Αν και έχουμε ξαναγράψει για την προέλευση τής Τουρκικής, εν τούτοις θα εξετάσουμε ακόμα δειγματοληπτικά κάποιες λέξεις που νομίζουμε ή και πιστεύουμε πως είναι Τουρκικές(1). Ας αρχίσουμε το…τουρκικό cümbüș δηλαδή το τσιμπούσι και να πούμε πως η λέξη αυτή δεν έχει σχέση με την Τουρκική, αλλά με το αρχαιοελληνικό συμπόσιον.
Για να κατανοήσουμε όμως την…παλαιότητα τής γλώσσας αυτής, θα πρέπει να πούμε πως οι Τούρκοι ως νομαδικός* λαός ξεκίνησαν 50.000 περίπου από τα βάθη της Ανατολής και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό που ονομάζουμε σήμερα Τουρκία περί το 980 μ.Χ.
Θεωρώ γνωστό, πως η Τουρκική είναι μίξη λέξεων της Αραβικής, της Περσικής και της Ελληνικής – Λατινικής, και δεν υπερέβαινε ένα βασικό λεξιλόγιο που περιλάμβανε 200 ριζικές λέξεις (Κων. Παπαρηγόπουλος). Έτσι λοιπόν ως πλάνητες*-*αλάνια
εδημιούργησαν σιγά – σιγά ένα γλωσσικό υπόστρωμα σχετικό με την αρχαιοελληνική, αλλά στην πορεία και με βυζαντινές διαφοροποιήσεις. Έγιναν λοιπόν αγάδες (εκ του ἀγός [του ρ. ἄγω] πρβλ. πυραγός, λοχαγός, οδηγός, αρχηγός), φορώντας φτηνά βαμβακερά υφάσματα αλαντζάδες (από το α.ε ἀλλάττω {αλλάζω} [χρώματα] τουρκ. alaca) καθ’ ότι ο αλατζάς ήταν ποικιλόχρους πράγμα που διαπιστώνουμε από τις φορεσιές των ανατολικών και Ασιατικών λαών. Επίσης η συνηθισμένη (τουλάχιστο στη Χίο) λ. αλισ(ι)βερίσι που σημαίνει μη καθαρή δοσοληψία, προέρχεται από την α.ε λ. ἀλίσβη = ύποπτη συναλλαγή, απάτη, την οποία οι Τούρκοι την είπαν alișveriș με την έννοια της συναλλαγής και του πάρε-δώσε. Η λ. ντα(λ)ραβέρι έχει ακριβώς την ίδια σημασία και είναι το ιταλ. Dare- avere = δοῦναι-λαβεῖν.
Γνωρίζοντας ωστόσο ότι δεν υπάρχει δυσκολότερο εγχείρημα από την (επιστημονική) διερεύνηση τής προέλευσης μιας λέξης, θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τον σκόπελο τής παρετυμολόγησης, και αυτό μέσω της νοηματικής συσχέτισης και της παλαιότητας μιας γλώσσας, αναζητώντας την προέλευση λέξεων που ακόμα ακούγονται (και στη Χίο) και νομίζουμε πως είναι ξενικές κατά κύριο λόγο δε Τουρκικές. Έτσι, λέξεις όπως:
Αραμπάς‧ σημαίνει φορτηγό όχημα, άμαξα, από το α.ε ρ. ἀρραβάσσω = κτυπώ δυνατά, κάνω θόρυβο βλ. ἄραβος‧ μέγας θόρυβος αλλά και το αραβαΐσι όπου προκαλείται πολύς θόρυβος, φασαρία(τουρκ. araba). Ατζαμής‧ ο μη ειδήμων, ο αδαής από το α.ε ἀδαήμων = άπειρος, αμαθής. Άχτι‧ από το άχθος, βάρος πρβλ. το Ομηρ. άχθος αρούρης, και τον πάλαι αχθοφόρο., αλλά και τη σχετ. φρ. “το ‘χω βάρος στη συνείδησή μου” δηλ. νοιώθω υποχρέωση. Βαλής‧ νομάρχης, από το βαλήν = βασιλεύς Φρυγιστί (Ησυχ.). Γιαβρής, γιαβρούμ‧ αγαπητός, νεογνό εκ του α.ε ἁβρός βλ. “παρθένοι ἁβραί”. Γιαχνί‧ από το α.ε αχνίζω τουρκ. yahni Γιουρούκης‧ αγροτικός, απολίτιστος, από το α.ε αγροίκος τουρκ. yürüκ = νομάς. Γιόκ = όχι – οὐχί από το α.ε ἰαχή ρ. ἰάχω (κραυγή, βοή, αλαλαγμός) απ’ εδώ και το γιούχα. Γκιαούρ (αραβ. γκαβίρ = έλληνες) και τα δύο από το Κάβειρος (οι Κάβειροι ετιμώντο ως θεοί στη Λήμνο ελέγετο δε ότι ήσαν παιδιά του Ηφαίστου (βλ. Καβείρια μυστήρια [τουρκ. giaur = άπιστος]). Θεριακλής‧ συνήθως ο μανιώδης πότης, αλλά και ο μανιώδης καπνιστής, εκ του θεριακή = αντίδοτο δηλητηρίου (Έλλην Λόγος), θεριακή + καταλ. -λης (Ανδριώτης). Καλαφατίζω = φράζω τα κενά μεταξύ των σανίδων του πλοίου, πατικώνω, πιέζω, προέρχεται από το κάλα = ξύλα, σανίδες, επομένως καλαφατώ = κάλα + πατώ, πατικώνω πιέζω. Το…τουρκικό αλλά και αγγλικό kiosk προέρχεται από το ελλην. σκιά, ίσκιος & σύσκιος δηλ. ο σκιασμένος από παντού ρ. σκέπω, σκεπάζω, λ. σκιάδιον αντιδάνειο κιόσκι. Τέλος (προς το παρόν), και η νομιζόμενη ως Τουρκική λέξη φετφάς (fetfa), προέρχεται – είναι η α.ε ἐφετμή (η) που σημαίνει προσταγή, παραγγελία.
Όμως, ας σταματήσουμε το λακριντί – λακερντί δηλ. την φλυαρία, πολυλογία και να πούμε πως και η λ. αυτή προέρχεται από την ελλ. λ. λακερολογία = φλυαρία – πολυλογία την οποία οι Τούρκοι την είπαν lakirdi (σχετ. λ. λακέττας) = τζίτζικας.
Να υπενθυμίσουμε πως η Ομηρική (Ελληνική) Γλώσσα αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκαν σχεδόν όλες οι σύγχρονες γλώσσες. Να πούμε δε, πως λέξεις κοινές και γνωστές που θεωρούνται ξένες, προέρχονται από την Ελληνική.
Λέμε λοιπόν: After από το ομηρικό αὐτάρ = αλλά όμως, αυτός λοιπόν (βλ. προοίμιο της Οδυσσ. στ. 9. το αμήν, από το α.ε ἡμήν = αληθώς (βλ. Ιλ. β291-301) και εξελικτικά από το ἡμέν φτάσαμε στο σημερινό αμέ! Η…αγγλική bank, από το λατινικό pango και αυτό από το παγιῶ (πίζω, σταθεροποιώ) α.ε πήγνυμι. Είναι γνωστό πως οι τράπεζες πήραν το όνομά τους από τα πρώτα τραπέζια (πάγκους) των αργυραμοιβών. Εννοιολογικά, την σταθερότητα των χρημάτων την έδιδε η τετράπεζα – δηλ. το τραπέζι που είχε τέσσερα πόδια και με σύντμηση έγινε η τράπεζα του αργυραμοιβού όπου γινόταν οι χρηματικές εργασίες δηλ. ανταλλαγές νομισμάτων, αλλά και δανεισμοί χρημάτων. Απ’ εδώ και το table =τραπέζι, τράπεζα, στην επιφάνεια της οποίας ετοποθετούντο τα φαγητά. Αξίζει να αναφέρουμε πως, το ιταλ. Tavola, το ισπαν. Tabla προέρχονται από το α.ε τηλία, ταλία = σανίς (λ. τάβλα). Η λέξη πάσο, η οποία νομίζουμε πως είναι ξενική (passo) προέρχεται από το α.ε πάτος = οδός, πέρασμα, πάτημα ρ. πατῶ = βαδίζω λ. διάβαση ρ. δια-βαίνω, περνώ, διέλευση σχετ. και η τοπική λ. πατωσά.
Τελειώνοντας – προς το παρόν- να σταματήσουμε με την λ. ταχύτητα – ένταση (αέρα) που στα αγγλικά λέγεται velocity. H λέξη προέρχεται από το α.ε βολαῖος, α, ον (βάλλω, βολή, βέλος ) που σημαίνει σφοδρός, βίαιος. Η λέξη σώζεται στη δημοτική με τον Δωρ.τύπο στη φράση μιά βολά. δυό βολές … (λξκ. Ομηρ. Ι. Πανταζίδου εκδ. Ν. Σιδέρη Αθήναι 1930) σχετ. και οι λαϊκές έκφρ. “μιά και καλή” & “τρίτη και φαρμακερή”.
Επίσης κατά τον Ν. Π. Ανδριώτη, βολά (η) φορά‧ αρχ. βολή με επίδρ. του φορά.
(1) Με αυτό δεν υποστηρίζουμε πως δεν χρησιμοποιούμε λέξεις που προέρχονται από την Τουρκική. Το θέμα είναι, πως ενώ έχουμε αντίστοιχες ωραιότατες & πλούσιες σε νοηματικό φορτίο ελληνικές λέξεις, παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιούμε “ξένες” λέξεις, παραμερίζοντας εκφραστικότατες ελληνικές, συμβάλλοντας ίσως χωρίς τη θέλησή μας στη συρρίκνωση του ελληνικού λεξιλογίου, γιατί τάχα (δήθεν, μήπως, μην τυχόν επιρρ. ενδοιαστ.) δεν είναι της δημοτικής ή είναι καθαρευουσιάνικες.
* νομάς (ο, η) = νομάς- άδος, επίθ. (ᐸ νομός = τόπος βοσκής) έτσι, νομάς (ο) ερμηνεύεται ως περιπλανώμενος, αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία.
“Νομάδες δέ καλοῦνται ὅτι οὐκ ἔστι σφι (εις αυτούς) οἰκήματα, ἀλλά ἐν ἁμάξαις οἰκοῦσι” (βλ. Ιπποκρ. Περί Αερ. 93).
** πρβλ. το α.ε ἅλη= περιπλάνηση, αλήτης. Τουρκ. alan= πεδίο, χώρος‧ λέξη που χρησιμοποιούσαμε παλαιότερα (βλ. λ. αλάνα) όταν θέλαμε να δηλώσουμε ανοιχτό χώρο – πλατεία (που συνήθως βρισκόταν στο κέντρο του χωριού) ή και νεαρή γυναίκα. σχετ. τουρκ;. λ. meydan (μεϊντάνι) δηλ. πλατεία όπου γίνονταν κάποτε οι χοροί στα χωριά (dans = χορός). Έτσι λοιπόν ο χώρος αυτός έγινε μεϊντάνι! Και επειδή σ’ αυτές τις εκδηλώσεις δημιουργούνταν πάντα διαφωνίες και προβλήματα από νεανικές ερωτοτροπίες, δημιουργήθηκε η φράση “ζητά μεϊντάνι” δηλ. θέλει – δημιουργεί προβλήματα – τσακωμούς, φασαρίες. Εδώ σύχναζαν οι νέοι και οι νέες, και κάποιες φορές είχαν και “παράτυπες” σχέσεις μεταξύ τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κατηγορούν – δυσφημίζουν αλλά και να δημιουργούν δυσφημιστικές φράσεις όπως: “την έβγαλε στο μεϊντάνι” ή “ήβγε στο μεϊντάνι”, ακόμα και “μου ζητά μεϊντάνι” δηλ. τσακωμό, φασαρία.
Χρησιμοποιήθηκαν τα λεξικά:
Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσας με αναγωγή στην αρχαία Ελληνική των εκδόσεων ΕΝΝΟΙΑ Αθήνα 2002
Λεξικόν Ησυχίου αναστατική έκδοσις 1975 εκδ. Γεωργιάδης
Έλλην Λόγος εκδ. Γεωργιάδης Αθήναι 2003
Λεξικό της πιάτσας Αργκό των εκδ. Κάκτος Αθήνα β’εκδ. 1999
Ομηρικό Λεξιλόγιο – απόδοση στα Νέα Ελληνικά Jacgues Bouchard εκδ. Τυπωθήτω
Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής Ν. Π. Ανδριώτη Θεσ/νίκη 1983
FONO YUNANCA standart sözlük Τουρκικά – Ελληνικά στάνταρ λεξικό 2009