Αρκετές φορές χρειάστηκε να επισκεφθώ νοσοκομεία του λεκανοπεδίου Αττικής, σαν ασθενής, συνοδός αγαπημένων προσώπων, επισκέπτης.
Κάθε φορά που περνάω την κεντρική είσοδο, αισθάνομαι ν’ αφήνω πίσω μου μια ψεύτικη ευδαιμονία και να φοράω στο κορμί και την ψυχή μου τον ανθρώπινο πόνο. Άνθρωποι με θλιμμένα μάτια, ανήσυχο βλέμμα, στερημένο χαμόγελο, παλεύουν να κρατηθούν στο φως. Ψυχές που γλύφουν τις πληγές των σωμάτων τους, να αντέξουν οι κιβωτοί μέχρι να πετάξουν ελεύθερες στον ουρανό.
Εξαίρεση στη μουντή πραγματικότητα αποτελούν οι λευκές μπλούζες και τα ρούχα του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Οι γιατροί, που με την παρουσία τους απαλύνουν τον πόνο και δίνουν κουράγιο, λες και έχουν ένα αόρατο σφουγγάρι που εξαφανίζει, έστω για λίγο, την απογοήτευση και την απελπισία. Μικροί επίγειοι θεοί, που σε αντίξοες συνθήκες και χωρίς τα απαραίτητα εφόδια, παλεύουν για τη σωτηρία, με λόγχη και ασπίδα την ανθρωπιά, την αυταπάρνηση και τον όρκο στον Ιπποκράτη.
Το νοσηλευτικό προσωπικό, ακούραστο κι αυτό, προσφέρει αγάπη, χαμόγελο, συμπόνια. Σπουδαίο και ιερό το λειτούργημά τους, αν σκεφτούμε τη μοναδικότητα και την αξία που έχει κάθε ανθρώπινη ζωή.
Με στωικότητα στις δύσκολες στιγμές του πόνου που παραλογίζει, απαιτεί και επαιτεί συμπόνια. Όσοι έτυχε να έχουν ξαπλώσει στο χειρουργικό κρεβάτι, ένιωσαν όλη τη διαδρομή τους να ξετυλίγεται σε λίγα δευτερόλεπτα πριν βυθιστούν και αφεθούν στα χέρια του σωτήρα λειτουργού.
Μα κι έξω από το χειρουργείο τα συναισθήματα, στις ατέλειωτες ώρες αναμονής, μοιάζουν αιώνας. Κάθε άνοιγμα της πόρτας ή παρουσία γιατρού και νοσοκόμου φέρνουν μαζί ένα φόβο, που αφαιρεί πολλά χρόνια από τη ζωή ή γεννά ελπίδα σαν τ’ αποδημητικά πουλιά που επιστρέφουν στη φωλιά τους, γιατί ξέρεις ότι ο άνθρωπός σου είναι εκεί, ανάμεσα στον ήλιο και το σκοτάδι, στα χέρια του θεού.
Κάθομαι στο σαλόνι και βλέπω τους συγγενείς ενός ασθενούς να κρέμονται από τα χείλη του Γιατρού, τον ευγνωμονούν, χαμογελάνε, όλα πήγαν καλά. Πιο πέρα, μια άλλη παρέα σκεπτική, με αυλακωμένα πρόσωπα, σβηστά λόγια. Ο δικός τους Γολγοθάς συνεχίζεται.
Έχει νυχτώσει, έξω βρέχει και τα μάτια μου ασυναίσθητα ταξιδεύουν στην παραλιακή που είναι μποτιλιαρισμένη, ενώ τα φώτα από τα καραβάκια στα ανοιχτά της θάλασσας τρεμοπαίζουν στην αγκαλιά της ομίχλης. Δε μου κάνουν καμία εντύπωση, δε με συνεπαίρνουν όπως παλιά. Τα προσπερνώ αδιάφορα με μια φευγαλέα ματιά. Κατεβαίνω τις σκάλες αργά με ανάμικτες σκέψεις και συναισθήματα.
Φιλοσοφώ τη ζωή, το νόημα και την αξία της. Βγαίνω στο δρόμο σαν από άλλο πλανήτη φερμένος. Εμείς, σκέφτομαι, αξιολογούμε την υγεία μας με μια μονάδα(1), και προσπαθούμε να δώσουμε νόημα και υπεραξία στην ζωή προσθέτοντας όσα πιο πολλά μηδενικά μπορούμε. Είμαστε ευτυχισμένοι να βλέπουμε το ένα να γίνεται χιλιάδες και δις. Μα σαν χαθεί αυτό τι θα απομείνει;
Το απόλυτο μηδέν.
Μετά από λίγα λεπτά, στο δρόμο της επιστροφής, μεταλλάσσομαι ξαφνικά σε θηρίο. Βρίζω τον οδηγό που με προσπέρασε και φρενάρισε μπροστά μου, θυμώνω με τα κορναρίσματα και τα φασκελώματα που πάνε κι έρχονται σαν ταχυδρομικά περιστέρια. Ανοίγω το κινητό να απαντήσω σε μηνύματα και αναπάντητες κλίσεις. Σκέπτομαι αυτά που άφησα μισά και πρέπει να ολοκληρώσω, γιατί περνούν τα χρονοδιαγράμματα που μου είχαν ορίσει.
Θυμώνω με τον εαυτό μου, τόσο γρήγορα επανήλθα στη ζούγκλα της καθημερινότητας. Πετάω στο πάτωμα του αυτοκινήτου το κινητό και ανοίγω το ραδιόφωνο. Στ’ αυτιά μου ηχεί το αγαπημένο τραγούδι: «Να μ’ αγαπάς…»
Αφήνομαι στους στίχους, στη μελωδία. Μπροστά σταματημένα αυτοκίνητα και κόκκινα φώτα. Σαν σε όραμα, κάπου εκεί ανάμεσα στη βροχή που πέφτει ασταμάτητα, αχνοφέγγει η μορφή σου.
Κώστας Βασιλάκος.
Συγγραφέας-ποιητής.