Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος…

 

Γράφει η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Η Πρωτοχρονιά έφθανε σπίτι μας πολύ ήρεμα και απλά, χωρίς γλέντια και ρεβεγιόν, χωρίς χαρτοπαιξίες και άλλα ξενόφερτα έθιμα.  Έφθανε πάντα σαν αρχοντονοικοκυρά, φορτωμένη κάλαντα, παινέματα, λουκουμάδες, μασουράκια μ’ αμύγδαλα, καρύδια και μέλι, τεράστια πολύχρωμα μπαλόνια, «αγιοβασιλιάτικα» και συγγενείς που μπαινόβγαιναν για ευχές και «χαιρετίσματα».

Τα κάλαντα αρχίζανε από το πρωί της Παραμονής κι όλη τη μέρα κι ως τη νύχτα και την άλλη μέρα το πρωί, αντιλαλούσαν οι γειτονιές κι οι δρόμοι από παινέματα, σφυρίγματα και κανονιοβολισμούς, από τα «βαποράκια» με τα φωνακλάδικα πληρώματά τους, που τρέχανε να προλάβουνε να περάσουνε πρώτοι απ’ τον κάθε μαχαλά για να πάρουνε τα πιότερα χαρτζιλίκια.

Βλέπεις, εκείνα τα δύσκολα μα καρπερά χρόνια της ανάστασης, της ελευθερίας και της δημιουργίας, τα μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τα άλλα, τα δραματικά κι αδελφοκτόνα που αποτελείωσαν το καταστροφικό του έργο, η φτώχεια κι η ανέχεια δεν είχαν ξεχαστεί ακόμη κι όλοι, μικροί και μεγάλοι, εκτιμούσαν δεόντως κατ’ αρχάς την αφθονία των αγαθών που είχαν επιστρέψει στο τραπέζι μας, αλλά και των χρημάτων που έδιναν το δικαίωμα στην καλοπέραση και τη σιγουριά μιας καλλίτερης διαβίωσης.
Παρέες-παρέες τα παιδιά τρέχανε στους δρόμους με τις τραμπούκες τους για να πούνε τα κάλαντα.  Μα οι πιο πετυχημένες – ως προς τις εισπράξεις – κομπανίες ήταν αυτές που κουβαλούσανε πάνω στα ξύλινα τρίποδα το «βαποράκι» τους φωταγωγημένο, σημαιοστολισμένο, με τα κανονάκια του και τα μπαμ του και τα μπουμ του!
Τι όμορφο έθιμο, αλήθεια, τα «βαποράκια» εκείνα που συνοδεύουν τις κομπανίες στα κάλαντα!  Φτιαγμένα «κατ’ εικόνα και ομοίωση» των πραγματικών ιστιοφόρων, των πολεμικών ή των ατμόπλοιων, των οποίων περήφανα έφεραν και το όνομα γραμμένο καλλιγραφικά στην πλώρη τους, γεμίζανε τους δρόμους και τις γειτονιές, περιστοιχισμένα από παραληρούντα πληρώματα με κοντοβράκια και τραγιάσκες.  Όταν φτάνανε στα σταυροδρόμια, τα φουγάρα αρχίζανε να ντουμανιάζουν, οι τσιμινιέρες να σφυρίζουν και τα κανονάκια να ρίχνουν κανονιοβολισμούς με «στρακαστρούκες», αναπαριστώντας ναυμαχίες και δίνοντας τον εκρηκτικό παλμό  στην εορτάσιμη νύχτα!
Τέτοια έντονη συγκίνηση άφηναν πίσω τους σε μικρούς και μεγάλους τούτα τα βαποράκια ή παποράκια – όπως τα έλεγε ο παππούς μου – τα οποία με τόση περηφάνια τα στόλιζαν και τα εφόπλιζαν τα τσούρμα τους για να εντυπωσιάζουν, που για μέρες μετά λέγανε στις γειτονιές – καμιά φορά μάλιστα μέχρι που καυγάδιζαν διαφωνώντας, υπερασπίζοντας το δικό τους – πιο ήταν το πιο μεγάλο, το πιο στολισμένο και το πιο ιστορικό, ώστε την άλλη χρονιά όλοι να προσπαθήσουν να το μιμηθούν και να το αντιγράψουν.
Τρίτο συστατικό και το πιο απαραίτητο, νομίζω, για να πετύχουν τα κάλαντα και να εισπράξουν οι συντροφιές τα «μπαχτσίσια», ήταν τα όμορφα ταιριασμένα «παινέματα», τα οποία λέγανε στο κάθε σπίτι που σταματούσαν κι έπρεπε καιρό πριν να τα ταιριάζουν, να τα προβάρουν και να τα αποστηθίζουν για να εντυπωσιάζουν τον εκάστοτε αποδέκτη και να τον κάνουν ανοιχτοχέρη.
Όπως το να ταιριάζει κανείς «μαντινάδες» στην Κρήτη, «καντάδες» στα Επτάνησα και «κοτσάκια» στις Κυκλάδες θέλει μεγάλο ταλέντο, έτσι και για τα «παινέματα» στη Χίο.  Είναι χαρισματικός και ταλαντούχος όποιος μπορεί να τα ταιριάζει, ανάλογα με το σε ποιον θα τα πει και ποιος θα τ’ ακούσει και θ’ αναγαλλιάσει η καρδιά του τόσο, ώστε ν’ ανοίξει τον «πορτομονέ» και να δώσει το κέρασμα μ’ απλοχεριά.
Θυμούμαι μια παραμονή βράδυ στο σπίτι της θείας μου της Άννας, που ήταν στο κέντρο της Χώρας.  Πολυσύχναστος ο δρόμος, όλες οι παρέες περνούσαν από κει κι όλες κτυπούσαν κάθε τόσο την πόρτα κι εφώναζαν, «Να τα πούμε;»  Στην αρχή λέγανε σ’ όλους, «Πέστε τα, πέστε τα…»  Μα σαν περνούσανε πια πολλοί, ήταν έτοιμοι να διώξουνε τους άλλους λέγοντας, «Μας τα ’παν άλλοι…»  Έλα, όμως, που έπιανε η επόμενη κομπανία τα «παινέματα» κι άρχιζε κι η θεία σιγά-σιγά ν’ αλλάζει γνώμη…
Σαν να ’ναι τούτη η ώρα που βλέπω την αλλαγή της διάθεσης στο πρόσωπό της, καθώς άκουγε τα παιδιά στη πόρτα να τραγουδούν:
–  «Εσένα, αφέντη, πρέπει σου καρέκλα καρυδένια, για ν’ ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια…»
–  «Γιάννη», γυρίζει και λέει η θεία του θείου μου, «δεν πειράζει… δώσ’ τος ένα φράγκο…»
Κι εκείνοι συνεχίζανε…
–  «Ψιλή, λιγνή κουκουναριά, με τα κουκουναράκια, να χαίρεσαι τον άντρα σου κι όλα σου τα παιδάκια…»
–  «Γιάννη, δώσ’ τος καλέ δυο φράγκα…» του φώναζε μισογελώντας.
–  «Έχεις και γιο και μονογιό και γιο και κανακάρη, να στον αξιώσει ο Θεός, να πάρει και καράβι…»
–  «Να τος δώκεις, Γιάννη, ένα τάλιρο. Ακούς;»
Κι όταν φτάνανε πια να πουν:
–  «Έχεις και κόρη έμορφη, το μήλο της Ευρώπης, το ρόδο της Ανατολής και της Μεγαλειότης…», ε… τότε…
–  «Ουγού, Γιάννη», φώναζε λιγωμένη, χαχανίζοντας και χειροκροτώντας, όπως κι όλοι μας άλλωστε, «δώσ’ τος ένα δεκάρικο και διώξε τους, θα με λωλάνουνε…»
Έτσι μαζεύανε τα μπαχτσίσια οι «μαστόροι», που ταίριαζαν τα παινέματα και ξέρανε καλά να εκμεταλλεύονται την αγάπη και την περηφάνια του κάθε νοικοκύρη, τραγουδώντας…  «Τούτο το σπίτι που ’ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης κι η κυρά, χρόνια πολλά να ζήσει…  Εσένα, αφέντη, πρέπει σου στ’ άλογο να καθίζεις, με το ’να χέρι να μετράς και τ’ άλλο να δανείζεις…  Ένα καράβι έρχεται απ’ τη Θεσσαλονίκη, πρέπει του και του γιούκα σου το καπετανιλίκι…  Ο ήλιος όταν πρωτοβγεί, βγαίνει στα κυπαρίσσια και ρίχνει τις αχτίνες του στα δυο σου τα κορίτσια…»
Αυτά τα παινέματα ακολουθούσανε το εισαγωγικό μέρος, το οποίο, μέσα σε λίγους στίχους, περιλάμβανε και το εορταστικό πνεύμα της ημέρας και τα ευχετήρια μηνύματα, αλλά και όλη τη λαχτάρα και την αγωνία τούτου του νησιού για την ξενιτιά και τους ξενιτεμένους της θάλασσας και της μετανάστευσης.  «Εις αυτό το Νέον Έτος, Βασιλείου εορτήν, ήρθα να σας χαιρετήσω, με την πρέπουσαν ευχήν.  Και για τα ξενιτεμένα, έχω να ειπώ πολλά, όπου είναι κι όπου στέκουν να ’χουν την καλή χρονιά…»
Τέλος, μετά τα παινέματα ακολουθούσε η επωδός, λιτή κι αυτή, περιληπτική και ευχετήρια, για να μην κουράζεται αφενός το ακροατήριο και αφετέρου για να εισπράξουνε γρήγορα τον «μποναμά» και να φύγουν να προφτάσουνε σ’ όσα περισσότερα σπίτια να «τα πούνε».  «Κι άλλα έτερα σας πρέπουν, μα εγώ δεν ημπορώ, σας αφήνω καληνύχτα και του χρόνου με καλό.»
Φυσικά, μέσα στο εορταστικό πανδαιμόνιο της Παραμονής υπήρχαν και οι χορωδίες με τα ακορντεόν και οι χωριάτες με τις πίπιζες, υπήρχανε κι οι γύφτοι με τα κλαρίνα και τα νταούλια, μα τα πατροπαράδοτα κάλαντα στη Χίο ήταν αυτά που τα τραγουδούσανε οι φασαριόζικες συντροφιές των παιδιών με τις τραμπούκες και τα παινέματα, τα οποία συνόδευαν τα βαποράκια με τους κανονιοβολισμούς τους και τα σφυρίγματα.
Ακόμη και τώρα, που βρισκόμαστε μακριά απ’ τη Χίο και το τοπικό της χρώμα, κάθε Πρωτοχρονιά, μαζεμένη όλη η οικογένεια, λέμε τα «παινέματα» και περιγράφομε στα παιδιά μας εκείνα τα έθιμα, προσπαθώντας να ξαναζήσομε τις ομορφιές εκείνες και να διατηρήσομε ζωντανές τις εικόνες, που όσο περνούν τα χρόνια, όλο και πιο μακρινές αναμνήσεις γίνονται.

Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Συγγραφέας-ποιήτρια

(Από το “ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ” εκδόσεις Λεξίτυπον 2014 https://www.lexitipon.gr/category/9/laografia-koinwnia.html)

-Ζωγραφική: Μπάμπης Κοιλιάρης. Ζωγράφος, Αγιογράφος.

………………………………………………………..
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ 2021!
ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΕΣ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!

Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.