Η ηδονή και ο έρωτας στην Επικούρεια φιλοσοφία — Του Κ. Α. Ναυπλιώτη

 

Θα έγινε αντιληπτό βέβαια πως όποιος έχει μελετήσει την Επικούρεια σκέψη και έχει τη δύναμη να αποβάλει τις παρωπίδες τού φόβου και παράλληλα να στηρίζεται στη συνειδητή και εκούσια ελευθερία, γεμίζει από ικανοποίηση και θετική σκέψη. Και γι’ αυτό, ενσυνείδητα, με όπλο την ορθή φιλοσοφική κατανόηση μπορεί να ερμηνεύσει την αρχή όχι μόνο της ηδονής αλλά και του έρωτα, γνωρίζοντας ότι αποτελούν την αρχή μιας βιολογικής και φυσικής διαδικασίας. Κατά το Επίκουρο και τα δύο αυτά αγαθά συντείνουν στην “άριστη ηδονή”, επιδεικνύοντας μάλιστα περισσότερο ενδιαφέρον για την ποιοτική διαβάθμιση τής ηδονής. Δηλαδή η στάση τού φιλοσόφου μας, είναι ενσυνείδητη και σταθερή και απαιτεί σύνθετη κρίση και ταξινόμηση με την έννοια τής πειθαρχίας των ηδονών. Πειθαρχία που όμως θα στηρίζεται στην ελεύθερη βούληση, και θα ολοκληρώνει ή μάλλον θα οδηγεί στην ολοκληρωμένη άσκηση τής ελευθερίας τού ατόμου. Κατά συνέπεια λοιπόν, ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει την “ύψιστη ηδονή” δηλώνοντας την ύπαρξή του με αυτογνωσία και αυτονομία, για να φτάσει στην επίτευξη τής ευδαιμονίας και του μακαρίως ζην. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως για τον Επίκουρο η “συμβατική αρετή” από μόνη της δεν έχει αξία, και θα ήταν ωφέλιμη μόνο όταν χρησίμευε ως μέσο για την απόκτηση τής ευτυχίας, δηλαδή όχι στην επιδίωξη τής άμεσης και στιγμιαίας ηδονής, αλλά της ηδονής που παραμένει σε όλη τη ζωή. Ας θυμηθούμε πως ο ίδιος ο Ιησούς δεν συνέστησε μια δυστυχισμένη ζωή με στερήσεις(1).  Η αποφυγή και περισσότερο η στέρηση τής σεξουαλικής ηδονής ουσιαστικά σημαίνει καταπίεση· γιατί η πράξη αυτή όχι μόνο αποτελεί κίνητρο για τη ζωή, αλλά είναι η ίδια η ζωή. Και η ζωή είναι παρακινδυνευμένο ή και επιπόλαιο να κλειστεί σ’ έναν ορισμό· που θα είναι αποτέλεσμα μιας υποχρεωτικής επιβολής – καταπίεσης και ψυχαναγκασμού, γιατί έτσι οδηγούμαστε σε αρρωστημένες καταστάσεις και εν τέλει στην αλλοτρίωση.
Όποιος θέλει να διαχωρίσει την σεξουαλική πράξη από τον έρωτα, θα πρέπει ίσως να γνωρίζει ή να μάθει, ότι η όποια διαφορά βρίσκεται στο ότι ο έρωτας είναι προϊόν όχι μόνο πολιτιστικού επιπέδου αλλά και ακατανίκητη ανάγκη για τη ζωή. Κατά τα άλλα, όλα έχουν ως τελικό σκοπό την ηδονή, είτε αυτή είναι σωματική- σαρκική, ψυχική ή και πνευματική….  Μπορούμε να πούμε, όχι να υποθέσουμε, αλλά να υποστηρίξουμε ότι: Έρωτας είναι η πνευματική και ψυχική(2) ταύτιση και ηδονή, η οποία ολοκληρώνεται με την σαρκική επιθυμία. Διότι αν ισχύει μόνο η πνευματική και ψυχική ένωση δεν μιλάμε για έρωτα αλλά για φιλία.  Αν και η ερωτική πράξη από μόνη της δεν έχει τίποτα το επιλήψιμο, δηλαδή “αν δεν παραβείς τους νόμους*, αν δεν καταπατήσεις τα καλά ήθη, αν δεν λυπήσεις κανέναν από τους κοντινούς σου, και ούτε το σώμα σου βλάψεις, ούτε περιττές ανάγκες της ζωής σπαταλήσεις, τότε μπορείς να ικανοποιείς τις επιθυμίες σου όπως σ’ ευχαριστεί” (Επικ. Προσφώνησις Μητρόδωρος 51)

Ο Επίκουρος και οι Επικούρειοι πίστευαν, αλλά και σχέτιζαν την ηδονή με το “μακαρίως ζην” το “ηδέως ζην” αλλά και το “φρονίμως και καλώς και δικαίως διάγειν”. Ακόμα, σε σχέση με την ηδονή “ δεν εννοεί τις ηδονές των ασώτων και των αισθησιακών απολαύσεων, όπως νομίζουν κάποιοι από άγνοια, ή επειδή διαφωνούν μαζί του, ή παίρνουν στραβά τα λόγια του, αλλά εννοεί το να μην υποφέρει κανείς σωματικούς πόνους και να μην είναι η ψυχή του ταραγμένη”. Για να επιτευχθούν όλα αυτά, αναγκαία είναι η φιλία η οποία ολοκληρώνει μια ευτυχισμένη ζωή (Κύρια Δόξα 27).
Βλέποντας κανείς την Επικούρεια φιλοσοφία είναι εύκολο να αντιληφθεί, πως ο φιλόσοφός μας, τοποθετεί στις βασικές προϋποθέσεις για την πνευματική γαλήνη τού ανθρώπου, τον περιορισμό των επιθυμιών  μέσα στις οποίες βρίσκονται η αποδέσμευση από τα πλούτη και τις τιμές. Είναι φανερό πως ο φιλόσοφος στέφεται κατά του ηθικολογικού χαρακτήρα της φιλοσοφίας. Ο Επικούρειος**θα επιλέξει να ακολουθήσει το μονοπάτι τού πόνου αν αυτό το οδηγεί στη λεωφόρο της ηδονής. Η “ηδονή” του έχει σχέση με την “ευθυμία” τού Δημόκριτου και την “αλυπία” του Αντιφώντα. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει κανέναν γι’ αυτό αποφεύγει τις υπερβολικές κοινωνικές συναναστροφές. Η θέση του αυτή συνοψίζεται στη ρήση “λάθε βιώσας”. Για τον Επίκουρο σοφία σημαίνει πνευματική ζωή, γι’ αυτό και δεν τον ενδιαφέρει η γνώμη των πολλών. Γιατί γνώριζε πως η άσκηση τής σοφίας είναι η εξάσκηση αυτής της ζωής. Θέση που προσπάθησε όχι μόνο να εφαρμόσει ο ίδιος , αλλά και να διαδώσει μέσω της φιλοσοφίας του. Γι’ αυτό δεν πιστεύει πως η γιατρειά τής ψυχής μπορεί να επιτευχθεί με τη μοναξιά. Αυτός ήταν ο λόγος που “οι μαθητές του γέμιζαν ολόκληρες πόλεις”. Και βέβαια μέσα σ’ αυτούς οι γυναίκες συμμετείχαν ελεύθερα. Όμως η παρουσία τους στη σχολή, έδωσε αφορμή για  κάποιες “δυσάρεστες” φημολογίες…

Πρόσθετες σημειώσεις

 

(1) Θεωρώ γνωστό πως ο ίδιος ο Ιησούς αποστρεφόταν το κάθε τι που δεν γινόταν από αγάπη, και ήταν αντίθετος με τις εξωτερικές επιτηδεύσεις και αυστηρότητες που δήθεν θα οδηγούσαν στον καθαρισμό τής ψυχής. Τον εξόργιζε δε η δουλοπρέπεια των ανθρώπων. Ωστόσο η διαφορά, στην περίπτωσή μας, είναι χαρακτηριστική μεταξύ τού Ιησού και των ακραιφνών χριστιανών οι οποίοι χαρακτήριζαν τούς “απίστους” ως “χοίρους του Επίκουρου”!

(2) Ο Επίκουρος πιστεύει πως ο Έρωτας της ψυχής είναι πολύ ανώτερος από τον Έρωτα τού σώματος, παρ’ όλο που δεν πιστεύει στην ύπαρξη τής ψυχής. Την ψυχή την θεωρεί ως το λογικόν μέρος του σώματος· λέγοντάς μας πως “ἡ ψυχή σῶμα ἐστι λεπτομερές” (Διογ. Λαέρτ. Ι 63). Και ως προς το λογικόν σήμερα θα λέγαμε κέντρο λήψης αποφάσεων.

* Σχετικά ο Επίκουρος στις “Κύριες Δόξες” αναφέρει πως: Νόμος που δεν εξυπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον δεν είναι δίκαιος νόμος. Γίνεται λοιπόν φανερό πως ο φιλόσοφός είναι Δημοκρατικός και νομοταγής αφού επιδιώκει την αταραξία τη φιλία αλλά και τη Δικαιοσύνη, λογική που βλέπουμε να εφαρμόζει και στη σχολή του τον ‘Κήπο’.

** Ο Επίκουρος είναι ένας αισιόδοξος και χαρούμενος άνθρωπος καθώς μας συμβουλεύει να μην αναβάλουμε τη χαρά, να απολαμβάνουμε τη ζωή, να ικανοποιούμαστε μ’ αυτά που μας προσφέρει, γευόμενοι τους ηδονικούς καρπούς της άμεσα. Όμως η φιλοσοφία του διαστρεβλώθηκε και ο ίδιος κατηγορήθηκε (κυρίως από τους χριστιανούς) ως άθεος γιατί δεν πίστευε στην “αθανασία τής ψυχής” ούτε και στους θεούς τιμωρούς, γι’αυτό και έλεγε “άφοβον ο θεός…”
Ας θυμηθούμε το “γελᾶν ἅμα δεῖ καί φιλοσοφεῖν” του Δημόκριτου που του έδωσε και το προσωνύμιο “Γελασίνος”. Ο ίδιος λέει σχετικά με το “λάθε βιώσας” (τού ιδίου) “ἧλθον γάρ εἰς Ἀθήνας καί οὔτις μέ ἔγνωκεν” (αυτονόητο) [Είχε ταξιδέψει στην Αίγυπτο, Περσία και Βαβυλώνα]. Επίσης τον σοφιστή και ρήτορα Αντιφώντα ο οποίος “ἀλυπίας συνεστήσατο” προς ικανοποίηση των φυσικών και ψυχικών αναγκών.

knafpl@hotmail.com

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.