Η διαχρονικότητα της Επικούρειας φιλοσοφίας — Του Κ. Α. Ναυπλιώτη

Ο Επίκουρος εγκατέστησε τη σχολή του σ’ έναν κήπο κοντά στην Αθήνα. Αυτό ήταν ένα κτήμα που είχε αγοράσει το 306 π.Χ με χρήματα των φίλων του και των μαθητών του και γι αυτό τις περισσότερες φορές όσοι αναφέρονταν στον Επίκουρο και στους μαθητές του, λέγανε “οἱ ἐκ τοῦ Κήπου”. Εδώ ζούσαν με απλότητα  και εγκράτεια, καλλιεργούσαν λαχανικά και φρούτα, συζητούσαν, διάβαζαν και έγραφαν. Η συμβίωση τους είχε χαρακτηριστικά κοινοβίου και συντηρούνταν με οικονομικές εισφορές φίλων και χορηγίες, αλλά και από την πώληση βιβλίων(1). Στο κήπο ήταν ευπρόσδεκτες και οι γυναίκες(1*) οι οποίες συμμετείχαν ισότιμα στις φιλοσοφικές συζητήσεις. Ζούσαν μια πραγματικότητα στην οποία εφάρμοζαν  το: “πως να ζή κανείς με τον βέλτιστο τρόπο τη ζωή του”. Πίστευαν και εφάρμοζαν το “ἡδέως ζῆν”, αλλά και το “φρονίμως και καλώς και δικαίως διάγειν” και αυτό έχει σχέση  με την αρετή. Όσο για το “ἡδέως ζῆν” αυτό δεν βασιζόταν στα ξεφαντώματα στα φαγοπότια στα όργια και στους τεχνητούς παραδείσους, ούτε και στα πολυτελή τραπέζια και την κραιπάλη, αλλά στον νηφάλιο λογισμό, ο οποίος ερευνά τις αιτίες πέραν από δοξασίες και υποθετικούς φόβους, καθότι η επικουρική διδασκαλία στηριζόταν  στην εμπειρική μεθοδολογία και στην αρχή τής φυσικής ζωής και στους φυσικούς νόμους της ανάγκης και στην ικανοποίησή τους, με βάση τους οποίους μπορεί κανείς να ζήσει μιά ευχάριστη και ήρεμη ζωή. Σύμφωνα με τον Επίκουρο και τους Επικούρειους μια ζωή ευτυχισμένη δεν χρειάζεται παροδικές απολαύσεις που είναι φευγαλέες και οδηγούν στον πόνο και εμποδίζουν τον εαυτό μας να ευτυχίσει. Γι αυτό προτιμούσαν τις γαλήνιες ηδονές από τις παράφορες που οδηγούν σε ανησυχία, σφάλματα και φόβο.

Ο Επίκουρος προτιμούσε ένα πιάτο βραστές φακές από ένα γεύμα με ψητό φασιανό εμποτισμένο με μαστίχα, μια λιχουδιά που ετοίμαζαν οι δούλοι για τους άρχοντες στην αρχαία Ελλάδα. Εδώ θα πρέπει να πούμε πως, αφού η εγκράτεια ήταν η βασική αρετή στην επικούρεια φιλοσοφία, γι αυτό δεν μπορούσε κανείς να είναι εχθρός της Επικούρειας ηδονής*, παρά αιτία για να συμπορευτεί και να πιστέψει στην λογική της ηδονής αυτής. Αυτό που οι Επικούρειοι θεωρούσαν ως υπέρτατο κακό και εχθρό του ανθρώπου ήταν ο πόνος ο οποίος είναι και η βασική αιτία κάθε δυστυχίας. Ως αντίδοτο τού πόνου ως ψυχικής κατάστασης θεωρούσαν την “ενάρετο ηδονή” στην οποία αποδίδεται και ο θεραπευτικός ρόλος τής φιλοσοφίας. Γι αυτό η αδιαφορία για τα πλούτη και τις τιμές (τετραφάρμακος**), όλα αυτά είναι μονάχα το μέσον για να κατακτήσει κανείς την αταραξία. Καθότι η αταραξία από μόνη της δεν περικλείει ή δεν οδηγεί στην ευτυχία. Οι Επικούρειοι φιλόσοφοι είναι φανερό πως δεν ασχολούνταν με διεκπεραιωτικές εργασίες  που ταλαιπωρούν και αποπροσανατολίζουν. Κρατήθηκαν μακριά από μάταιες φιλοδοξίες, επιδιώκοντας να κρατήσουν τον άνθρωπο μακριά από τον φόβο των θεών, του θανάτου, και της μη ικανοποίησης των επιθυμιών. Όλα αυτά είναι χρήσιμα και λειτουργούν ψυχοθεραπευτικά μόνο όταν ο άνθρωπος αποφύγει τον φόβο και το άγχος της “τιμωρίας” τού θανάτου. Και αυτό θα συμβεί, γιατί όταν ο θάνατος υπάρχει εμείς δεν θα υπάρχουμε και ουσιαστικά δεν μπορούμε ποτέ να συνυπάρχουμε.

Επομένως όλα είναι παροδικά δηλ. μάταια, εφήμερα και πεπερασμένα αφού κάποιοι αρνούνται να  εννοήσουν και να απολαύσουν το δάνειο της ζωής για να αποφύγουν το χρέος του θανάτου, μήπως κερδίσουν την αιώνια ζωή. Το σημαντικότερο μάθημα που μπορούσε να πάρει κανείς από τους Επικούρειους ήταν ο ανθρώπινος σύνδεσμος, δηλ. οι ανθρώπινες σχέσεις οι οποίες λειτουργούσαν ψυχοθεραπευτικά μέσα από τις σχέσεις πραγματικής φιλίας και αμοιβαιότητας. Για να γίνει ο άνθρωπος ηθικός δεν χρειάζεται κανείς να του προσφέρει ηθική πυξίδα. Αυτός ήταν ο λόγος που οι Επικούρειοι αμφισβητούσαν την πρόνοια των θεών και το ενδιαφέρον των θεών για τους ανθρώπους. Πίστευαν ότι οι θεοί δεν δέχονταν δώρα*** ούτε και δίνουν δώρα “πάντων ἀγαθῶν ἀδώρητοί τε καί ἀμέτοχοι”. Δηλ. Δεν ενδιαφέρονται για τη δικαιοσύνη στον κόσμο, αλλά αν οι άνθρωποι είναι δίκαιοι, αυτό γίνεται από συμφέρον. Έτσι λοιπόν στη συμπεριφορά τους ο Επίκουρος και οι Επικούρειοι εφάρμοζαν τον κανόνα: “Ζήσε τη ζωή σου και άσε τους άλλους να ζήσουν τη δική τους”. Κρατήθηκαν μακριά από μάταιες φιλοδοξίες επιδιώκοντας να απαλλάξουν τον άνθρωπο από τον φόβο των θεών, του θανάτου, της ασθένειας του πόνου και της μη ικανοποίησης των επιθυμιών. Πίστευαν στην εκπλήρωση των φυσικών επιθυμιών, καθότι οι αισθήσεις μας ποτέ δεν μας γελούν, γι’ αυτό οι μη φυσικές επιθυμίες έπρεπε να εξαλειφθούν. Το “υψηλότερο αγαθό τής ευχαρίστησης” το συνέδεαν με τη σύνεση και τη δικαιοσύνη. Αυτή ήταν η ευδαιμονία του “εὖ ζῆν”. Η ευτυχία που δίδασκε ο Επίκουρος την οποία πίστευαν και εφάρμοζαν οι Επικούρειοι στηριζόταν στο να ζης μαζί με φίλους, έχοντας απελευθερωθεί από τον πόνο. Ενώ ενδιαφερόταν και για τα προβλήματα των μαθητών του, τους έδινε συμβουλές και τους παρηγορούσε.  Στις βασικές αρχές τού Επίκουρου και των Επικουρείων ήταν το ότι συνέδεαν τον υλισμό με τη δημοκρατία και τον ιδεαλισμό με την αριστοκρατία. Και βέβαια ο υλισμός τού Επίκουρου και των Επικουρείων “εμπεριείχε” και την αθεοφοβία (σημ.**), πράγμα που έγινε κόκκινο πανί για τη Χριστιανική θρησκεία που αιστάνθηκε ότι απειλείται  η πνευματική κυριαρχία της και τον πολέμησε με λύσσα γιατί ακριβώς ο Επίκουρος και οι Επικούρειοι δεν πίστευαν ούτε στην “δυστυχία” αλλά ούτε και στην ενοχή. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Επικουρισμός έζησε αρκετά χρόνια μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού και ουσιαστικά του φόβου τής παρακμής και τής τιμωρίας λόγω της “ αμαρτίας” του “επέκεινα” και της “αιώνιας ζωής”.
Η επικούρεια φιλοσοφία ήταν η πιό δημοφιλής φιλοσοφία στην Ελλάδα και στη Ρώμη.

Για το Επίκουρο ο Γερμανός Φιλόσοφος Νίτσε έλεγε πως: “Η σοφία δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα μετά τον Επίκουρο και συχνά βρίσκεται χιλιάδες βήματα πίσω”. Και όπως μας αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος “οι μαθητές και οι φίλοι του Επίκουρου ήσαν τόσο πολυάριθμοι που ολόκληρες πόλεις δεν μπορούσαν να τους χωρέσουν”.
Παρ’όλα αυτά για τον Επίκουρο υπήρχαν και διαφορετικές απόψεις μεταξύ των φιλοσόφων, για παράδειγμα,  από τον Τιμοκράτη ελαφρόμυαλο (“εἰκαῖόν τινα” ) αδελφό τού Μητροδώρου, αλλά και τον Επίκτητο που τον περιλούει με πολλές ύβρεις και τον αποκαλεί πορνογράφο (κιναιδολόγο).

Ο Επίκουρος πέθανε σε ηλικία 72 ετών από κατακράτηση ούρων (αρχ. Σταγγουρία) και δυσεντερία αφού παράγγειλε στους φίλους και στους μαθητές να κρατούν στη μνήμη τους τα δόγματά του “παραγγείλαντα τῶν δογμάτων μεμνῆσθαι”.

Η επικούρεια φιλοσοφία ήταν το τελευταίο από τα Φιλοσοφικά συστήματα που επέζησαν μέχρι και τον 3ο αι. μ. Χ.

 

(1) Ο Επίκουρος ήταν πολυγραφότατος και είχε γράψει 300 κυλίνδρους (βιβλία).

(1*)  Ανάμεσα στις γυναίκες – εταίρες που συμμετείχαν στη Σχολή ήταν η Μάριον, η Ερώτιον, η Ηδεία, η Νικίδιον, και η Λεόντιον.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος λέει πως σε επιστολή του σε φίλο του, ο Επίκουρος γράφει: “πέμψον μοι τυροῦ ἵν’ ὅταν βούλωμαι πολυτελεύσασθαι δίνωμαι”  δηλ. Στείλε μου λίγο τουλουμοτύρι  για να μπορώ όταν θέλω να ζω πολυτελώς.

* Η “ηδονή” του Επίκουρου έχει άμεση σχέση με την “ευθυμία” τού Δημόκριτου και την “αλυπία” του Αντιφώντα
** Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και τ’αγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον”. Ερμην. Ο θεός δεν πρέπει να μας προκαλεί φόβο(γιατί ο θεός δεν απειλεί εκ φύσεως), ούτε ο θάνατος προκαλεί ανησυχία (γιατί δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή) και το καλό (δηλ. ο,τι πραγματικά χρειαζόμαστε), εύκολα αποκτιέται. Το δε κακό εύκολα μπορούμε να το υπομένουμε.
*** Ωστόσο ο Ησίοδος  (Έργα & Ημέραι στ. 264) αναφερόμενος στον (Βασιλέα) Δία τον αποκαλεί δωροφάγο προκειμένου να εκφέρει θετική γνώμη.

 

                                                                                                                       knafpl@hotmail.com

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.