Ο βίος και το μαρτύριο του ΑΓΙΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΥ

 

Του Ισιδώρου Ιωάν. Πρωίου

Φιλολόγου

Προέδρου του Ψ.Ν.Α. «ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ»

 

Μια από τις φωτεινές μορφές που σελαγίζουν στο χριστιανικό στερέωμα, ένας από τους γενναίους αγωνιστές της κατίσχυσης και του θριάμβου της χριστιανικής πίστης, που κοσμεί τις σελίδες της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, είναι ο π ρ ω τ ο μ ά ρ τ υ ρ α ς της Χίου και προστάτης της, ο Άγιος Ισίδωρος, που τη μνήμη του εορτάζει η Εκκλησία τη 14η Μαΐου.

Ο Άγιος Ισίδωρος είναι γνωστός σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη Ανατολής και Δύσης. Και τον τιμούν και του απονέμουν τον σεβασμό, την αγάπη και τη λατρεία τους όχι μόνο οι Ορθόδοξοι αλλά και οι Ρωμαιοκαθολικοί. Όμως με ιδιαίτερη αγάπη και τιμή τον περιβάλλουν οι Χιώτες, όχι μόνο αυτοί που κατοικούν στο νησί, αλλά και εμείς οι ξενιτεμένοι, διότι ο Άγιος Ισίδωρος είναι ο δικός μας Άγιος, ο πρωτομάρτυρας του τόπου μας, ο προστάτης του νησιού μας.

Πρώτος αυτός, από ό,τι γνωρίζομε από την Εκκλησιαστική Ιστορία, προσέφερε με αυταπάρνηση τον εαυτό του στον βωμό της Πίστης και καθαγίασε με το αίμα του τα χώματα της Χίου. Και μετά από εκείνον ακολούθησαν και πολλοί άλλοι τον ίδιο ηρωικό δρόμο του μαρτυρίου και της θυσίας, στον ίδιο τόπο, για τον ίδιο σκοπό.

Στις γραμμές της αφήγησης του μαρτυρίου του Αγίου Ισιδώρου διαλάμπουν, η ακατάβλητη δύναμη της πίστης, η αδιασάλευτη σταθερότητα της ομολογίας, η ανεξάντλητη υπομονή στα βασανιστήρια και ο απαράμιλλος ηρωισμός στην αντιμετώπιση του θανάτου.

Η αφήγηση για τη ζωή και το μαρτύριο του Αγίου που ακολουθεί, βασίζεται στις μαρτυρίες παλαιών συναξαριστών.

Στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα γεννήθηκε ο Άγιος Ισίδωρος στην Αλεξάνδρεια. Νέος κατατάχθηκε στον στρατό του αυτοκράτορα της Ρώμης. Ταυτόχρονα όμως γνώρισε την αλήθεια της χριστιανικής πίστης και γοητεύθηκε από τη λάμψη της. Από τότε έταξε τον εαυτό του στη στρατιά των οπαδών του Χριστού. Ως ρωμαίος στρατιώτης υπηρετούσε τον επίγειο άρχοντα και πειθαρχούσε στις προσταγές του ως χριστιανός όμως λάτρευε τον άρχοντα του ουρανού και εφάρμοζε τις εντολές του. Και ήταν άριστος ο Ισίδωρος και ως στρατιώτης της Ρώμης και ως αγωνιστής της «Βασιλείας του Θεού». Ήλθε όμως η εποχή που οι περιστάσεις τού ζήτησαν να κάνει μια μεγάλη εκλογή. Να διαλέξει ανάμεσα στους δύο αρχηγούς του: τον επίγειο και τον επουράνιο.

Βασίλευε τότε στη Ρώμη ο αυτοκράτορας Δέκιος, ένας από τους πιο φανατικούς και πιο απηνείς διώκτες του Χριστιανισμού, γιατί θεωρούσε τους χριστιανούς εχθρούς της πολιτείας και αίτιους της διαφθοράς. Εξαπέλυσε λοιπόν φοβερό διωγμό εναντίον των χριστιανών σε ολόκληρη την απέραντη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Πίστευε ο δυστυχής, όπως και πολλοί άλλοι δια μέσου των αιώνων, ότι θα μπορούσε να συντρίψει και να εξαφανίσει την Εκκλησία του Χριστού πνίγοντάς την στο αίμα. Χιλιάδες χριστιανοί οδηγούνταν στα βασανιστήρια και θανατώνονταν.

Την άνοιξη του έτους 250 μ.Χ. μια μοίρα του Ρωμαϊκού στόλου, αρχηγός της οποίας ήταν κάποιος που ονομαζόταν Νουμέριος, αγκυροβόλησε στα νερά της Χίου.

Ένας από τους στρατιώτες των πλοίων αυτών ήταν και ο Ισίδωρος, που ξεχώριζε για την αρετή και τη ρώμη του. Ένας εκατόνταρχος, όμως, που λεγόταν Ιούλιος, τον φθονούσε και τον κατηγόρησε στον Νουμέριο ως χριστιανό.

Ύστερα από λίγο αλυσοδεμένος ο Ισίδωρος οδηγήθηκε μπροστά στον αρχηγό του στόλου με τη φοβερή κατηγορία της εσχάτης προδοσίας εναντίον του αυτοκράτορα και των θεών του ρωμαϊκού πανθέου. Και άρχισε τότε η τόσο συνηθισμένη διαδικασία για τους μάρτυρες του Χριστού, τους «αγομένους επί βασιλείς και ηγεμόνας». Στις ερωτήσεις του Νουμερίου ο γενναίος στρατιώτης απαντά, με παρρησία και τόλμη, ότι πιστεύει στον Χριστό. Με την ομολογία της πίστης του έκανε ήδη τη μεγάλη εκλογή. Προτίμησε να μείνει στρατιώτης του Χριστού συμμορφούμενος προς το θέλημά Του. «Πας ος αν ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, και ο Υιός του ανθρώπου ομολογήσει εν αυτώ έμπροσθεν των αγγέλων του Θεού» (Λουκ. 12,8).

Έξαλλος, ύστερα από την ομολογία του Ισιδώρου, ο Νουμέριος δίνει εντολή να τον υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια. Τον δένουν σε τέσσερεις πασσάλους και τον δέρνουν αλύπητα με μαστίγια και τον κλειδώνουν αιμόφυρτο και καταπληγωμένο, δεμένο με βαριές αλυσίδες σε κατασκότεινη φυλακή του ρωμαϊκού στρατοπέδου, που βρισκόταν στην περιοχή Τάλλαρος, ανατολικά, κοντά στη θάλασσα. Εκείνος, όμως, παραμένει ακλόνητος και με γιγαντωμένη την πίστη του στον Χριστό.

Όταν πληροφορήθηκε ο πατέρας του – φανατικός ειδωλολάτρης – τα γεγονότα που αφορούσαν τον γιο του, ήλθε στη Χίο και προσπάθησε με κάθε τρόπο να πείσει τον Ισίδωρο να αρνηθεί τον Χριστό και να επανέλθει στην πίστη των προγονικών θεών. Εκείνος, όμως, πιστός στην αρχή «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» απάντησε με ένα «Όχι» ηχηρό.

Όταν ο πατέρας διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατο να μεταπείσει τον γιο του, είπε στον Νουμέριο να ακολουθήσει τις διαταγές του αυτοκράτορα, οι οποίες προέβλεπαν την καταδίκη σε θάνατο.

Άρχισαν πάλι να τον μαστιγώνουν και τελικά τον έδεσαν πίσω από ένα μανιασμένο άλογο που τον έσυρε από την πόλη μέχρι την περιοχή που βρίσκεται ανατολικά και σε μικρή απόσταση από το χωριό Νεχώρι. Σε ένα σημείο της περιοχής αυτής το άλογο σταμάτησε και ο Ισίδωρος σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος. Αμέσως ο εκατόνταρχος διέταξε να τον αποκεφαλίσουν και το κεφάλι του Αγίου κύλησε στο χώμα. Η γενναία και ολόλευκη ψυχή του πέταξε στον ουρανό και εντάχθηκε στο νέφος  των μαρτύρων.

Στο σημείο αυτό έχει κτισθεί απέριττος ναΐσκος αφιερωμένος στη μνήμη του Αγίου.

Θεωρούμε σκόπιμο στο σημείο αυτό της αφήγησης του μαρτυρίου να παρενθέσομε μερικές χρήσιμες πληροφορίες.

Από την Εκκλησιαστική Ιστορία των πρώτων αιώνων γνωρίζομε ότι ήδη από τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα άρχισε η απονομή μεγάλης τιμής προς τα ιερά λείψανα των μαρτύρων από μέρους των χριστιανών, η οποία συνδέεται με τις «Συνάξεις» γύρω από τους μαρτυρικούς τάφους. Τα βασανισμένα νεκρά σώματα των ηρώων της Πίστης θεωρούνταν, σύμφωνα με την έκφραση αρχαίου μαρτυρολογίου «τιμιώτερα λίθων πολυτελών και δοκιμώτερα υπέρ χρυσίον». Οι χριστιανοί έκαναν το παν, για να τα πάρουν από τα χέρια των δημίων και να τα ενταφιάσουν ευλαβικά σε ορισμένο τόπο. Και κάθε χρόνο, την επέτειο της μνήμης κάθε μάρτυρα, συγκεντρώνονταν σ’ αυτόν τον τόπο, έκαναν τελετή επάνω στον τάφο του μάρτυρα, διάβαζαν την ιστορία της άθλησής του και τέλος έτρωγαν όλοι μαζί σε κοινά δείπνα. Σε αυτές τις τελετές βρίσκονται οι ρίζες των σύγχρονων πανηγυριών στις εορτές των Αγίων.

Ο Νουμέριος ίσως να γνώριζε αυτή την αγάπη και την τιμή των οπαδών του Χριστού στα σεπτά λείψανα των Αγίων και δεν ήθελε να δώσει μια τόσο μεγάλη χαρά στους χριστιανούς της Χίου. Γι’ αυτό διέταξε να ριφθεί σ’ ένα λαγκάδι το σώμα του Αγίου, για να το κατασπαράξουν τα όρνεα.

Κανείς δεν επιτρεπόταν να πλησιάσει τον τόπο, στον οποίο είχε ριφθεί το ιερό λείψανο. Όποιος παρέβαινε τη διαταγή του τυράννου θα του επιβαλόταν η ποινή του θανάτου.

Πάνοπλοι φρουροί πήραν θέση γύρω από το μαρτυρικό σώμα και στέκονταν ημέρα και νύκτα άγρυπνοι. Κάποτε κουράστηκαν οι φρουροί και ο ύπνος έκλεισε τα μάτια τους. Βρήκε τότε, ως άλλη Αντιγόνη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, την ευκαιρία η  Μ υ ρ ό π η, μια σεμνή και ενάρετη παρθένος, που είχε καταφύγει μαζί με τη μητέρα της στο Χίο, προερχόμενη από τη Σμύρνη, για να σωθεί από τον σκληρό διωγμό των χριστιανών, να πάρει, μαζί με δύο υπηρέτριές της, το σεπτό λείψανο του Αγίου, το οποίο, αφού άλειψε με μύρα, έθαψε, με όλες τις τιμές, σε επίσημο τάφο.

Ανήμερο θηρίο έγινε ο Νουμέριος, όταν πληροφορήθηκε την κλοπή του λειψάνου. Η οργή του ξέσπασε στους φρουρούς. Τους έδεσε με αλυσίδες. Τους όρισε προθεσμία, Και έτσι αλυσοδεμένους τους έστειλε να ψάχνουν, για να βρουν τον δράστη αυτής της θεάρεστης κλοπής, με τη ρητή δήλωση ότι θα αποκεφαλιστούν, εάν επιστρέψουν άπρακτοι μετά την εκπνοή της προθεσμίας.

Γύριζαν κατηφείς και καταντροπιασμένοι οι στρατιώτες, και ερευνούσαν γεμάτοι αγωνία για τη ζωή τους. Και ήταν αυτή η έρευνα ταυτόχρονα και διαπόμπευση γι’ αυτούς, έτσι όπως κρέμονταν οι αλυσίδες από τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια τους.

Έτυχε κάποια μέρα να περάσουν κάτω από το σπίτι της Μυρόπης. Τους είδε εκείνη από το παράθυρο και ράγισε η καρδιά της. Εμφορούμενη από γνήσια χριστιανική αγάπη, που επεκτείνεται το ίδιο φλογερή μέχρι και τους εχθρούς, παίρνει τη μεγάλη απόφαση να θυσιαστεί η ίδια, για να σωθούν οι στρατιώτες. Βγαίνει τότε αμέσως από το σπίτι της και πλησιάζει τους αλυσοδεμένους φρουρούς. Με γενναιότητα ομολογεί την πράξη της και παραδίδεται.

Ύστερα από λίγο χρόνο, μπροστά στον ηγεμόνα, οι ίδιες αλυσίδες, που έδεναν προηγουμένως τους στρατιώτες, τυλίγονται στο σώμα της. Και αρχίζει η βασανιστική ανάκριση.

Άκαμπτη παραμένει η σεμνή παρθένος στην πίστη της στον Χριστό. Ακμαίο και αδούλωτο είναι το φρόνημά της. Άφθαστο το ψυχικό μεγαλείο της και απαράμιλλος ο ηρωισμός της. Η πύρινη ομολογία της χριστιανικής αλήθειας και η μαρτυρία για τον Ιησού αφήνουν κατάπληκτο τον Νουμέριο και επισφραγίζουν την ομολογία της ηρωικής Μυρόπης. Και αμέσως αρχίζουν τα βασανιστήρια. Τη δέρνουν με ραβδιά. Τη σέρνουν από τις μακριές πλεξούδες των μαλλιών της, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν τους ραβδισμούς που καταξεσχίζουν τις σάρκες της. Μισοπεθαμένη τέλος από τα βασανιστήρια τη ρίχνουν στη φυλακή. Μετά τα μεσάνυχτα η Μυρόπη άφησε την ψυχή της στα χέρια του Θεού. Την ίδια στιγμή γέμισε η φυλακή από άρρητη ευωδία.

Οι χριστιανοί της Χίου, μετά τον θάνατο και της Μυρόπης, πήραν το ιερό σκήνωμά της και το ενταφίασαν δίπλα στον τάφο του Αγίου Ισιδώρου. Δύο φορές τον χρόνο μαζεύονταν γύρω από τους τάφους των Αγίων και τιμούσαν τη μνήμη τους, τη 14η Μαΐου, επέτειο του μαρτυρίου του Ισιδώρου, και τη 2η Δεκεμβρίου, επέτειο του μαρτυρίου της Μυρόπης.

Αργότερα, όταν παρήλθαν οι χαλεποί αιώνες των διωγμών και οι χριστιανοί, χάρη στον Μέγα Κωνσταντίνο (313 μ.Χ.), μπορούσαν ελεύθεροι να λατρεύουν τον Θεό και να τιμούν τους Αγίους τους, έκτισαν μεγαλοπρεπή Βασιλική επάνω από τους μαρτυρικούς τάφους. Η πρώτη χτίστηκε τον 5ο αιώνα, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Μαρκιανός (450μ.Χ. – 457μ.Χ.).  Αργότερα, τον 7ο αιώνα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος 4ος ο Πωγωνάτος (668 μ.Χ. – 685 μ.Χ), σύμφωνα με την παράδοση, ανήγειρε νέα, πιο λαμπρή Βασιλική, που σώζονται μέχρι σήμερα λείψανά της (περίφημα μωσαϊκά στο δάπεδο και καλλιμάρμαρες κολόνες). Σώζονται ακόμη λίγα σκαλοπάτια κάτω από το δάπεδο και η κρύπτη, όπου βρίσκονται οι σεπτοί τάφοι των μαρτύρων, δυστυχώς σήμερα κενοί. Τα ερείπια του ναού και η κρύπτη, βρίσκονται νοτιοδυτικά του Σκυλίτσειου Νοσοκομείου σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων απ’ αυτό.

Για την τύχη του λειψάνου της Αγίας Μυρόπης δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. Για το λείψανο όμως του Αγίου Ισιδώρου γνωρίζομε ότι το 1125 ο τότε Δόγης της Βενετίας Δομήνικος Μικέλης ενήργησε πειρατική επιδρομή στη Χίο, εξανδραπόδισε πολλούς από τους κατοίκους της και άρπαξε το θαυματουργό λείψανο του Αγίου Ισιδώρου, το οποίο μετέφερε στη Βενετία και το τοποθέτησε στον περικαλλή ναό του Αγίου Μάρκου. Δύο αιώνες βραδύτερα, το 1343, ο Δόγης Ανδρέας Δάνδολος έδωσε εντολή να τοποθετηθεί το λείψανο μέσα σε πολυτελή μαρμάρινη σαρκοφάγο και να αποθησαυριστεί σε ειδικό παρεκκλήσιο του ναού, το οποίο τιμάται με το όνομα του Αγίου. Το παρεκκλήσιο διακοσμήθηκε με περίφημες ψηφιδωτές παραστάσεις που έχουν ως θέμα τους το μαρτύριο του Αγίου Ισιδώρου, τον ενταφιασμό του λειψάνου του και τη μεταφορά του στη Βενετία με τη ναυαρχίδα του Δόγη.

Ο διακαής ιερός πόθος, που από τότε φλόγιζε τις καρδιές των πιστών χριστιανών της Χίου, να δουν το σεπτό σκήνωμα του Αγίου Ισιδώρου στον τόπο του μαρτυρίου του, τον οποίο καθαγίασε με το μαρτυρικό αίμα του, βρήκε την εκπλήρωσή του από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ύστερα από πολλές διαβουλεύσεις, μεταξύ της Τοπικής Εκκλησίας, με Τοποτηρητή της Μητρόπολης Χίου τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο Κλεομβρότου, και του Πατριάρχη της Βενετίας Καρδιναλίου Giovani Urbani (Τζιοβάνι Ουρμπάνι) αποφασίστηκε η μετακομιδή μέρους του λειψάνου του Αγίου Ισιδώρου από τη Βενετία στη Χίο, Το σεπτό λείψανο ταξίδεψε από τη Βενετία στον Πειραιά με το κρουαζιερόπλοιο «Ρεγγίνα», που διέθεσε η εταιρεία Χανδρή, και τοποθετήθηκε στον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνα για προσκύνημα. Μετά από τρεις μέρες, με το αντιτορπιλικό «Πάνθηρ» μετακομίσθηκε στη Χίο.

Η υποδοχή του ιερού λειψάνου του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Ισιδώρου στο νησί του μαρτυρίου του έγινε τη 18η Ιουνίου 1967, ημέρα Κυριακή της Πεντηκοστής, με θρησκευτικό συναγερμό και λαμπρές εορταστικές εκδηλώσεις.

Ο λαός με τη γόνιμη και δημιουργική φαντασία του έχει συνδέσει το σχίνο με τον Άγιο της Χίου, τον Άγιο Ισίδωρο, και έχει πλάσει διάφορους θρύλους.

Υπάρχει μια παλιά παράδοση στο νησί που λέει ότι από τους θρόμβους του ιδρώτα και τα δάκρυα του Αγίου, εκεί όπου τον έσερνε το άλογο, φύτρωσαν δέντρα που δακρύζουν και ιδρώνουν και μοσχοβολούν μέχρι σήμερα. Είναι τα μαστιχόδεντρα, που από τον κορμό και τα κλαδιά τους σταλάζει πράγματι σαν δάκρυ το μαστίχι και πέφτει ανάλαφρα στη γη. Και λένε πως το μαστίχι είναι τα δάκρυα του Αγίου Ισιδώρου.

Μια άλλη παράδοση, που υπάρχει στο Πυργί, είναι η ακόλουθη: «Ο Άγιος Ισίδωρος ήταν καταδικασμένος από τους Χριστιανομάχους. Ο πατέρας του ήταν στην υπηρεσία ενός αυτοκράτορα, ίσως στην Αφρική, και ήταν και ο ίδιος εναντίον του γιου του. Για να προστατευτεί ο Άγιος πήγε και κάθισε κάτω από ένα δέντρο που είχε πολύ χαμηλά κλαδιά. Όταν τον ανακάλυψαν οι Χριστιανομάχοι τον σκότωσαν και τον διαμέλισαν. Με τα χτυπήματα πλήγωσαν και τον κορμό του δέντρου. Κι αυτό το δέντρο έχυσε δάκρυα. Τα δάκρυα είχαν μια θαυμάσια μυρωδιά και ήταν κρυστάλλινα, εντελώς διαφανή. Έλεγαν λοιπόν τότε οι άνθρωποι πώς να τα ονομάσομε άραγε, διότι είχαμε την τύχη να τα ανακαλύψομε. Εμάς τύχη, μας τύχη, μαστίχι».

Ο Άγιος Ισίδωρος, με την αδιασάλευτη ομολογία της πίστης του και το ιδιαίτερα οδυνηρό μαρτύριό του, θεμελίωσε τη χριστιανική κοινότητα της Χίου, και με το τίμιο αίμα του, που καθαγίασε τη χιακή γη, αρδεύει έκτοτε και δυναμώνει αενάως τις ψυχές των πιστών.

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.