ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ (1714-1779) ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

(Σ.Σ. – Το Κείμενο γράφτηκε το 2014)

Δρ. Φίλ. ΜΑΡΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Γ. ΓΙΑΤΡΑΚΟΥ

Τὸ ἔτος 2014 ποὺ διανύουμε ἀποτελεῖ φωτεινὸ ὁρόσημο γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἡ ἱστορικὴ μνήμη ἀνακαλεῖ σημαντικὰ ἱστορικὰ γεγονότα καὶ μεγάλες μορφὲς ποὺ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοὺς κράτησαν ψηλὰ τὸ Γένος μας, φρόντισαν γιὰ τὸ φωτισμό του καὶ καλλιεργώντας τὴν παιδεία ἔδρασαν μὲ τὴ λαμπρὴ πνευματικὴ διαδρομή τους στὸν προεπαναστατικὸ χῶρο καὶ ἑτοίμασαν τὴ λευτεριά του.

Ἡ ἐπιφανέστερη «λαοπαιδευτικὴ καὶ νεοπατερικὴ μορφὴ» τῆς νεοελληνικῆς ἐθνότητας, ὁ ἐπιβλητικότερος λαϊκὸς ἀναγεννητὴς τῶν τελευταίων χρόνων τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς ὑπῆρξεν ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.

Διδάχος καὶ φωτιστῆς τοῦ Γένους ὁ Πατροκοσμᾶς ἄναψε φωτεινοὺς φάρους παιδείας μὲ τὴν ἵδρυση ἑκατοντάδων σχολείων καλλιέργησε τὴ γλώσσα μας καὶ προετοίμασε τὴν ὥρα τῆς λευτεριᾶς. Στήριξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καὶ συνέβαλε στὴν καταπολέμηση τῆς ἀμάθειας καὶ τῆς δουλείας.

Γεννήθηκε στὸ Ἀποκοῦρο τοῦ Μεγάλου Δένδρου Αἰτωλίας[1]. Γιὸς πτωχοῦ ὑφαντή, ὁ Κωνσταντῖνος ἢ Κώνστας, ὅπως τὸν ὀνόμαζαν πρὶν γίνει μοναχός, ἀπὸ μαθητὴς τοῦ Διάκου Ἀνανία Δερβιζάνου καὶ τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, βρέθηκε σπουδαστὴς στὴν «Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία» σὲ ἡλικία 35 ἐτῶν. Σὲ μικρὴ ἡλικία μαθήτευσε σὲ διδασκαλεῖα τῆς Παρνασσίδας καὶ τῆς Ναυπακτίας, πλάι σὲ ὀνομαστοὺς ἱεροδιδασκάλους. Ἔμαθε τὰ στοιχειώδη γράμματα ἀπὸ τὸν ἱεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα, ἐνῶ στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν ἔμαθε τὰ γραμματικά, δηλαδὴ τὴν ἐγκύκλιο παιδεία κοντὰ στὸν ἱεροδιάκονο Ἀνανία καὶ δίδασκε ὁ ἴδιος συγχρόνως ὡς ὑποδιδάσκαλος[2]. Βεβαίως οἱ Τοῦρκοι ἔβλεπαν μὲ ὑποψία τοὺς Ἕλληνες δασκάλους ποὺ συχνὰ δίδασκαν φανερὰ γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα καὶ κρυφὰ γιὰ τὴν ἐπίγεια, τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν ἀρχαία δόξα της[3]. Ὁ Ἅγιος ζοῦσε πότε σὰν δάσκαλος, πότε σὰν ἀγρότης, μελετώντας πάντοτε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ καλὰ βιβλία ποὺ ἦταν τότε σπάνια καὶ ἀκριβά.

Ἀκούγοντας γιὰ τὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους ξεκίνησε μὲ ἄλλους συνομηλίκους του καὶ νεώτερους γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, νὰ φοιτήσουν στὴν Σχολή, «οὐκ ὀλίγοι», γιὰ νὰ φωτιστοῦν ἐκεῖ κι ὕστερα νὰ φωτίσουν ἄλλους[4]. Πέρασε τὰ πρῶτα χρόνια της ζωῆς του ὡς τσοπανόπουλο. Στὴν ἡλικία τῶν δέκα ἐτῶν διδάχτηκε τὴ στοιχειώδη μόρφωση στὴ Σιγδίτσα τῆς Παρνασσίδας κοντὰ στὸν ἱεροδιάκονο Γεράσιμο Λίτσικα μαθαίνοντας μαζὶ μὲ τὰ γράμματα καὶ τὴν εὐσέβεια. Τὴ γυμνασιακὴ μόρφωση κατέκτησε κοντὰ στὸν ἱεροδιάκονο Ἀνανία, τὸ καλούμενον Δερβιζάνον καὶ τὸν Ἀναστάσιον Γόρδιον στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευής[5]. Ἐπειδὴ εἶχε ζῆλο καὶ εὐσέβεια δίδασκε ὁ ἴδιος τους νεώτερους ὡς «ὑποδιδάσκαλος»[6].  Στὴν «Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία» ὁ Κώνστας, ὁ μετέπειτα Κοσμᾶς, εἶχε σπουδαίους διδασκάλους. Τὸν Μεσσολογγίτην Παναγιώτην Παλαμὰ καὶ τὸν «σοφώτατον» Εὐγένιον Βούλγαρη. Κατάκορφα στὴν πόλη τῆς Ἀθωνιάδας βρισκόταν ὡς ἀνύπνωτος φρουρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Βούλγαρη, ὑλοποιημένο στὴν ἐπιγραφή:

«Γεωμετρήσων εἰσίτω, οὐκ κωλύω

Τῷ μὴ θέλοντι, συζυγώσω τὰς θύρας,

Ἂν ἦλθες γιὰ νὰ μορφωθῆς, δὲν σ’ ἐμποδίζω, πέρνα

μὰ σὰ δὲ θέλεις θὲ νὰ βρεῖς τὴν πόρτα σφαλισμένη[7]»

Ἀνάμεσα στοὺς λαμπροὺς συσπουδαστὲς τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἦταν καὶ ὁ ἱεροσπουδαστὴς διάκονος, Ἄνθιμος Ὀλυμπιώτης, ἀπὸ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Ὀλυμπιώτισσας.

Ἡ Ἀθωνιάδα Σχολὴ ποὺ ἱδρύθηκε στὰ 1750 ἂν καὶ νέο ἐκπαιδευτήριο, ἦταν ξακουστὴ σ’ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἕδρα της ἡ κοιτίδα τῆς ὀρθοδοξίας στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἡ κιβωτὸς τῆς βυζαντινῆς Γραμματείας μὲ τὶς πολυβιβλες βιβλιοθῆκες τῶν ἄρτια ὀργανωμένων μοναστηριῶν της, καὶ τοὺς ὀνομαστοὺς λογίους ποὺ δίδασκαν ἐκεῖ, ὅπως ἦταν ὁ Κυπριανός, ὁ Παναγιώτης Παλαμᾶς, ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης ὁ Νικόλαςο Τσαρζιούνης ἀπὸ τὸ Μετσοβο, ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης ποὺ ἀποτελοῦσαν ἐγγύηση γιὰ τὴν παροχὴ παιδείας ποιότητας γιὰ ὅσα ἑλληνόπουλα ἐπιθυμοῦσαν νὰ διακριθοῦν μέσα στὴ χορεία τῶν λογίων του Γένους καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Σχολάρχης, μία ἀπὸ τὶς σοφότερες φυσιογνωμίες τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὁ Κερκυραῖος Εὐγένιος Βούλγαρης[8]. Διορίζοντας τὸν ὡς Σχολάρχην ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Ἐ’ τὸν χαρακτήρισεν ὡς «ἄνδρα πεπαιδευμένον καὶ λόγιον καὶ παντοδαπαῖς ἐπιστήμαις κεκοσμημένον, καὶ δυνάμενον παιδεῦσαι τοῖς μαθηταῖς οὐ μόνον τὴν γραμματικὴν καὶ τὴν λογικὴν τέχνην, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλοσοφίαν καὶ τὰς μαθηματικᾶς ἐπιστήμας, καὶ μὴν καὶ τὴν θεολογίαν καὶ ὅσα τὴν ἠθικὴν φιλοσοφίαν ἀνήκουσι».

Ἡ μόρφωση λοιπὸν ποὺ ἔλαχεν ὁ Πατροκοσμᾶς δὲν ἦταν ἡ τυχαία. Ἐξάλλου κι ὁ ἰκανότατος Μεσολογγίτης δάσκαλος, ὁ Παναγιώτης Παλαμᾶς, φημιζόταν ὡς «τὸ θαῦμα τῆς Ἑλλάδος πάσης» κι ἐκπροσωποῦσε τὴ λόγια μεταβυζαντινὴ παραδοση[9]. Συζητώντας ὁ σπουδαστὴς Κώνστας μὲ τὸν συσπουδαστή του στὴν Ἀθωνιάδα, Ἄνθιμο Ὀλυμπιώτη διεκτραγωδοῦσαν τὴν τραγικὴ κατάσταση ποὺ μάστιζε τὴν Ἑλλάδα. Καὶ συμπλήρωσε ὁ Κώνστας, μετέπειτα Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. «Δὲ βλέπεις ὅτι ἀγρίεψε τὸ Γένος μας ἀπὸ τὴν ἀμάθεια καὶ γίναμε σὰν τ’ ἄγρια θεριά;» Ἀγιάτρευτος, καημὸς τοῦ Πατροκοσμᾶ ἡ ἀπαιδευσία καὶ ἀμάθεια τοῦ Γένους ἐξαιτίας τῆς ὁποίας οἱ Ἕλληνες κατάντησαν «ἄγρια θεριά». Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ σπουδαστὴς Κώνστας ἐκάρη ἀργότερα, τὸ 1759 μοναχὸς στὴ μονὴ Φιλοθέου του Ἄθω καὶ μετονομάστηκε Κοσμᾶς. Μὲ τὴ φλογερὴ πίστη του, τὸν ἱεραποστολικὸ καὶ ἐθναποστολικὸ τοῦ ζῆλο ἔκανε ἔργο τεράστιο καὶ ἀνυπολόγιστης ἀξίας στὸ χῶρο τῆς παιδείας. Ἀπευθυνόμενος στὸν συσπουδαστὴ τοῦ Ἄνθιμο Ὀλυμπιώτη ἐπεσήμανε τὴν ἀνάγκη μόρφωσης τῶν Ἑλλήνων: «Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία ἔχει μυστήρια. Μὰ τὰ ἔχει κρυμμένα καὶ θέλουν ξεσκέπασμα. Δία τοῦτο πρέπει νὰ μανθάνουν ὅλοι τὰ γράμματα διὰ νὰ καταλαμβάνουν ποὺ περιπατοῦν». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Πατροκοσμᾶ περιλαμβάνονται σὲ Διδαχή του. Καὶ συμπλήρωνε ὁ Κοσμᾶς: «Αὐτὸν τὸν κοσμάκη πρέπει νὰ σώσουμε καὶ μαζί του τὸ Γένος. Νὰ τὸν κρατήσουμε, στὴν ἀμώμητη πίστη μας, μὰ σὲ μία πίστη ποὺ νὰ τὴν ξέρει»[10].

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔμεινε στὸ Ἅγιον Ὅρος περίπου δέκα χρόνια (1750-1760). Ἐπανήρχετο ἀργότερα, διακόπτοντας τὶς περιοδεῖες του γιὰ νὰ ξεκουράζεται, νὰ ἀνανεώνεται καὶ νὰ ἐνισχύεται πνευματικά.[11] Στὸ διάστημα αὐτῆς τῆς δεκαετίας ποὺ παρέμεινε στὸ Ἅγιον Ὅρος μελετοῦσε, προσηύχετο καὶ ἠσκεῖτο, καὶ μία σκέψη τὸν βασάνιζε, ὅπως ἀργότερα ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος: «Πόθεν ἐπαρακινήθηκα ἀδελφοί μου, θέλω σᾶς φανερώσω τὴν αἰτία». Ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν πατρίδα μου – εἶναι ἕως σαράντα πενήντα χρόνους – ἐπεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρη, χῶρες καὶ χωριὰ καὶ μάλιστα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, μὰ περισσότεραν ἐκάθισα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος δεκαεπτὰ χρόνους καὶ ἔκλαια διὰ τὶς ἁμαρτίες μου.

Σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα χαρίσματα ὅπου μου ἐχάρισεν ὁ Κύριός μου μὲ ἀξίωσε καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἔμαθα πεντέξι γράμματα ἑλληνικά, ἔγινα καὶ καλόγερος. Διαβάζοντας τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον ηὔρηκα μέσα πολλά, καὶ διάφορα νοήματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ὅλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλοῦτος, χαρά, εὐφροσύνη, ζωὴ αἰώνιος. Σιμὰ εἰς τὰ ἄλλα κήρυξα καὶ τοῦτον τὸν λόγον ὅπου λέγει ὁ Χριστός μας πὼς δὲν πρέπει κανένας Χριστιανὸς ἄνδρας ἢ γυναίκα, νὰ φροντίζει διὰ τοῦ λόγου τοῦ μόνον πῶς νὰ σωθῆ, ἀλλὰ νὰ φροντίζει καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς του. Καὶ ὅποιος φροντίζει μόνον διὰ λόγου του καὶ δὲν φροντίζει καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς του, ἐκεῖνος θὰ κολασθεῖ. Μὲ ἔτρωγεν ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα εἰς τὴν καρδίαν μου τόσους χρόνους, ὡσὰν τὸ σκουλήκι ὅπου τρώγει τὸ ξύλον. Τί νὰ κάμω καὶ ἐγώ; Στοχαζόμενος καὶ τὴν ἀμάθειάν μου ἐσυμβουλεύθηκα τοὺς πνευματικούς μου πατέρας, ἀρχιερεῖς, πατριάρχας, ἀνίσως καὶ εἶναι θεάρεστον τέτοιον ἔργον νὰ μεταχειρισθῶ, καὶ ὅλοι μὲ παρακίνησαν νὰ τὸ κάμω καὶ μὲ εἶπαν πὼς τέτοιον ἔργον καλὸν καὶ ἅγιον εἶναι. Μάλιστα παρακινούμενος περισσότερον ἀπὸ τὸν Παναγιώτατον κὺρ Σωφρόνιον Πατριάρχην καὶ λαμβάνοντας τὰς ἁγίας του εὐχᾶς ἄφησα τὴν ἐδικήν μου προκοπήν, τὸ ἐδικόν μου συμφέρον καὶ ἐβγήκα νὰ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου».[12] Ἱερομόναχος ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, οἰστρηλατημένος ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο καὶ πονώντας βαθιὰ γιὰ τὴ δουλεία τοῦ Γένους, ἀνέλαβε δράση μὲ διπλὸν σκοπόν. Ν’ ἀποσοβήσει τὸν ἐπαπειλούμενο ἐξισλαμισμὸ τῆς Ἑλλάδος καὶ νὰ ἱδρύσει παντοῦ ὅπου δὲν ὑπῆρχαν, ἑστίες φωτισμοῦ γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν ραγιάδων καὶ νὰ διατηρήσει ἄσβηστο τὸ φῶς τῆς πνευματικῆς παραδόσεως τοῦ ἔθνους[13].

Πρὶν ξεκινήσει τὴν ἱεραποστολική του δραστηριότητα τὶς περιοδεῖες του, μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ πατριάρχη. Ἐκεῖ, στὴν Πόλη, βρισκόταν καὶ ὁ ἀδελφός του Χρύσανθος, μορφωμένος καὶ καλὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖον διδάχθηκε «μερικὴν τινὰ τέχνην ρητορικήν».

Ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Θράκη. Διέτρεξε τὴν Μακεδονία, τὴ Θεσσαλία, τὴ Στερεά, «πετάχτηκε» γιὰ λίγο καὶ στὴν Πελοπόννησο, ταξίδεψε καὶ στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, στὶς Κυκλάδες καὶ στὰ νησιὰ τοῦ Ἰονίου. Προπαντὸς ὅμως, πῆγε καὶ ξαναπῆγε στὴν Ἤπειρο νότια καὶ βόρια. Διότι ἔβλεπε ὅτι ἐκεῖ ἀλλαξοπιστοῦσαν τότε πολλοί, ἀκόμη καὶ παπάδες! Οἱ περιοδεῖες τοῦ ἀναχαίτισαν τὶς ἀλλαξοπιστίες καὶ τὸ κύμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ.[14]  Σταμάτησαν ἀκόμη καὶ τὶς ληστεῖες ποὺ ἦταν συνηθισμένο φαινόμενο. Μερικοὶ μάλιστα ληστές, μετανιωμένοι, κάθονταν φρόνιμα στὰ πόδια τοῦ ἀκούγοντας τὶς διδαχές του.[15] Τὰ ὄπλα τοῦ στὴν πρώτη του ἐξόρμηση ἦταν ἕνας μεγάλος ξύλινος σταυρὸς ποὺ ἔμενε καρφωμένος κάθε φορᾶ στὸ σημεῖο ποὺ στηνόταν γιὰ νὰ θυμίζει τὴ διέλευσή του κι ἕνα θρονὶ ποὺ ἀνέβαινε γιὰ νὰ ὁμιλήσει καὶ προπάντων ἡ φλογερὴ καὶ χειμαρρώδης εὐγλωττία του, ποὺ ἠλέκτριζε, ἐνθουσίαζε, ἀνύψωνε καὶ ἐνέπνεε, τὰ ἀκροατήριά του. Κι ὄχι μόνο οἱ Ἕλληνες ἀλλὰ καὶ Τοῦρκοι, τὸν ἄκουαν μ’ εὐλάβεια καὶ κατάνυξη. Κι εἶχε θαυμαστὲς πασάδες ποὺ τὸν προστάτευαν, ἕνας μάλιστα ἀπ’ αὐτοὺς τοῦ χάρισε καὶ πολυτελέστατο θρονὶ γιὰ τὸ κήρυγμά του, ὁ δὲ φοβερὸς Ἀλὴ Πασὰς τῶν Ἰωαννίνων – τοῦ ὁποίου ὁ Κοσμᾶς εἶχε προφητεύει τὴν καταπληκτικὴ ἄνοδον, ὥστε ὅταν κατόπιν σκοτεινῶν, διαβολῶν κάποιων σκοτεινῶν ἐμπόρων καὶ τοκογλύφων, καὶ τῆς ἐπίτηδες παρεξηγημένης διαταγῆς ἑνὸς Τούρκου διοικητοῦ τὸν ἐθανάτωσαν, διέταξε νὰ κατασκευάσουν ἀργυροῦν ὁμοίωμα τῆς κεφαλῆς του καὶ ὅταν τοῦ τὴν παρουσίασαν, τὴν «ἔψαυσεν» τρεῖς φορὲς μὲ τὴ γενειάδα του, δεῖγμα βαθύτατου σεβασμοῦ. Κι ἐπειδὴ δὲν ἄρεσε καθόλου στοὺς Μουσουλμάνους ἡ ἐκδήλωση αὐτή, στράφηκε καὶ τοὺς εἶπε: «Φέρτε μου ἕνα Μουσουλμάνο σὰν αὐτὸν τὸν Χριστιανὸ καὶ θὰ τοῦ φιλήσω καὶ τὰ πόδια»[16]

Ἂς σημειωθεῖ ὅτι σύμφωνα μὲ ἀφήγηση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ πρὸς τὸν μαθητὴ τοῦ Νίκωνα ὁ Ἅγιος συναντήθηκε συμπτωματικὰ μὲ τὸν Ἀλὴ Πασὰ ὅταν ὁ τελευταῖος ἦταν ἀκόμη πολὺ νέος.

Καταδιωγμένος ὁ Ἅγιος ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ποὺ τὸν μισοῦσαν ἐπειδὴ πέτυχε νὰ μεταφερθεῖ τὸ παζάρι ἀπὸ τὴν Κυριακὴ στὸ Σάββατο, ἡμέρα ἱερὴ γι’ αὐτούς, εἶδε μία πόρτα ἀνοιχτὴ στὸ Τεπελένι καὶ μπῆκε μέσα.

Μπαίνοντας βρῆκε μία γυναίκα, περίπου ἑξήντα χρόνων νὰ τὸν κυτὰ παραξενεμένη. Ἡ γυναίκα μὲ αὐστηρὸ τρόπο τὸν ρώτησε τί ζητᾶ κι ἐκεῖνος τῆς ἀποκρίθηκε ὅτι ζητᾶ στέγη γιὰ ἕνα βράδυ. Τὸν ρώτησε στὴ συνέχεια ποιὸς εἶναι καὶ ὅταν ἔμαθε ὅτι ἦταν ὁ καλόγερος Κοσμᾶς ἡ φωνὴ τῆς ἡμέρεψε. Ὅταν πληροφορήθηκε τοὺς λόγους ποὺ κατέληξε στὸ σπίτι τῆς τοῦ πρότεινε νὰ τὸν φιλοξενήσει ὅσες μέρες θὰ ἤθελε καὶ πρόσθεσε ὅτι κυνηγοῦν καὶ τὸ γιὸ τῆς ἐπειδὴ εἶναι ὄμορφος καὶ δυνατός. Ἡ γυναίκα ἦταν ἡ Χάμκω ἡ μητέρα τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Μπῆκε κι ὁ Ἀλὴ Πασὰς ὁ ὁποῖος ζήτησε κι ἔμαθε τοὺς λόγους ποὺ κατέφυγε στὸ σπίτι τοῦ ὁ Ἅγιος. Ὁ Ἀλὴ Πασὰς ἐγκωμίασε τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ γιὰ τὰ μεγάλα του ἐπιτεύγματα καὶ παρεκάλεσε τὴν μητέρα του νὰ περιποιηθεῖ τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τοῦ κάνουν τραπέζι. Μάνα καὶ γιὸς ὑπέβαλαν ἐρωτήσεις στὸν Ἅγιο ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν ἐξέλιξη καὶ ἀνάδειξη τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Σ’ ὅλες τὶς ἐρωτήσεις ἀπάντησε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, προφητικὰ καὶ στὴν τελευταία ἐρώτηση τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ ἂν θὰ πάει στὴν Πόλη, ὁ Ἅγιος του ἀποκρίθηκε: «Θὰ πᾶς καὶ στὴν Πόλη, μὰ μὲ κόκκινα γένεια»[17] Ἐννοοῦσε ὅτι θὰ μεταφερθεῖ στὴν Πόλη δολοφονημένος. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1779 πασὰς στὸ Ἠπειρωτικὸ Μπεράτι καὶ τὴν γύρω περιοχὴ ἤσαν ὁ Κούρτ[18]. Ἀγαποῦσε καὶ θαύμαζε τὸν Ἅγιο. Τοῦ εἶχε μάλιστα φτιάξει καὶ σκαμνὶ ντυμένο μὲ κατιφὲ (βελοῦδο) γιὰ νὰ ἀνεβαίνει καὶ νὰ κηρύττει.

Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὑπογράμμιζε μὲ ἀσυνήθιστη ἔμφαση τὴν ἀνάγκη τῆς μόρφωση: «Δασκάλους, μαθητὲς φυλλάδες θέλω. Τηράττε πὼς κατάντησε, πὼς ἀγρίεψεν τὸ Γένος μας στὴν ἀμάθεια καὶ ἀσπάζεται Τούρκων τὴν πίστη καὶ ἀφανιέται! Ξύπνια παιδιὰ ἀδελφοί, θὰ παραδώσετε ὀγλήγορα στὸ Γένος! Σχολεῖα θὰ φτιάξετε. Αὐτοῦ τὴν λειτουργᾶνε τὸ Θεό, σὰν κρένω! Στὰ φώτη, ὄχι στὰ σκότη»[19]

Πλῆθος ἱερέων καὶ μοναχῶν παρακολουθοῦσαν ἐπίσης τὸν Κοσμᾶ στὰ φλογερά του κηρύγματα ποὺ στὴ συνέχεια διασκορπίζονταν στὶς περιοχὲς τοὺς κήρυσσαν κατὰ τὸ πνεῦμα του, κι ἐκαλοῦσαν τοὺς προεστούς, τοὺς δημογέροντες καὶ τοὺς κατοίκους νὰ βοηθήσουν στὴν ἵδρυση σχολείων. Κι ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ἀληθινὸν θαῦμα, ὅτι στὶς τριάντα ἐπαρχίες ποὺ ἐκήρυξε, κατόρθωσε νὰ ἱδρύσει διακόσια κατ’ ἄλλους 210 δημοτικὰ σχολεῖα καὶ τριάντα ἀνώτερα τὰ ὁποία ὀνομάζει «Ἑλληνικά». Τότε εἰσήχθη καὶ ὀργανώθηκε κοινοβιακά, τὸ οἰκόσιτον σύστημα. Σ’ αὐτὰ τὰ Σχολεῖα χορηγοῦσαν δωρεὰν διδασκαλία καὶ τροφὴ στοὺς μαθητές. Οἱ πλούσιοι ὅριζαν κληροδοτήματα, γιὰ τὴ συντήρηση τῶν διδασκάλων καὶ τῶν μαθητῶν καὶ γιὰ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῶν βιβλιοθηκών[20].

Ὁ Κοὺρτ Πασὰς θαύμαζε τὸν Ἅγιο ἀλλὰ λάτρευε τὸ χρῆμα. Ὡς γνωστὸν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὀρθοτομοῦσε τὸν «λόγον τῆς ἀληθείας». Ἔτσι καταδιώχθηκε ἀπὸ ἀνθρώπους τῶν Ἑβραίων ποὺ τὸν μισοῦσαν» γιατί πέτυχε νὰ μεταφερθεῖ τὸ παζάρι ἀπὸ τὴν Κυριακὴ στὸ Σάβατο, ἡμέρα ἱερὴ γι’ αὐτοὺς κατὰ μαρτυρίαν τοῦ ἴδιου του Ἁγίου[21].

Τὰ λόγια του Πατροκοσμᾶ μεγάλωσαν τὰ ἑλληνόπουλα, μὲ τὴν ἰδέα τῆς ἐλευθερίας, τοῦ «ποθούμενου», ὅπως ἔλεγε συνθηματικά. Φρόντισε νὰ μορφωθοῦν τὰ ἑλληνόπουλα, νὰ μάθουν γράμματα, τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, καὶ τὴν Ἱστορία τους, νὰ μείνουν Ἕλληνες, νὰ μὴν τουρκέψουν καὶ χαθεῖ τὸ Γένος[22].

Λέγεται ὅτι ἐκτὸς τῶν προαναφερθέντων Σχολείων φρόντισε νὰ λειτουργήσουν ἄλλα 1.100 κατώτερα. Φρόντισε μὲ χορηγία τῶν πλουσίων νὰ κατασκευασθοῦν 4.000 κολυμβῆθρες γιὰ νὰ βαπτίζονται τὰ ἑλληνόπουλα τῆς σκλαβωμένης πατρίδος. Κατόρθωσε νὰ ἐλευθερώσει 1.500 χριστιανὲς παραμάνες ἀπὸ τὰ παλάτια τῶν πασάδων, καὶ τῶν μπέηδων.

Ἰδιαιτέρως φρόντισε γιὰ τὴ γεωργία. Μὲ προτροπές του, μπολιάστηκαν χιλιάδες ἄγρια δένδρα καὶ μετατράπηκαν σὲ καρποφόρα. Δόθηκαν πάνω ἀπὸ 500.000 κομβοσχοίνια καὶ σταυρουδάκια στοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν ἑδραίωση καὶ πνευματική τους ἐνίσχυση. Ἐξομολογήθηκαν καὶ ἐπανῆλθαν στὴν εὐσέβεια ἑκατομμύρια ἄνθρωποι.

Μὲ τὰ φλογερά του κηρύγματα, θερίεψε ἡ πίστη στὸ Χριστὸ καὶ ἡ ἐλπίδα στὴν ἐλευθερία τοῦ Γένους. Σταμάτησαν τὰ ἑβραϊκὰ παζάρια τῆς Κυριακῆς, μεταφέρθηκαν τὸ Σάββατο καὶ μποροῦσαν οἱ Χριστιανοὶ νὰ παρακολουθοῦν τὸν εὐλογημένο ἐκκλησιασμό.

Βεβαίως ἡ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ προκληθεῖ μεγάλη οἰκονομικὴ ζημία στὸ ἑβραϊκὸ ἐμπόριο τῆς περιοχῆς τῶν Ἰωαννίνων, τόσο μεγάλη ὥστε οἱ ζημιωθέντες, δίνοντας πολλὰ πουγκιὰ στὸν Κοὺρτ Πασά, τοῦ ζήτησαν νὰ σκοτώσει τὸν μέγα καὶ ἅγιο διδάσκαλο τοῦ Γένους μας[23].

Εἶναι συγκλονιστικὴ ἡ στιχομυθία τῶν Ἑβραίων μὲ τὸν Κοὺρτ Πασά, προκειμένου νὰ διαπραγματευθοῦν τὴ θανάτωση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, ἐξαγοράζοντας τὴ συνείδησή του ἀντὶ εἰκοσιπέντε χιλιάδων γροσίων[24]. Παρὰ τὴν ἀντίθετη γνώμη τοῦ Κοὺρτ Πασᾶ ὁ ὁποῖος βλέποντας τὸ δίκαιόν του Ἁγίου, ἐπέπληξε τοὺς Ἑβραίους κατηγορηματικά, λέγοντάς τους «Ὅσο ζεῖ ὁ Κοὺρτ Πασάς, ὁ καλόγερος δὲν θὰ πεθάνει. Καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ (ἐννοοῦσε τοὺς τρεῖς Ἑβραίους ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν γιὰ νὰ διαπραγματευθοῦν τὴν πώληση καὶ δολοφονία τοῦ Ἁγίου), δὲν ἀξίζετε οὔτε μία τρίχα ἀπὸ τὰ γένια του, κι ἐνῶ ἐσεῖς τὸν πολεμᾶτε, αὐτὸς εἶπε, τὸν ἄκουσα μὲ τὰ ἴδιά μου τὰ αὐτιὰ καὶ μοῦ τὰ εἶπαν κι ἄλλες φορὲς ἄνθρωποί μου ποῦ τὸν παρακολουθοῦνε, εἶπε στοὺς Χριστιανοὺς ποῦ τὸν ἄκουγαν: «Ὅθεν ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀδικήσατε χριστιανοὺς ἢ Ἑβραίους – τί ἐλπίζετε;» φώναξε ὁ Κοὺρτ Πασὰς στοὺς ἐπισκέπτες του, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἐντιμότητα καὶ δικαιοσύνη τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, καὶ συνέχισε «Ὅσοι ἀδικήσατε Ἑβραίους ἢ Τούρκους, νὰ δώσετε τὸ ἄδικον ὀπίσω».

Δυστυχῶς παρὰ τὰ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματά του γιὰ ὑπεράσπιση τοῦ Ἁγίου ὁ Κοὺρτ Πασὰς ἐνέδωσε στὸν πειρασμὸ τῆς φιλοχρηματίας καὶ πρόδωσε τὸν Ἅγιο γιὰ εἴκοσι πέντε χιλιάδες γρόσια, μονολογώντας: «Μοῦ φάγανε ἕναν ἅγιο γιὰ εἰκοσιπέντε χιλιάδες γρόσια»[25].

Ἡ ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Ἁγίου πλησίαζε στὸ τέλος της. Εἶχε ἐναποθέσει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του στὸ Θεό. Τὸν Μάρτιο τοῦ 1779 σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἀδελφό του Χρύσανθο εἶχε περιγράψει μὲ συντομία τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του. μὲ ἁπλότητα, πίστη, καὶ ταπεινότητα. «Πανοσιώτατε ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, κὺρ Χρύσανθε, ἀσπαζόμενος προσκυνῶ σὲ καὶ παρακαλῶ τὸν Ἅγιον Θεὸν διὰ τὴν ψυχικήν σου καὶ σωματικήν σου ὑγείαν. Χάριτι θεία, ἀδελφὲ ὑγιαίνω ὀπωσοῦν, ψυχικὰ δὲ Κύριος οἶδε. Τὰ κατ’ ἐμὲ καὶ περὶ ἐμὲ φαίνονται πολλὰ καὶ ἀπίστευτα εἰς τοὺς πολλοὺς καὶ μήτε ἐγὼ δύναμαι νὰ τὰ καταλάβω. Τόσον δὲ μόνον λέγω σοῖ διὰ νὰ δοξάσης τὸν Κύριον καὶ νὰ χαρῆς, ὅτι γίνεται ἀρκετὴ μετάνοια, εἰς τοὺς ἀδελφούς. Ἕως τριάκοντα ἐπαρχίας περιῆλθον, δέκα σχολεῖα ἑλληνικὰ ἐποίησα, διακόσια διὰ κοινὰ γράμματα, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον μου βεβαιοῦντος διὰ τινῶν παρακολουθησάντων σημείων. Πλὴν δόξα τῷ λέγοντι, ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενεία τελειοῦται». Περιέρχομαι δὲ κατὰ τὸ παρὸν τὴν Παραμυθίαν καὶ Μαργαρίτην, ἐλπίζω δὲ εἰς ὀλίγον καιρὸν νὰ σᾶς ἀπολαύσω, ἂν ὁ Θεὸς θέλει. Περιῆλθον δὲ καὶ τὴν πατρίδα καὶ πάντες οἱ συγγενεῖς σὲ προσκυνούσι καὶ οἱ φίλοι. Ἀσπάζομαι σὲ καὶ τὸν Πανιερώτατον Δεσπότην καὶ εὔχομαι πάντας τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς. Ὑγίαινε ψυχικὰ καὶ σωματικά.

Δέκα χιλιάδες Χριστιανοὶ μὲ ἀγαπῶσι καὶ ἕνας μὲ μισεῖ. Χίλιοι Τοῦρκοι μὲ ἀγαπῶσι καὶ ἕνας ὄχι τόσον. Χιλιάδες Ἑβραῖοι θέλουν τὸν θάνατόν μου καὶ ἕνας ὄχι.

ἀψοθ΄ (1779) Μαρτίου β’

Ὁ σὸς  ἀδελφὸς

Κοσμᾶς Ἱερομόναχος»

 

 

Ἀπὸ τὴν κατακλείδα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ προκύπτει ὅτι γνώριζε καλά τους ἐχθρούς, ποὺ ἐπιβουλεύονταν τὴ ζωή του.

Ἡ ἀπόφαση, γιὰ τὴ θανατικὴ καταδίκη του Κοσμᾶ δὶ’ ἀπαγχονισμοῦ εἶναι εἰλημμένη. Προχωρεῖ ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν θάνατο δοξολογικά, εἰρηνικά, γενναία[26]. Οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν στὸ Βεράτι καὶ μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι θὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν Κοὺρτ Πασά, πλάι στὴν ὄχθη ἑνὸς ποταμοῦ κοντὰ στὸ Καλικόντασι, τοῦ φανέρωσαν ὅτι εἶχαν διαταγὴ νὰ τὸν σκοτώσουν[27]. Ὁ Ἅγιος δέχθηκε τὴν ἀπόφαση γενναία, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεό, εὐχαριστώντας τὸν ποὺ θὰ ἀξιωνόταν νὰ θυσιάσει τὴ ζωή του γιὰ Ἐκεῖνον παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν Χριστιανῶν ποὺ προσπάθησαν νὰ τὸν ἐμποδίσουν. Πρόλαβε καὶ ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες στὸν μαθητὴ τοῦ Νίκωνα, ὁ ὁποῖος θὰ συνέχιζε τὸ ἔργο του. Ἀπομονώνουμε κάποιες ἀπὸ τὶς ὁδηγίες τοῦ Ἁγίου σ’αὐτὸν πρὶν ἀπὸ τὸ μαρτύριό του. «… Βλέπω πὼς θὰ βαδίσεις στ’ἀχνάρια μου. Τί λέω; Στοῦ Χριστοῦ τ’ἀχνάρια. Ἕνα νὰ ξέρεις: ἂν θὲς νὰ σιγουρευτεῖς στὸ δρόμο σου πρέπει νὰ ξεχάσεις τὸν ἑαυτό σου. Πεινῶ, διψῶ, κουράζομαι, δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα. Νὰ ξεχάσεις τὸν ἑαυτό σου. Νὰ θυμᾶσαι τὸ Χριστό μας. Γι’ αὐτὸ νὰ λὲς ἀδιάκοπα: Τί θέλει ὁ Χριστὸς τώρα; Τί θὰ κᾶνε ὁ Χριστὸς τώρα; Καὶ νὰ μὴ πιστεύεις πὼς κάνεις τὸ τέλειο καὶ λὲς τὸ τέλειο. Μόνο ὁ Θεὸς εἶναι τέλειος, τὸ ξέρεις. Καὶ τώρα νὰ σοὺ δώσω τὴν εὐχή μου. Ἔσκυψε ὁ Νίκωνας νὰ τοῦ φιλήσει τὸ χέρι. Ἔκλαιγε.

– Παιδί μου, τοῦ πὲ ὁ Ἅγιος δακρυσμένος, καλὴ σπορά. Κι ὁ Θεὸς ἂς στείλει τὴν βροχὴ νὰ φυτρώσει καὶ μεγαλώσει ὁ σπόρος σου. Ἐσὺ σπέρνε. Μὲ λόγο, μὲ ἔργο, μὲ παράδειγμα. Ἀμήν»[28].

Βρισκόμαστε στὴν τελευταία πράξη τοῦ δράματος. Οἱ Τοῦρκοι κρέμασαν σὲ ἕνα δένδρο τὸν Ἱερομάρτυρα καὶ Ἰσαπόστολο, Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, στὶς 24 Αὐγούστου 1779 στὰ ἑξήντα του χρόνια. Στὴ συνέχεια ἔδεσαν στὸ τίμιο λείψανό του μία βαριὰ πέτρα καὶ τὸ ἔριξαν στὸ ποτάμι γιὰ νὰ μὴν βρεθεῖ ποτέ. Ὅμως οἱ Χριστιανοὶ μόλις πληροφορήθηκαν τὸ μαρτύριό του ἔσπευσαν νὰ βροῦν τὸν ἅγιο. Μετὰ ἀπὸ προσπάθεια τριῶν ἡμερῶν βρέθηκε θαυματουργικῶς τὸ ἅγιο λείψανο, ἀπὸ τὸν πάπα-Μάρκο, ἐφημέριό της ἐκκλησίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὸ Κολικόντασι, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε μὲ πίστη κάνοντας τὸ σταυρό του, μπῆκε μὲ βαρκάκι στὸν ποταμό, κι ἀντικρυσε τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Πατροκοσμᾶ νὰ πλέει ἐπάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ καὶ νὰ στέκεται ὄρθιο σὰν νὰ ἦταν ἐν ζωή. Ἔσπευσε, ἀγκαλίασε τὸ τίμιο καὶ μαρτυρικὸ σῶμα σὰν σῶμα τοῦ Ἁγίου, τὸ ἔβαλε στὴ βάρκα καὶ καθὼς τὸ σήκωσε ἔρευσε πολὺ αἷμα ἀπὸ τὸ εὐλογημένο στόμα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ τόσες ψυχὲς στήριξε, ἀνακούφισε, ὁδήγησε στὴ μετάνοια καὶ στὸ δρόμο τοῦ Θεού[29].

Ὁ παπὰ Μάρκος τύλιξε μὲ τὸ ράσο τοῦ τὸ σῶμα καὶ κρατώντας τὸ ἀγκαλιαστὰ τὸ μετέφερε στὸ ναὸ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, στὸ Κολικόντασι. Μὲ τὴν παρουσία τοῦ Δεσπότη, τοῦ πάπα-Μάρκου καὶ πλήθους κόσμου ποὺ ἔκλαιγε ἀδιάκοπα, τὸν ἐνταφίασαν στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς, στὸ Κολικόντασι.[30]

Πολλὲς ἀπὸ τὶς προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἐκπληρώθηκαν, ἄλλες ἀναμένονται νὰ ἐκπληρωθοῦν. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε μερικές: 1) Θὰ δεῖτε στὸν κάμπο ἁμάξι χωρὶς ἄλογα νὰ τρέχει γρηγορότερα ἀπὸ τοῦ λαγό!!! 2) Θὰ ‘ρθεῖ καιρὸς ποὺ θὰ ζωσθεῖ ὁ τόπος μὲ μία κλωστή!!! 3) Θὰ ρθεῖ καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ ὁμιλοῦν ἀπὸ ἕνα μακρινὸ μέρος σὲ ἄλλο, σὰν νὰ ναὶ σὲ πλαγινὰ δωμάτια π.χ. ἀπὸ τὴν Πόλη στὴ Ρωσία. 4) Θὰ δεῖτε νὰ πετᾶνε ἄνθρωποι, στὸν οὐρανὸ σὰν μαυροπούλια καὶ νὰ ρίχνουν φωτιὰ στὸν κόσμο. Ὅσοι θὰ ζοῦν τότε θὰ τρέξουν στὰ μνήματα καὶ θὰ φωνάζουν. Ἐβγᾶτε οἱ πεθαμένοι νὰ μποῦμε μεῖς οἱ ζωντανοὶ 5) θὰ ρθεῖ καιρὸς ποὺ θὰ διευθύνουν τὸν κόσμο τὰ ἄλαλα καὶ τὰ μπάλαλα»[31]

Ἀπὸ τὶς προφητεῖες του ποὺ ἀναμένονται, ἀπομονώνουμε μία: «Δὲν θὰ φθάσει ὁ στρατὸς στὴν Πόλη, στὴ μέση του δρόμου θὰ ρθεῖ τὸ μαντάτο, ὅτι ἔφθασε τὸ ποθούμενο». Ὅταν θὰ ἰδῆτε τὸ χιλιάρμενο στὰ ἑλληνικὰ ὕδατα, τότε θὰ λυθεῖ τὸ ζήτημα τῆς Πόλης»[32].

Οἱ προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ εἶναι περισσότερες ἀπὸ 122[33].

Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς πολέμησε τὰ κατεστημένα τῆς ὑλικῆς δύναμης, χωρὶς χρῆμα, χωρὶς στρατό, χωρὶς ξένες προστάτιδες δυνάμεις. Τὰ κατανίκησε ὅλα, μὲ τὸ σταυρό, ἕνα ράσο, ἕνα σκαμνὶ κι ἕνα ραβδί.

Ἵδρυσε σχολεῖα, μόρφωσε δασκάλους καὶ μαθητὲς μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ξανάδωσε ἐλπίδα στὸν Ἕλληνα σκλάβο, σταμάτησε τὶς ἀλλαξοπιστήσεις, ἔδωσε τὴν ἀξία ποὺ ἔπρεπε στὸν ἱδρώτα καὶ στὰ προϊόντα του πολύμοχθου Ἕλληνα, σταμάτησε τὴν ἐκμετάλλευσή του, μετέθεσε τὸ ἐμπόριο τῆς Κυριακῆς στὸ Σάββατο, παρότρυνε τοὺς Ἕλληνες νὰ μιλοῦν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἕνωσε τοὺς Ἕλληνες συμβουλεύοντάς τους νὰ ἀλληλοσυγχωροῦνται δημόσια καὶ νὰ ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, δίδαξε πρακτικὰ τὴ θρησκευτικὴ συμπεριφορά, δίδαξε τὰ Ἱερὰ Μυστήρια, χωρὶς ποτὲ νὰ ξεχάσει νὰ φροντίσει καὶ τὴ γενέτειρα τού[34].

Ἰδιαιτέρως φρόντισε σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἠπείρου μὲ κέντρο τὴ Ζίτσα γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὴ γεωργία, τὰ δένδρα, τὴ δενδροκομία καὶ δενδροκαλλιέργεια. Εἶχε στὸ ζωνάρι του, δίπλα στὸ κομποσχοίνι σουγιὰ καὶ κλαδευτήρι καὶ μετὰ τὸ κήρυγμα ἔπαιρνε τοὺς χωρικοὺς καὶ τοὺς ἔδειχνε νὰ «μπολιάζουν», νὰ φυτεύουν καὶ νὰ περιποιοῦνται τὰ δένδρα. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς πρόσφερε πάρα πολλὰ στοὺς γεωργοὺς καὶ στὴ γεωργία. Πόνεσε κι ἀγάπησε τὸν ἀγρότη καὶ τὴν ἀγροτικὴ ζωή. Συχνὰ ἔλεγε: «ὅσοι δὲν ἀγαποῦν τὰ δένδρα καὶ τὰ φυτὰ θὰ ζήσουν φτωχικά». Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ὑπῆρξεν ὑπερασπιστὴς τῶν πτωχῶν, τῶν καταπιεσμένων, τῆς γυναίκας, ποὺ ἐθεωρεῖτο τότε κατώτερο ὂν καὶ σκλάβα. Ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν πραγματική της ἐξύψωση[35].

Σήμερα δὲν θὰ ὑπῆρχε Βόρειος Ἤπειρος, μὲ βαθιὰ ριζωμένο τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα ἂν δὲν περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.

Κι ἡ Ἀθήνα δὲν θὰ ἐκοσμεῖτο μὲ τὰ λαμπρὰ κτίρια τῶν βορειοηπειρωτῶν εὐεργετῶν, τοῦ Σίνα, τοῦ Τοσίτσα, τοῦ Ἀβέρωφ, τοῦ Ζάππα, τοῦ Ἀρσάκη καὶ ἄλλων ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ Ἐθνοευεργέτες μαθητὲς τῶν σχολείων τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.

Ὁ ἱστορικὸς Περραιβὸς γράφει ὅτι ἐξαιτίας τῆς πολεμικῆς του Πατροκοσμᾶ ἔμειναν ἀπάτητα τὰ χρονογαϊτανοσειρήτια τῶν Ἐβραίων[36].

Ἡ ἀνιδανικὴ ἐποχὴ μᾶς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πνευματικὰ ἀναστήματα σὰν τὸν Ἐθναπόστολο, Διδάχο καὶ Φωτιστῆ τοῦ Γένους, Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό,  ποὺ ἄνοιξε τὸ δρόμο στοὺς Ἕλληνες γιὰ τὴν ἐλευθερία, τὴν παιδεία, τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια.

Τριακόσια εννιά χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησή του φέτος τὸ ἔργο τοῦ εἶναι καὶ παραμένει ἐπίκαιρο. Ἂς ἀφουγκρασθοῦμε τὰ ἁγιοπνευματικὰ καὶ ἐθναποστολικὰ τοῦ μηνύματα. Μᾶς χρειάζονται σήμερα ὅσο ποτὲ ἄλλοτε.

 

[1] Βλ. περισσότερα, Ιωάννης Μενούνος, Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Διδαχές και Βιογραφία, έκδοση πέμπτη, Αθήνα 1979, σ. 13

[2] Βλ. Κοσμάς Αιτωλός, Βικιπαίδεια, σ. 1

[3] Βλ. Ιωάννου Μενούνου,  ό.π., Αθήνα 1979, σ. 15

[4] ό.π.

[5] Βλ. Ιωαν. Μενούνος, ό.π. και Μαρία-Ελευθερία Γ. Γιατράκου, Διδάσκαλοι στη ροή της Ιστορίας, Πρακτικά 50ου Παιδαγωγικού Συνεδρίου «Η πρόκληση της σύγχρονης Παιδείας για διαχρονικές Αξίας και Πρόσωπα» Αθήνα 2009, Θεσσαλονίκη και Πάτρα 2010, σσ. 56

[6] Βλ. ό.π.

[7] Βλ. Βαγγέλης Σκουβαράς Άνθιμος Ολυμπιώτης, Αθήνα, χ.χ. έκδοση «ΑΣΤΗΡ», σ. 52

[8] Βαγγέλη Σκουβαρά, Άνθιμος Ολυμπιώτης, ό.π., σ. 48,50

[9] ό.π., σ. 56

[10] Βαγγέλης Σκουβαράς, ό.π., σ. 60

[11] Ιωάννης Β. Μενούνος, ό.π., σ. 16

[12] Ο ίδιος, ό.π., σ. 16,17

[13] Ιωάν. Μενούνος, ό.π., σ. 17 – Μαρία Γ. Γιατράκου, Ανταύγειες από την Εθνεγερσία, Αθήνα, σ. 13-14 – Μαρία –Ελευθερία Γ. Γιατράκου, Διδάσκαλοι στη ροή της ιστορίας, ό.π., σ. 56

[14] ό.π.

[15] Ι. Μενούνος, ό.π., σ. 18

[16] Βλ. Μαρία-Ελευθερία Γ. Γιατράκου, Διδάσκαλοι στη ροή της Ιστορίας, ό.π., σ. 58

[17] Ι. Μενούνος, ό.π., σ. 27-29

[18] ό.π., σ. 30 κ.ε.

[19] Βλ. Μαρία Γ. Γιατράκου, ο Διδάσκων και η Διδασκαλία Αθήνα 1993, σ. 5. Ανατύπον από το 23ον Τεύχος των πρακτικών των «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΟΜΙΛΙΩΝ, του ΛΒ΄ και ΛΓ΄ Εκπαιδευτικού συνεδρίου του Τομέως Επιστημόνων και Εκπαιδευτικών του Συλλόγου «Ο Μ. Βασίλειος» εις Αθήνας και Θεσσαλονίκην

[20] Μ. Γιατράκου, Διδάσκαλοι στη ροή της Ιστορίας, ό.π., σ.59

[21] ό.π., σ. 26

[22] Βλ. Κοσμάς Αιτωλός, Βικιπαίδεια, σ.2

[23] Κοσμάς Ο Αιτωλός, Βικιπαίδεια, ό.π., σ. 2

[24] Βλ. Ιωάν. Μενούνος, ό.π., σ. 30-38

[25] Ι. Μενούνος, ό.π., σ. 36,37

[26] Μαρία Ελευθερία Γ. Γιατράκου, Διδάσκαλοι στη ροή της ιστορίας, ό.π., σ. 59

[27] Κοσμάς Αιτωλός, Βίος και προφητείες, Βικιπαίδεια, σ. 2,3

[28] Ιωάν. Μενούνος, ό.π., σ. 40,41

[29] Κοσμάς ο Αιτωλός, Βίος και προφητείες, Βικιπαίδεια, ό.π., σ. 2,3

[30] ό.π., σ. 3 – Ιωάν. Μενούνος, ό.π., σ. 47,48

[31] Κοσμάς Αιτωλός, Βίος και Προφητείες, Βικιπαίδεια, ό.π., σ. 4

[32] ό.π., σ. 4

[33] Βλ. Κοσμάς Αιτωλός του Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, (24 εκδόσεις) της Ιεραποστολικής Αδελφότητας «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ»

[34] Βλ. Ευάγγελος Σπύρου, ο Πατροκοσμάς ο Αιτωλός και οι Έλληνες, Πατροκοσμάς ο Αιτωλός, έργα και ημέρες, Αθήνα, χ.χ., σ. 19, 20 κ.ε. έκδοση Interamerican.

[35] ό.π., σ. 20,21

[36] Βλ. Ευάγ. Σπύρου, ό.π., σ. 88

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.