σήμερα σκεπάσανε τα χώματα μια άγουρη ψυχή και οι νεκροί γιορτάσανε τον ερχομό της κι οι ζωντανοί κλάψανε το χαμό της.
Τα δακρύβρεχτα χώματα σκεπάσανε το νέο σώμα, που γλύστρησε απ’ τη ζωή, πού θέλησε ν’ αλλάξει τόσο, πριν ακόμα ριμάσει και χαρή.
Η μάνα στεκόταν πλάι στο Κυπαρίσσι, κρύα, παγωμένη, χωρίς πνοή.
Μονάχα ένα βογγητό ξέσχισε τα στήθη που βυζάξανε το νεαρό κορμί, που σκέπασαν τα φρέσκα χώματα, τα πέταλα των λουλουδιών που δρόσισαν τ’ ανθόνερο, οι μυρωδιές και το λιβάνι.
Μάτια κερωμένα, πρόσωπα πελιδνά, χαϊδεύανε πριν λίγο το σώμα τ’ αδελφού που άψυχο καθότανε, αμίλητο, ωχρό, αγέλαστο, αποχαιρέταγε τ’ αδέλφια και τους φίλους καί χανότανε μες τη σιωπή.
Εκεί πέρα έξω απ’ τό χωριό μαζεμένες οι ψυχές ψέλνανε ύμνους…Φωνές νεανικές,φωνές αγγελικές παιδιών μικρών, φωνές που τρεμοσβύνανε απ’ τά βαθειά τους γερατειά.
Στο στερέωμα εκεί πάνω στον ουρανό, ένα αστέρι λαμπυρίζει πιο φωτεινά, ώσπου με το πέρασμα του χρόνου θαμπώση κι αυτό και σβύση και χαθή, σαν όλα τ’ άλλα που φεύγουν μέσα στο άπειρο.
Μονάχα το Γέρικο το Κυπαρίσσι το ψηλό, που μεγάλωσε και θάφτηκε μες στο φτωχό το κοιμητήρι του χωριού, εκείνο μονάχα βλέπει μες στην ψηλή του την κορφή τ’άστρα που φεύγουν κι έρχονται κι αυτά που σβήνουν στα μάτια των ζωντανών.
Τα φώτα του χωριού σβήσανε όλα. Πού και πού κανένα λυχνάρι στον δρόμο έκανε πώς έφεγγε. Τα καντήλια τρεμοσβύνανε όλα μπροστά στα εικονίσματα που ήταν κι αυτά δακρυσμένα.
Όλα τα μάτια κλείσανε και δόθηκαν στου ύπνου τις οπτασίες. Όλα πέρασαν.
Την άλλη μέρα ο καθένας θα πήγαινε στη δουλειά του. Η ζωή θα ξανάνοιγε τα σπιτικά στις ηλιαχτίδες του ηλίου τις ζεστές.
Και κει ψηλά στο κοιμητήρι το Γέρικο Κυπαρίσσι μονάχα θα λυγούσε την κορμοστασιά του και θάριχνε την σκιά του στις παρθένες ψυχές, που συντρόφευε μες στο δροσάτο αεράκι,σιωπηλός φρουρός της αιωνιότητος.
Γοργοπτερούγησαν τα χρόνια και πλάι στο παληό το Κυπαρίσσι φύτρωσε νέο κι όμορφο στολίδι, σαν το απλοϊκό το Κυπαρίσσι, το Γέρικο, το σιωπηλό ,που η κορυφή του χανότανε μέσα στο αχανές του ουρανού, για ν’αγναντέψη τ’άστρα που φεύγουν κι έρχονται.
Ελευθέριος Πυκνής
ΧΙΑΚΟΣ ΛΑΟΣ 15 / 6 / 1967
Αυτές είναι όλες οι μνήμες γεμάτες αναμνήσεις και νοσταλγίες πού είναι χαραγμένες βαθειά μες την ψυχή και την καρδιά μου ποτισμένες με το αίμα τον θάνατο και την Ανάσταση μου.
Χίος 22 Νοεμβρίου 2021
Λευτέρης Πυκνής
Μαλλιάς Καλλιμασιώτης

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.