Βιορέτες, ζουμπούλια, κρινάκια και φραγκολαλάδες… Γράφει η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

 

Μόλις έπιαναν να μακραίνουν τ’ απογεύματα κι οι ακτίνες του ήλιου ζέσταιναν τ’ απομεσήμερα, άρχιζε η γη να φουσκώνει σαν το κορμί της έφηβης και να στολίζεται με χρώματα κι αρώματα. Τότε γέμιζαν τα χωράφια κι οι τράφοι μ’ αγριολούλουδα σ’ όλα τα μεγέθη, τα σχήματα κι όλες τις αποχρώσεις του ροζ, του μωβ, του κίτρινου και του μπλε.

Πρώτες οι ανεμώνες, τσαχπίνες και παιχνιδιάρες, άνοιγαν διάπλατα τα βελουδένια πέταλα και ρουφούσαν ήλιο, καθώς τ’ αγέρι τις λίκνιζε με χάρη. Μετά γέμιζε ο κόσμος μαργαρίτες. Στραφτάλιζαν οι πλαγιές και τα ρουμάνια απ’ την ασπράδα τους κι εμείς, άσπλαχνα, τις μαδούσαμε στο «μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά».

Ξωπίσω, οι κίτρινοι κρόκοι, τα μπλε ζουμπούλια, οι ξυνήθρες, οι άγριες βιολέτες, οι βιορέτες ξεφύτρωναν στις άκριες των χωραφιών και μοσχοβολούσαν κι οι θείες μου, γέμιζαν τις αγκαλιές τους μ’ αυτά και στόλιζαν τα βάζα σ’ όλες τις κάμαρες του σπιτιού με γιορτινά μπουκέτα!

Ύστερα, άνοιγαν κι οι φραγκολαλάδες – οι άγριες τουλίπες – που σήκωναν το λυγερό κορμάκι τους ανάμεσα στις κουκιές στο κτήμα του Σταμάτη και πλημμύριζαν μέσα σε μια νύχτα σαν κατακόκκινη θάλασσα τη μικρή ρεματιά. Ξυπνούσα και κοιμόμουν με τη λαχτάρα τους. Ώρες ατέλειωτες παραφύλαγα τον Σταμάτη, πότε θα μαζέψει το τσατάλι και το σκαλιστήρι του για να φύγει και τότε να τρέξω, με καρδιοχτύπι και τρομάρα, να κόψω μια χεριά φραγκολαλάδες. Γιατί μια φορά που ξαναγύρισε, με τσάκωσε στα πράσα κι έμπηξε τις αγριοφωνάρες πως του τσαλαπατώ τα σπαρτά κι αλίμονό μου αν με ξαναβρεί στο χωράφι του, θα το πει στον παππού μου…

Ακόμα αναρωτιέμαι αν πράγματι λογάριαζε τα κουκιά του ή το ‘καμνε από παραξενιά και μιζέρια. Αν μ’ άφηνε να μαζέψω με ησυχία τους λαλάδες, εγώ θα πρόσεχα πολύ κι ούτε μια κουκιά δεν θα πατούσα κι ούτε ένα κουκί δεν θα πείραζα. Αντίθετα, καλό θα ‘καμνα στα σπαρτά, αφού θα τα καθάριζα από τα ζιζάνια. Όσο, όμως, φοβόμουνα κι ορμούσα μάνι-μάνι ν’ αρπάξω τον «απαγορευμένο ανθό», τόσο και περισσότερες κουκιές τσαλαπατούσα στη βιάση μου και πιότερο πλήθαινε η λαχτάρα μου για τους φραγκολαλάδες, που λες πως από πείσμα φύτρωναν μόνο στο χτήμα του Σταμάτη, κάθε χρόνο και πιο πολλοί!

Μέσα σε λίγες μέρες, δεν έμενε σπιθαμή γης που να μην ανθίσει, ούτε γλάστρα και παρτέρι που να μη γεμίσει χρώματα. Τα κατακίτρινα λουλουδάκια στα «τσιμπητά» οργίαζαν, οι μπλε μαργαρίτες με τις πορτοκαλιές καρδούλες στις αγριοραδικιές έλαμπαν σαν αυγινά αστέρια, άσπρα ντελικάτα ανθάκια σε ταξιανθίες γέμιζαν τους αγρούς σαν δαντελένιες ομπρελίτσες, τα λουλούδια στις κουκιές που έμοιαζαν σκυλάκια και μοσχομύριζαν, τα μη με λησμόνει τόσο μικρά και ταπεινά, μα τόσο ρομαντικά και τρυφερά, να τονίζουν μωβ πινελιές στο πράσινο φόντο, οι άσπρες φρέζες με τη μεθυστική ευωδιά να κάνουν κατοχή στις αυλές και στα μπαλκόνια κι άπειρα άλλα μικρολούλουδα, που το καθένα τους ήταν ένα μικρό θαύμα κι όλα μαζί ο Παράδεισος!

(Μικρό απόσπασμα από το  βιβλίο μου: Λες και ήταν χθες /εκδόσεις Λεξίτυπον).

Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Συγγραφέας-ποιήτρια.

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.