Η  ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ  ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ – Η  ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ  ΤΟΥ  ΜΕΤΩΠΟΥ -1922-

 

Επιμέλεια: Μιχαήλ  Αλ.  Ξυλοπόδη

Η  επίθεση  των  Τούρκων  τον  Αύγουστο  του  1922,  ανάγκασε  τα  ελληνικά  στρατεύματα  σε  πολλούς  τομείς  να  υποχωρήσουν,  ενώ  άλλα  τμήματα  εγκλωβίστηκαν. Οι  φανατικοί  εχθροί  του  Βενιζέλου  έφταναν  στο  σημείο  να  προτιμούν  την  καταστροφή  από  κάθε  ιδέα  περί  επαναφοράς  του  αρχηγού  των  Φιλελευθέρων. Μια  εφημερίδα  του  Λαικού  Κόμματος  έγραφε  τον  Ιανουάριο  του  1921: «Και  αν  ακόμα  επρόκειτο  ν’ απολεσθή  το  παν  θα  ήτο  η  απώλεια  ασυγκρίτως  προτιμοτέρα  από  την  σωτηρίαν  εξαρτομένων  εκ  του  λαομισήτου  τυράννου!»…Και  η  απώλεια  επήλθε,  ύστερα  από  την  αποτυχία  μιας  εξορμήσεως  τον  Μάρτιο  του  1921  και  μιας  εκστρατείας  το  Καλοκαίρι,  πέραν  του  Σαγγαρίου  και  Αλμυράς  ερήμου.  Ακολούθησε  ένας  χρόνος  στασιμότητας  και  καταδικαστικής  αδράνειας  στα  βάθη  της  Ανατολής.

Οι  αντιβενιζελικοί  που  δεν  είχαν  ποτέ  ρεαλιστική  εξωτερική  πολιτική,  δεν  είχαν  τώρα  το  θάρρος  να  αποχωρήσουν  εγκαίρως,  αφού  ήταν  και  προεκλογικό  τους  πρόγραμμα  πριν  επέλθει  η  κατάρρευση.  Όπως  γράφει  σε  μια  μελέτη  του  για  τα  αίτια  της  απώλειας  της  Μ.Ασίας,   ο  παλαιός  διακεκριμένος  συνάδελφος  κ.  Φάνης  Κλεάνθης:  «Πέρα  από  προσωπικές  παραλείψεις  και  σφάλματα  των  ηγητώρων  μικρών  ή  μεγάλων  μονάδων  που  και  αυτά  βάρυναν  στην  πλάστιγγα,  η  κύρια  ευθύνη  πέφτει  στους  ώμους  της  κυβέρνησης,  του  αρχιστράτηγου, του  επιτελείου».

Βασικά  φταίει  το  ότι,  όπως  αποφάνθηκαν  όλοι  οι  στρατιωτικοί  εμπειρογνώμονες,  η  ανάπτυξη  του  μετώπου  ήταν  υπερβολικά  μεγάλη: έφτανε  τα  713  χιλιόμετρα.

Το  μέτωπό  μας  έφτανε  ως  την  Κίο,  «δια  να  καλύπτη, -όπως  γράφει  ο  Γ.Σπυρίδωνος-  τους  κατέχοντας  την  Κωνσταντινούπολην  και  τα  Δαρδανέλλια  επιστήσαντες  Συμμάχους»,  -δηλαδή  τους  Αγγλους.  Το  ότι  ήταν  υπερβολικά  ανεπτυγμένο  το  μέτωπο  το  αναγνώριζαν  και  όλοι  οι  στρατιωτικοί  ηγήτορες,  αλλά  δεν  φρόντισαν  να  το  συμπτύξουν. Κι  όλοι  είχαν  επίγνωση  ότι  άφηνε  ευρύ  κενό,  από  το  οποίο  μπορούσε  να  διεισδύσει  πίσω  από  τις  γραμμές  μας  ο  τουρκικός  στρατός,  αλλά  δεν  πήραν  κανένα  μέτρο.  Φταίει  ακόμα  η  διάταξη  των  δυνάμεων  στο  νότιο  μέτωπο  που,  κατά  την  έκθεση  της  ανακριτικής  επιτροπής,  ήταν  «  μειονεκτικότατη,  καθ΄  όσον  εκάλυπτε  ανεπαρκέστατα  το  ασθενές  τμήμα  της  παρατάξεως,  κατά  του  οποίου  ήταν  πιθανότατο  ότι  θα  εξεδηλούτο  η  εχθρική  επίθεσις».  Φταίει  το  ότι  δεν  υπήρχαν  επαρκείς  εφεδρείες.  Φταίει  το  ότι  δεν  είχε  μελετηθεί  σχέδιο  σύμπτυξης  του  μετώπου,  κάτω  από  την  πίεση  του  εχθρού…».

Πολλά  από  τα  μειονεκτήματα  αυτά,  είναι  αλήθεια,  ότι  τα  είχε  επισημάνει  και  ο  ίδιος  αρχιστράτηγος,  Γ. Χατζανέστης,  όταν  επιθεώρησε  το  μέτωπο  και  είχε  πει  χαρακτηριστικά  στον  υποστράτηγο  Πάλλη:  «Πως  κοιμάστε  ήσυχοι  με  τοιαύτην  παράταξιν  του  στρατεύματος  και  άνευ  δευτέρας  γραμμής  εκ  των  προτέρων  προκατασκευασμένης?»…  Στην  επίτομο  Ιστορία  εκστρατείας  της  Μικράς  Ασίας  του  Γενικού  Επιτελείου  Στρατού,  αναφέρονται  τα  ακόλουθα:  «Εκ  της  επιθεωρήσεως  ο  αρχιστράτηγος  απεκόμισε  την  εντύπωσιν  ότι,  παρά  την  συντελεσθείσαν  αμυντικήν  οργάνωσιν,  η  επιμονή  κατοχής  γραμμής  τόσον  μεγάλου  αναπτύγματος,  δια  τόσον  ασθενών  δυνάμεων,  ήτο  αυτόχρημα  εγκλειματική».  Κι  όμως,  ο  Χατζανέστης  άφησε  να  συνεχίζεται  το  έγκλημα.  Δεν  δέχτηκε  μάλιστα  τις  προτάσεις  του  νέου  αρχηγού  του  Επιτελείου  συνταγματάρχη,  Μιχ.  Πάσσαρη  για  αναδιάταξη  του  μετώπου  και  ενίσχυση  του  τομέα  στο  Αφιον  Καρά  Χισάρ  με  εφεδρείες.  Ο  αρχιστράτηγος  είχε  την  έδρα  του  στη  Σμύρνη,  δηλαδή  σε  μια  απόσταση  400  χιλιομέτρων  από  το  Μέτωπο.

Διαπράχθηκε  όμως  και  άλλο  μεγάλο  σφάλμα.  Με  την  πραγματοποίηση  της  επιχείρησης  για  την  κατάληψη  της  Κωνσταντινουπόλεως,  αποσύρθηκαν  από  το  Μέτωπο  ισχυρές  δυνάμεις  στρατού.  Επρόκειτο  για  ολέθριο  λάθος.  Ο  αρχιστράτηγος  Παπούλας,  έγραφε  για  το  θέμα  αυτό:  «Το  μέτωπον  κατέρρευσε  διότι  η  αποστολή  εις  την  Θράκην  21.000  στρατού,  σπουδαίως  επέδρασεν  επί  της  αντοχής  αυτού  και  συνεπώς  η  εξασθένησις  εκείνη  έβλαψε  σημαντικώς»… Είναι  δε  χαρακτηριστικό,  ότι  ο  ίδιος  ο  Ισμέτ  σε  διαταγή  του,  ανέφερε  τα  ακόλουθα: «Τώρα  που  ο  εχθρός  είναι  απασχολημένος  στη  Θράκη  σε  ευρείες  στρατιωτικές  προπαρασκευές  και  στην  οργάνωση  μονάδων,  είναι  ανάγκη  να  οργανώσωμεν  αμέσως  επιθετικές  επιχειρήσεις,  πριν  προλάβει  ο  εχθρός  να  μεταφέρει  στην  Ανατολία  τις  μονάδες  του».  Ο  Χατζανέστης,  όμως,  φαίνεται  ότι  δεν  είχε  επίγνωση  των  τρομερών  κινδύνων  και  δεν  πίστευε  ότι  υπήρχε  άμεσος  φόβος  τουρκικής  επιθέσεως.  Όταν  οι  αξιωματικοί  του  Επιτελείου  του,  διατύπωσαν  ανησυχίες  για  αναμενόμενη  επίθεση  του  Κεμάλ,  εκείνος  απήντησε: «Αν  τολμά,  ας  επιτεθεί…»!

                                                   Ο  ηρωισμός  του  Πλαστήρα

 

Τα  ξημερώματα  της  13ης  Αυγούστου  του  1922,  ξέσπασε  η  επίθεση  του  Κεμάλ,  όπως  το  είχε  προβλέψει  ο  στρατηγός  Ν. Τρικούπης.  Με  το  πέρασμα  της  ώρας,  ο  κεμαλικός  στρατός  σημείωσε  επιτυχίες  σημαντικές.  Είχε  καταλάβει  τη  «Δασομένη  κορφή»  στο  κέντρο  αντιστάσεως  Σαντζάκ  και  η  κύρια  προσπάθεια  του  στρεφόταν  από  το  δεξιό  μέρος  της  4ης  Ελληνικής  Μεραρχίας  ως  το  αριστερό  της  1ης.  Στον  τομέαν  αυτόν  είχε  καταλάβει  επίσης  το  δικό  μας  στήριγμα,  δίπλα  στον  «Μαύρο  Βράχο»  (4η  Ελλην.  Μεραρχία).  Όπως  γράφει  ο  Ιω.  Πεπονής, «Μάταια  ο  στρατηγός  Τρικούπης  ζητούσε  ενίσχυση  από  το  Α’  Σώμα  Στρατού,  από  τη  Στρατιά,  από  παντού.  Από  εδώ  άρνηση.  Από  κει  σιωπή.  Αναγκάστηκε  να  διαθέσει  και  τη  μόνη  του  εφεδρεία,  το  απόσπασμα  του  Πλαστήρα.  Διέταξε  να  τεθεί  και  αυτό,  μετακαλώντας  και  το  υπόλοιπο  της  δυνάμεως  του,  που  έμενε  λίγο  πιο  έξω  από  το  Αφιόν  Καρά  Χισάρ.  Ήλπιζε  πως  με  αυτήν  την  ενίσχυση  θα  μπορούσε  η  Μεραρχία  αυτή να  κρατηθεί  στη  θέση  της  και  να  κλείσει  και  το  κενό  που  έμενε  ανάμεσα  από  αυτή  και  απ’  την  πρώτη  ελληνική  Μεραρχία.  Τη  φρουρά  του  Αφιόν  Καρά  Χισάρ  την  παρέλαβε  το  τάγμα  Μηχανικού  ενισχυμένο  και  από  τους  μαθητάς  των  Δύο  Σχολών  Εφέδρων  Αξιωματικών που  λειτουργούσαν  εκεί.  Η  4η  Μεραρχία  διέθεσε  τον  Πλαστήρα  στο  δεξιό  της  υποτομέα,  προς  το  Κελετζικ.  Μόλις  πήρε  τη  διαταγή  ο  Πλαστήρας  διέταξε  αμέσως  να  συγκεντρωθεί  το  απόσπασμά  του  και  να  κινηθεί  δίχως  χρονοτριβή  να  τον  συναντήσει  στον  υποτομέα  που  του  είχε  οριστεί.  Αυτός, παίρνοντας  τους  συνδέσμους  μαζί  του,  έτρεξε  να φτάσει  μπροστά,  στη  γραμμή  της  μάχης,  να  πάρει  προσωπική  αντίληψξ  της  τακτικής  καταστάσεως,  να  ετοιμάσει  πρωτύτερα  την  ενέργειά  του,  για  να  επέμβει  αμέσως  δίχως  βραδύτητα.  Στη  βιασύνη  του  οι  σύνδεσμοί  του  δεν  τον  πρόκαναν  και  έμειναν  λίγο  ξωπίσω.  Προχωρούσε  ολομόναχος.  Έφτασε  στο  σημείο  όπου  είχε  οριστεί  από  πριν  για  δεύτερη  γραμμή  αμύνης.  Βρήκε  τα  ορύγματα  ολότελα  αδειανά.  Αριστερά  του  ακούγονταν  τουφεκιές  και  πολυβόλα  στο  ίδιο  ύψος  που  βρισκόταν  τη  στιγμή  εκείνη  κι  ο  ίδιος  και  σε  μικρή  απόσταση  από  αυτόν.  Δεν  μπορούσε  να  καταλάβει  τι  γινόταν.  Προχώρησε  ακόμα.  Οι  σύνδεσμοι  τον  ακολουθούσαν,  αλλά  σε  απόσταση.  Μα  δεν  πρόφτασε  να  προχωρήσει  πολύ. Κεμαλικά  τμήματα  που  προήλαυναν  από  αυτό  το  σημείο,  έχοντας  προσπεράσει  τη  δική  μας  πρώτη  γραμμή  αμύνης  τον  είδαν.  Είδαν  μακρύτερα  και  τους  συνδέσμους  που  τον  ακολουθούσαν.  Τα  κεμαλικά  τμήματα  προήλαυναν  με  προφύλαξη  και  ακροβολισμένα,  κάπως  διστακτικά,  κοιτάζοντας  ερευνητικά.  Δεν  μπορούσαν  και  αυτά  να  εξηγήσουν  την  τέτοια  σιγή  στο  σημείο  αυτό.  Υποπτεύονταν  παγίδα,  αιφνιδιασμό  ή  και  ενέδρα.  Δεν  μπορούσαν  να  βάλουν  με  τον  νου  τους  πως  το  σημείο  αυτό  είχε  εγκαταλειφθεί  έτσι  ολότελα.  Η  απόσταση  που  τους  χώριζε  από  τον  Πλαστήρα  ήταν  ως  700  μέτρα.  Άρχισαν  ραγδαία  πυρά  εναντίον  του.  Μια  σφαίρα  τρύπησε  τ’ αμπέχωνο  του  στο  πλευρό.  Μια  άλλη  τρύπησε  τ’αριστερό  του  μανίκι.  Ρίχτηκε  αριστερά,  εκεί  που  άκουε  τουφέκια  και  πολυβόλα.  Ήταν  η  επέκταση  της  2ας  γραμμής μας  αμύνης,  στην  οποία  αμυνόταν  το  Σύνταγμα  της  4ης  Μεραρχίας.  Τα  τμήματά  του  τού  δεξιού  είχαν  εγκαταλείψει  τη  θέση  τους.  Κείνα  που  μάχονταν  ακόμα,  πιέζονταν  ακόμα,  πιέζονταν  δυνατά  και  κλονίζονταν.  Ενθαρρύνεις  τους  αξιωματικούς  ο  Πλαστήρας,  δείχνοντας  τους  μαζί  και  τα  κεμαλικά  τμήματα  που  προήλαυναν  δεξιά  τους.  «Κρατάτε  λεβέντες  μου»- φωνάζει. «Έφτασαν  οι  τσολιάδες  μου  να  τους  πελεκήσουν.  Σε  λίγο  θα  τους  πάρουμε  στο κυνήγι»… Το  φτάσιμό  του  τη  στιγμή  εκείνη  ήταν  ακριβώς  ο,τι  χρειαζόταν.  Αναθάρρησαν  οι  φαντάροι.  Ανακόπηκε  η  ορμητική  προέλαση  των  κεμαλικών  τμημάτων  για  λίγο  και  έδωσε  τον  καιρό  να  φτάσει  το  απόσπασμα  του  Πλαστήρα…

 

                                                           Το  ηθικό  του  στρατού

Όσοι  μελέτησαν  κατά   καιρούς  τους  λόγους  της  ήττας  μας  στο  μικρασιατικό  μέτωπο,  στάθηκαν  και  στο  θέμα  του  ηθικού  του  στρατεύματος.  Οι  περισσότεροι  φαντάροι  πολεμούσαν  συνέχεια  επί  πολλά  χρόνια,  μακριά  από  τις  οικογένειες,  τα  σπίτια  και  τις  δουλειές  τους.  Οι  δικοί  τους  αντιμετώπιζαν  πρόβλημα  επιβιώσεως.  Οι  εθνικές  εξάρσεις  είχαν  ατονίσει.  Η  κούραση -σωματική  και  ψυχική-  ήταν  εμφανής.  Περίμεναν  ότι  με  την  παλινόρθωση  του  Κωνσταντίνου  και  την  εκλογική  νίκη  του  Λαικού  Κόμματος  θα  προχωρούσαμε  σε  κάποιο  συμβιβασμό.,  σε  κάποια  μορφή  ειρήνης.  Συνθήματα  όπως:  «Τι  γυρεύουμε  εμείς  στην  καρδιά  της  Τουρκίας?»  έπιαναν.  Είχε  πάψει  πια  να  υπάρχει  εθνική  ομοψυχία  και  είχε  κλονιστεί  το  ηθικό  των  στρατιωτών,  αλλά  και  η  πίστη  στον  αγώνα.  Ιδιαίτερα,  μετά  την  εκστρατεία  στον  Σαγγάριο,  η  πλειοψηφία  των  απλών  μαχητών  πίστεψε  πως  δεν  ήταν  δυνατό  να  δαμάσουν  τον  Κεμάλ.  Σ’  όλα  αυτά  θα  πρέπει  να  προστεθεί  η  κακοπέραση  και  η  κακή  διατροφή.  Μια  μπαγιάτικη  κουραμάνα  ή  μια  σάπια  ρέγγα,  αποτελούσαν  τη  διατροφή  των  στρατιωτών.

Η  αρθρογραφία  του  Τύπου  επηρέαζε  και  προβλημάτιζε  την  κοινή  γνώμη.  Οι  βενιζελικές  εφημερίδες  επέκριναν  την  κυβέρνηση  για  αδέξιους  χειρισμούς.  Κι  όχι  μόνον  αυτές.  Ορισμένα  αντιβενιζελικά  φύλλα  επέκριναν  επίσης  δριμύτατα  την  κυβέρνηση  του  Λαικού  Κόμματος  όπως  η  «Νέα  Ημέρα»  του  Χαλκοκονδύλη,  τα  «Χρονικά»  του  Κ.Κοτζιά  κ.ά.  Στα  «Χρονικά»  αρθρογραφούσε  ο  Γω. Μεταξάς,  ο  οποίος  ασκούσε  έντονη  κριτική  στην  κυβέρνηση  για  τις  παραλείψεις  της.  Μάλιστα,  στις  ημέρες  της  κατάρρευσης,  ο  Δημ. Γούναρης  κατηγόρησε  ευθέως  τον  Μεταξά  ότι  υπέσκαψε  το  ηθικό  του  στρατεύματος.

Ανάμεσα  στις  εφημερίδες  που  είχαν  υποσκάψει  το  ηθικό  των  φαντάρων,  ήταν  και  ο  «Ριζοσπάστης».  Ο  Σταύρος  Ζορμπαλάς  που  είχε  γράψει  την  ιστορία  της  εφημερίδας  του  Κομμουνιστικού  Κόμματος,  ανέφερε  κάπου  για  εκείνη  την  περίοδο  ότι:  «Η  συνεπής  πάλη  του  “Ριζοσπάστη”  για  τα  συμφέροντα  των  εργαζομένων,  ανέβασε  το  κύρος  της  εφημερίδας  στα  μάτια  του  λαού.  Τρομαγμένη  η  αντίδραση  απ’  την  αναπτυσσόμενη  συμπάθεια  των  απλών  ανθρώπων  προς  την  εφημερίδα  τους,  δυνάμωσε  την  προληπτική  λογοκρισία  με  το  πρόσχημα  της  έκρυθμης  κατάστασης,  ύστερα  από  την  χρεοκοπία  της  μικρασιατικής  εκστρατείας…».

Εναντίον  του  «Ριζοσπάστη»  και  των  ηγετών  του  Κ.Κ.Ε.  ασκήθηκε  δίωξη.  Έτσι  τον  Ιούλιο  του  1922  οδηγήθηκαν  στις  φυλακές,  ο  διευθυντής  της  εφημερίδας,  Γιάννης  Πετσόπουλος,  και  οι  επικεφαλείς  του  Κόμματος,  Γιάννης  Κορδάτος,  Γ. Γεωργιάδης, Αρ. Σίδερις, Γ. Στράγκας, κ.ά.  Το  Κομμουνιστικό  Κόμμα  είχε  βρει  έδαφος  για  αντιπολεμική  προπαγάνδα,  για  την  οργάνωση  της  οποίας  πήγε  ειδικά  στη  Σμύρνη,  ο  Ελευθέριος  Σταυρίδης.

                                                     Ο  πανικός  της  κυβέρνησης…

Ο  πανικός  μπροστά  στην  επερχόμενη  καταστροφή  είχε  καταλάβει  την  κυβέρνηση  του  Λαικού  Κόμματος,  η  οποία  προσπαθούσε  να  επιρρίψει  όλες  τις  ευθύνες  στην  ηγεσία  του  Στρατού.  Οι  κυβερνώντες  εφοβούντο  τις  λαικές  αντιδράσεις.  Οι  φόβοι  έγιναν  πιο  έντονοι  μόλις  άρχισε  το  ρεύμα  της  φυγής  στις  τάξεις  της  1ης  Μεραρχίας  και  εγκατελείφθη  το  Αφιόν  Καρά  Χισάρ.  Στις  19  Αυγούστου,  ο  Αρχιστράτηγος  Γ. Χατζανέστης  εκδίδει  διαταγή  με  παραλήπτη  τον  στρατηγό  Φράγκου,  στην  οποία  αναφέρει  τα  εξής  φοβερά: «Ως  να  μην  ήρκει  η  ακατάσχετος   υποχώρησις,  ήτις  τείνει  να  μετατραπεί  εις  φυγίν,  εμπρησμοί,  ατιμώσεις,  βιασμοί,  συμπληρούσι  την  όλην  απαισίαν  εικόνα.  Οι  φυγάδες  πληθύνονται.  Η  αποσύνθεσις  επεκτείνεται  και  όμως  δεν  απέχει  πολύ  η  γραμμή  ην ως  έσχατον  όριον  της  συμπτύξεως  ώρισα  και  ένθεν  της  οποίας  απαγορεύω  απολύτως  πάσαν  υποχώρησιν,  καθιστών  ατομικώς  υπευθύνους  τους  διοικητάς  μονάδων  καθ’  ων  θα  εφαρμόσω  αμειλίκτως  τον  νόμον,  εάν  αυτοβούλως,  άλλως  ενεργήσωσιν…».

Τόσον  η  κυβέρνηση,  όσο  και  η  Στρατιά,  έδειχναν  να  βρίσκονται  έξω  από  την  σκληρή  πραγματικότητα  και  έτρεφαν  ελπίδες  «συγκρατημού».  Αντίθετα,  ο  ύπατος  Αρμοστής  στη  Σμύρνη,  ο  «μοιραίος  άνθρωπος»  Αριστείδης  Στεργιάδης,  είχε  πλήρη  αντίληψη  της  πραγματικότητας.  Πριν  προχωρήσουμε  θα  πρέπει  να  σημειώσουμε  ότι  με  τη  σφαγιαστική  μάχη  του  Αλή  Βεράν,  ο  στρατηγός  Τρικούπης  αγωνιζόταν  υπεράνθρωπα  να  ξεφύγει  από  τον  κλοιό.  Τα  κεμαλικά  Στρατεύματα  προχωρούσαν  και  ο  Αρ.  Στεργιάδης  βέβαιος  για  την  τραγική  κατάσταση,  έδειξε  τη  φροντίδα  του  για  τις  υπηρεσίες (υπαλλήλους  και  αρχεία),  όπως  έδειξε  και  τις  εγκληματικές  διαθέσεις  του  για  τον  άμαχο  πληθυσμό.  Σε  κρυπτογραφικό  επείγον  σήμα  του  προς  τους  ανωτέρους  πολιτικούς  αντιπροσώπους  Κίου,  Προύσης,  Μουδανίων  κ.λπ.,  αναφέρει: «Άμα  λήψει  παρούσης  διατάξατε  συσκευασίαν  αρχείων  υπηρεσίες  σας. Πάντες  δημόσιοι  υπάλληλοι  περιφερεία  σας  οφείλουν  συγκεντρωθώσιν  έδρας  και  να  ώσιν  έτοιμοι  προς  αναχώρησιν…». Η  διαταγή  δεν  έμεινε  απόλυτα  μυστική.  Το  περιεχόμενο  διαδόθηκε  από  τους  ίδιους  τους  υπαλλήλους  και  η  αγωνία  μεγάλωσε.

Στις  20  Αυγούστου  του  1922  ο  Στεργιάδης  έδωσε  εντολή  να  σταλεί  νέο  τηλεγράφημα  με  την  υπογραφή  του  γεν. γραμματέα  της  Αρμοστείας  Γουναράκη,  με  το  ποιο  διέτασσε  την  παραπλάνηση  και  εξαπάτηση  των  Μικρασιατών,  τονίζοντας: «Ενθαρρύνατατε  αυτούς (τους  κατοίκους)  παρεμποδίζοντες  αναχώρησιν  των…»! Επιδίωκε  δηλαδή  ο  Αρμοστής  να  παρεμποδιστούν  οι  Μικρασιάτες  Έλληνες  να  φύγουν,  και  να  τους  πείσουν  ότι  οι  κίνδυνοι  ήσαν  ανύπαρκτοι!  Για  τον  ολέθριο  ρόλο  του  Στεργιάδη,  έχουν  γράψει  αναλυτικά  οι  συγγραφείς  και  δημοσιογράφοι  Χρήστος  Αγγελομάτης,  Φοίβος  Γρηγοριάδης,  Γ. Ρούσσος,  Φ. Κλεάνθης  κ.ά.

                                   Ο  Γεώργιος  Παπανδρέου  στη  Σμύρνη

Σ’ εκείνες  τις  ημέρες  του  χάους,  εδώ  στην  πρωτεύουσα,  οι  Φιλελεύθεροι  αγωνιούσαν.  Δεν  πίστευαν  τις  κυβερνητικές  ανακοινώσεις.  Η  ηγεσία  του  Κόμματος  των  Φιλελευθέρων  αποφάσισε,  λοιπόν,  να  στείλει  έναν  δικό  της  άνθρωπο  στη  Σμύρνη  για  να  δει  την  κατάσταση  επί  τόπου.  Ο  απεσταλμένος  δεν  ήταν  άλλος  από  τον  Γεώργιο  Παπανδρέου.

Ο  Γ. Παπανδρέου  πήγε  αμέσως  στον  Ύπατο  Αρμοστή,  ο  οποίος  δεν  του  έκρυψε  την  πραγματικότητα:

  • Μην έχεις  αυταπάτες.  Η  Σμύρνη  χάθηκε  πια  για  πάντα.  Δεν  γίνεται  τίποτα… Η  απορία  του  Γ.  Παπανδρέου  ήταν  εύλογη:
  • Μα, τότε  γιατί  κρατάς  τον  κόσμο  εδώ,  γιατί  δεν  φροντίζεις  για  την  μεταφορά  τους?  Μου  είπαν  ότι  δεν  γίνεται  απ’ εδώ  καμιά  σχετική  προσπάθεια.
  • Και τι  μπορώ  να  κάνω  εγώ?
  • Μα, θα  τους  σφάξει  ο  Κεμάλ.

Και  ο  Στεργιάδης,  απήντησε:

  • Καλύτερα να  τους  σφάξει  ο  Κεμάλ,  πάρα  να  φτάσουν  στίφη  αναρχούμενα  στην  Ελλάδα,  σφαγείς  οι  ίδιοι!

 

Από  την  φρικιαστική  αυτή  απάντηση  του  Αρμοστού  γίνεται  αμέσως  αντιληπτός  ο  ρόλος  που  διαδραμάτισε  τις  κρίσιμες  εκείνες  ώρες…

Ένα  ιδιαίτερο  κεφάλαιο  μέσα  στην  όλη  ιστορία  της  Μικρασιατικής  τραγωδίας  αποτελούν  και  τα  όσα  συνέβησαν  στο  Αξάρι.  Η  πόλη  ήταν  πλούσια  και  οι  Έλληνες  κάτοικοι  είχαν  μεγάλα  οικονομικά  συμφέροντα  με  τους  Τούρκους.  Γι’αυτό  πολλοί  έτρεφαν  αυταπάτες,  νομίζοντας  ότι  οι  Τούρκοι  δεν  θα  τους  έθιγαν.  Αυτό  πίστευε  καλοπροαίρετα  π.χ. ο  Μανωλάκης  Μαρίνου,  ένας  από  τους  νεότερους  προύχοντες.  Αντίθετη  άποψη  είχε  ο  Δήμαρχος  Γεώργιος  Λεονταρίτης,  ο  οποίος  έδωσε  μεγάλο  αγώνα  σε  μια  προσπάθεια  να  πείσει  τον  πληθυσμό  ότι  έπρεπε  να  φύγουν  όλοι,  διότι  κανείς  δεν  θα  γλύτωνε από  το  μαχαίρι  του  Τούρκου.  Είναι  μια  απίστευτη  περιπέτεια  πως  κατόρθωσε  μέσα  σε  άπειρες  δυσχέρειες  ο  δήμαρχος,  Γ. Λεονταρίτης,  να  εξασφαλίσει  μια  αμαξοστοιχία  και  να  φορτώσει  σχεδόν  με  τη  βία,  όσους  μπορούσε.  Οι  επιβάτες  του  τρένου  εκείνου  ήσαν  οι  τελευταίοι  που  έφυγαν  από  το  Αξάρι.  Οι  υπόλοιποι  έμειναν.  Και  από  τότε,  τους  θρηνούμε…

Στα  χρόνια  που  πέρασαν  πολλούς  είχε  απασχολήσει  το  ερώτημα:  Είχε  από  την  αρχή  ο  Κεμάλ  από  την  ώρα  που  εξαπέλυσε  την  επίθεσή  του  στο  Αφιόν  Καρά  Χισάρ  την  πρόθεση  και  προοπτική  συντριβής  της  ελληνικής  Στρατιάς?  Είχε  από  την  αρχή  σαν  σχέδιο  την  κατάληψη  της  Σμύρνης?

Δεν  είναι  λίγοι  εκείνοι  που  ισχυρίστηκαν  ότι  καμιά  τέτοια  ελπίδα  δεν  είχε  στις  13  Αυγούστου,  και  λένε:

  1. Ότι  άρχισε  την  επίθεση  του  με  τον  σκοπό  να  καταγράψει  μια  νίκη  που  να  την  παρουσιάσει  στη  διάσκεψη  Ειρήνης -στη  Βενετία-  που  είχε  ήδη  συγκληθεί.
  2. Ότι μόνο  μετά  τη  μάχη  του  Αλή  Βεράν  αντελήφθη  κι’ αυτός  την  έκταση  της  νίκης  του.
  3. Ότι και  τότε  ακόμα  δεν  λογάριαζε  πως  θα  μπορούσε  να  φτάσει  ως  τη  Σμύρνη.

Η  αλήθεια  όμως  βρίσκεται  με  τη  λογική,  άσχετα  με  τις  μεταγενέστερες  «προφητείες»  ή  και  καυχησιολογίες  των  διαφόρων  Τούρκων  απομνημονευματογράφων.  Είναι  γνωστό  ότι  ο  Κεμάλ  είχε  εξαίρετες  στρατιωτικές  ικανότητες.  Έτσι,  όταν  άρχιζε  την  επίθεσή  του  στο  Αφιόν,  απέβλεπε  στη  συντριβή  μεγάλων  μονάδων  του  ελληνικού  Στρατού.  Για  την  επιτυχία  εκείνης  της  κρούσεως,  συγκέντρωσε  ότι  δυνάμεις  είχε  και  δεν  είχε.  Ύστερα  από  το  αποτέλεσμα  του  ισχυρού  χτυπήματος  του,  θα  αποφάσιζε  για  τη  συνέχεια.  Και  ασφαλώς,  εκείνο  που  δεν  μπορούσε  να γνωρίζει,  ούτε  αυτός  ούτε  κανείς  άλλος,  ήταν  το  αποτέλεσμα  επί  του  ηθικού  του  ελληνικού  Στρατού,  ύστερα  από  τα  χτυπήματά  του.

Όσο  περνούσε  ο  καιρός,  ο  πανικός  στην  Αθήνα  μεγάλωνε.  Η  πρώτη  σκέψη  που  έκανε  η  κυβέρνηση  του  Λαικού  κόμματος  ήταν  να  κατηγορηθεί  ο  Χατζανέστης  για  διάσπαση  του  Μετώπου.  Ο  Ιω. Μεταξάς  τους  υπέδειξε  μάλιστα,  να  αναθέσουν  την  αρχιστρατηγία  πάλι  στον  Παπούλα.  Ο  βασιλεύς  Κωνσταντίνος  τον  εκάλεσε  και  του  ανακοίνωσε  την  πρόθεση  της  κυβερνήσεως.  Ο  Παπούλας  απήντησε: «Δέχομαι  Μεγαλειότατε,  αλλά  δεν  μπορώ  να  υποσχεθώ  ότι  θα  νικήσω  τον  Κεμάλ.  Εκεί  που  έφθασαν  τα  πράγματα  δεν  μπορώ  να  είμαι  αισιόδοξος.  Έγιναν  εγκληματικά  σφάλματα.  Θέλω  απόλυτον  πρωτοβουλίαν  και  όχι  υποδείξεις  από  το  εδώ  Επιτελείον.  Θα  αγωνισθώ  να  περισώσω  ο,τι  είναι  δυνατόν.  Ένα  μόνο  υπόσχομαι:  Ότι  δεν  θα  γυρίσω  πίσω  εις  την  περίπτωσιν  ατυχήματος.  Θα  προσπαθήσω  εν  εσχάτη  ανάγκη  να  κρατήσω  την  Ερυθραίαν  και  εκεί  θα  προτιμήσω  να  πέσω,  πάρα  να  εγκαταλείψω  το  έδαφος  της  Ιωνίας»…

Τελικά,  όμως,  ο  Παπούλας  δεν  ανακλήθηκε.  Αντέδρασαν  έντονα  ο  Ν. Στράτος  και  άλλοι  υπουργοί,  οι  οποίοι  είπαν  ότι  «ο  επαναδιορισμός  του  Παπούλα  θα  ήτο  κόλαφος  κατά  της  κυβερνήσεως».

                                               Ο  θάνατος  της  Σμύρνης

Ο  υπουργός  Στρατιωτικών  Νικ.  Θεοτόκης,  εκάλεσε  στις  22  Αυγούστου  του  1922  τον  αντιστράτηγο,  Βίκτωρα  Δούζμανη,  που  βρισκόταν  σε  αποστρατεία,  και  του  ανακοίνωσε  ότι  η  κυβέρνηση  του  αναθέτει  και  πάλι  την  αρχηγία  του  Γενικού  Επιτελείου,  ενώ  την  αρχηγία  της  Στρατιάς  Μικράς  Ασίας  την  ανέθετε  στον  υποστράτηγο,  Νικ.  Τρικούπη.  Τόσοι  ήταν  η  κυβερνητική  άγνοια  ώστε  οι  ιθύνοντες  δεν  εγνώριζαν  ότι  ο  Τρικούπης  είχε  αιχμαλωτιστεί  στις  20  Αυγούστου  από  τα  Κεμαλικά  στρατεύματα.  Έτσι,  μόλις  ο  Κεμάλ  πληροφορήθηκε  τον  διορισμό  του  Ν.  Τρικούπη,  έβγαλε  ανακοινωθέν,  στο  οποίο  ανέφερε  πανηγυρικά  ότι  συνέλαβε  αιχμάλωτο  τον  Έλληνα  αρχιστράτηγο…

Στις  25  Αυγούστου  ο  μαρτυρικός  ιεράρχης  της  Ιωνίας,  ο  Σμύρνης  Χρυσόστομος,  έστειλε  το  τελευταίο  του  γράμμα  στον  Ελευθ.  Βενιζέλο.  Στη  δραματική  του  αυτή  επιστολή,  ο  άγιος  της  Ιωνίας  επισημαίνει:  «Ο  ελληνισμός  της  Μικράς  Ασίας,  αλλά  και  σύμπαν  το  έθνος  κατεβαίνεις  εις  τον  Άδην.  Της  αφαντάστου  ταύτης  καταστροφής,  βεβαίως,  αίτιοι  είναι  άλλοι,  πλην  και  Υμείς  φέρετε  μέγιστον  ευθύνης  βάρος  δια  δύο  πράξεις  σας:  Πρώτον,  διότι  αποστείλατε  ως  Ύπατον  Αρμοστήν  ένα  τουτ’  αυτό  παράφρωνα  και  εγωιστήν.  Και  δεύτερον,  διότι  πριν  αποπερατώσητε  το  έργο  Σας  και  θέσετε  την  κορωνίδα  και  το  επιστέγασμα  του  ανεγερθέντος  αφαντάστου  ωραίου  και  μεγαλοπρεπούς  δημιουργήματος  Σας  της  καταθέσεως  λίθου  της  Βυζαντινής  αυτοκρατορίας,  είχατε  την  ατυχή  και  ένοχον  έμπνευσιν  να διατάξητε  εκλογάς  ακριβώς  τας  παραμονάς  της  Εισόδου  σας  εις  Κωνσταντινούπολιν.  Αλλά  0  γέγονεν,  γέγονεν… Έγραψα  με  ημερομηνίαν  21  Αυγούστου  εις  τον  επί  του  Θρόνου  ευρισκόμενων  (το  Βασιλέα  Κωνσταντίνο)  να  προβή  εις  τας  μεγάλας  αποφάσεις,  εν  αις  πρωτίστην  θεωρώ  την  ανάληψιν  της  πηδαλιουχίας  του  ελληνικού  κράτους  παρά  της  πάγκοινον  την  ευρωπαικήν  υπόληψιν  κεκτημένης  Σης  κορυφής.  Την  παράδοσιν  της  διοικήσεως  του  Στρατού  εις  τους  εκδιωχθέντας  αξιωματικούς  της  Αμύνης,  τους  γνωρίζοντας  πως  ανασυντάσσεται  κατεστραμμένος  στρατός  και  οδηγείται  εις  νίκην,  ως  και  την  άμεσον  εντεύθεν  εκδίωξιν  Στεργιάδου…».

Στις  24  Αυγούστου,  ο  Ν.  Θεοτόκης  μαζί  με  τον  Δούζμανη  πήγαν  στη  Σμύρνη,  και  εκεί  ο  υπουργός  Στρατιωτικών  ανήγγειλε  στον  Χατζανέστη  ότι  τίθεται  σε  αποστρατεία  και  στη  θέση  του  τοποθετείται  ο  απόστρατος  στρατηγός  Πολυμενάκος.  Ακολούθησε  σύσκεψη  με  όλους  τους  παράγοντες  για  τα  μέτρα  που  έπρεπε  να  ληφθούν  εν’όψει  της  εξελισσόμενης  κατάστασης.  Ο  Στεργιάδης  αντέκρουσε  πρόταση  του  Δούζμανη  να  οργανωθεί  γραμμή  αντιστάσεως  στη  Σμύρνη,  και  υποστήριξε  ότι  αν  αντιστεκόταν  ο  ελληνικός  Στρατός,  οι  Τούρκοι  θα  έκαιγαν  τη  Σμύρνη  και  θα  έσφαζαν  τους  κατοίκους  της.  Ήδη  ο  Στεργιάδης  είχε  αρχίσει  να  παίρνει  μέτρα  για  να  πατάξει  κάθε  απόπειρα  Ελληνικής  αντιστάσεως… Είχε  εκδώσει  και  διαταγή  για  διάλυση  της  πολιτοφυλακής  που  είχε  συσταθεί  από  τον  Παπούλα.  Την  ίδια  μέρα,  300 αξιωματικοί  πήραν  την  απόφαση  και  ανακοίνωσαν  στον  υπουργό  Θεοτόκη  ότι  ήσαν  πρόθυμοι  να  αγωνιστούν  μέχρι  τελευταίας  πνοής,  για  να  μην  φύγει  η  Ελλάδα  από  τη  Σμύρνη.  Ο  Θεοτόκης  τους  συνεχάρη  και  τους  ενεθάρρυνε  να  τεθούν  επί  το  έργον!  «Οργανώσατε  και  φρονιματίσατε  τα  αφικνούμενα  στρατεύματα…».

Κι’ όταν  ο  λοχαγός  Καρυδάκης  τον ρώτησε  μήπως  η  κυβέρνηση  έχει  αποφασίσει  εκκένωση  του  απήντησε:  «Σας  δίδω  τον  λόγο  της  τιμής  μου  ότι  δεν  υπάρχει  τοιαύτη  απόφασις…». Κι  όμως!  Τρεις ημέρες  πριν  ο  ιδιος  είχε  υπογράψει  την  υπ’  αριθ. 14735  διαταγή  «περί  γενικής  αποστρατεύσεως»!  Ήταν  φανερό  ότι  βιαζόταν  να  αποστρατεύσει  τους  φαντάρους,  ώστε  καθένας  να  φύγει  μόνος  του  για  το  σπίτι  του,  να  διαλυθούν  οι  μονάδες  που  γύριζαν  από  το  Μέτωπο,  ώστε να  μειωθούν  οι  κίνδυνοι  να  ξεσπάσει  επανάσταση  μέσα  στο  στρατό.  Υπήρξε  κάποια  ελπίδα  ότι  θα  μπορούσε  να  οργανωθεί  αξιόλγη  αντίσταση  με  την άφιξη  τριών  επίτακτων  καραβιών  που  έφερναν  από  τη  Ρεδεστό  τα  συντάγματα  που  είχαν  μεταφερθεί  στη  Θράκη,  για  την  επιχείρηση  προς  κατάληψη  της  Κωνσταντινούπολης.  Όμως  οι  φαντάροι  δεν  δέχτηκαν  να  αποβιβαστούν  στη  Σμύρνη  και  φώναζαν:  «Στα  σπίτια  μας…».

 

Σημείωση:  Ο  ηρωικός  συνταγματάρχης  Ν.  Πλαστήρας, ο  «Μαύρος  Καβαλάρης»,  έδωσε  το  παράδειγμα  θάρρους  ακόμα  και  την  ώρα  που  το  μέτωπο  κατέρρεε.

Ο  μακροχρόνιος  πόλεμος στα  βάθη  της  Μικράς  Ασίας  είχε  κουράσει  τους  Έλληνες  στρατιώτες  και  το  σύνθημα  του  Λαικού  Κόμματος,  «θα  φέρουμε  πίσω  τα  παιδιά  σας»,  έπιασε…

Ο  Κεμάλ  Ατατούρκ  έδωσε  διαταγή  για  τη  σφαγή  και  την  πυρπόληση  της  Σμύρνης…

 

Πηγή:  Εφημερίδα  «Η  Καθημερινή» – Επτά  Ημέρες-  της  Κυριακής,  30  Αυγούστου,  1992.  Σελ. 5,6,7  και  8.

 

Πέμπτη  29  Δεκεμβρίου  2022.

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.