Του Κ. Α. Ναυπλιώτη
Ας μου επιτρέψετε να εκφράσω την αἵρεσιν* ότι για να συνεννοηθεί κανείς είναι ανάγκη να έχει πρώτα την προ-αίρεση∙ δηλ. να επιθυμεί να συν-εννοηθεί. Απαραίτητο όμως για να γίνει αυτό είναι οι συνομιλητές, αλλά και οι ακροατές να εννοούν τα ίδια πράγματα. Όμως οι περισσότερες παρανοήσεις συμβαίνουν επειδή δεν καταλαβαίνουν (ορθότερο αντιλαμβάνονται) όλοι τα ίδια πράγματα, καθώς η γνώμη τού καθενός είναι διαφορετική και εξαρτάται από τον τρόπο που σκέπτεται… και γι αυτό η απόλυτη γνώμη ονομάζεται δόγμα. Ωστόσο η αλήθεια είναι η γνώμη που παραμένει στο χρόνο και ως προς τούτο είναι αναχρονιστική[2] (δηλ. είναι σε λάθος χρονική τοποθέτηση) αλλά και αυθαίρετη και γι αυτό είναι σχετική εάν δεν είναι ζωντανή και ιστορικά αποδεδειγμένη. Η αλήθεια είναι μια διαδικασία που μέσα από αντιθέσεις μπορεί να φτάσει στο ξεπέρασμα λαθών του παρελθόντος. Η γνώση λοιπόν και η πρακτική, αποτελεί την άμεση απόδειξη ότι ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός και υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς. Συνεπώς ο ιδεατός κόσμος (ιδεαλισμός) αντιβαίνει την αντικειμενικότητα του κόσμου μας∙ είναι ασύμμετρος με την πραγματικότητα, και γι αυτό αλλοτριώνει την ανθρώπινη φύση αντιστρέφοντας τη λογική. Και επειδή ο κόσμος μας στην κυριολεξία βρίσκεται σε ένα αέναο γίγνεσθαι, η φύση διαρκώς αλλάζει – και όπως μας έλεγε ο Ηράκλειτος «Τα πάντα ρεί». Έτσι τίποτα δεν χάνεται, αφού η ζωή συνεχώς ανα-γεννάται λαμβάνοντας νέες μορφές. Ακόμα και η επιστημονική γνώση δεν είναι βίβλος απόλυτων και ακλόνητων αληθειών, αλλά μια συνεχής διαδικασία στο μέτρο που οι άνθρωποι συνεχίζουν να ερευνούν. Κατ’ αυτή την έννοια μόνο μέσω της πράξης μπορεί να επικυρωθεί η αντικειμενικότητα της αλήθειας. Έτσι λοιπόν όπως λέει ο λαός μας, δεν μετράνε τα λόγια, οι πράξεις μετράνε! Για παράδειγμα, όταν λέμε ότι η χριστιανική θρησκεία είναι αγάπη, η πρόταση αυτή απέχει από την αλήθεια∙ καθώς μια ανάλυση αυτής θα μας οδηγούσε σε διαφορετικές θέσεις και πιθανόν παρεξηγήσεις.
Αυτό όμως που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι η αλήθεια δεν είναι διαφορετική από την ανθρώπινη φύση. Γιατί αν ό,τι θεωρείται σαν αλήθεια διαστέλλεται από την ανθρώπινη φύση, αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια (Κομφούκιος).
Θα μπορούσε δε να προσθέσει κανείς, πως, αν ο δρόμος της αγάπης δεν στηρίζεται στην ηθική** αλλά στις απαγορεύσεις, είναι ψεύδος και υποκρισία. Γιατί εκείνος που θέλει να σωθεί θα σηκώσει τον δικό του σταυρό[2*]. Δεν θα σωθεί όμως κανείς με φαρισαϊκές γνώμες υποκρισία και ιερατικές απαγορεύσεις. Και επί του προκειμένου, αν πιστεύει κανείς πως το πρόβλημα της τέλεσης γάμων και βαπτίσεων, αλλά και οποιοδήποτε πρόβλημα της εκκλησίας αφορά τον λαό, λύνεται με απαγορεύσεις και αποφάσεις συνόδων, να γνωρίζει ότι αυτές εμπίπτουν στις ανθρώπινες επινοήσεις, που δεν έχουν σκοπό να μην επιβαρυνθούν κάποιοι οικονομικά, και να προστατεύσουν δήθεν τους πιστούς από τις δεισιδαιμονίες∙ γιατί ούτως ή άλλως αυτό θα συμβεί για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσης.
Να συμπληρώσουμε μόνο, πως στις εποχές τής διαφθοράς, η διαστρέβλωση (και όχι μόνο) μπορεί να οδηγήσει στην ενοχοποίηση με στόχο την εξαπάτηση. Παρόλα αυτά οι άνθρωποι σε τέτοιες εποχές δεν παραμένουν αφελείς, αλλά γίνονται αρκετά πνευματώδεις και προς τούτο υποψιασμένοι, για να αντιληφτούν το ψέμα και την υποκρισία. Γιατί, αν η διακόσμηση, οι φωτογράφοι, φωτορεπόρτερ, οι υπερβολικοί στολισμοί, τα ρύζια, είναι έξω από τον χαρακτήρα του μυστηρίου, ας μου επιτραπεί να πω, πως πιθανόν ελάχιστοι (εξαιρέσεις) να ενδιαφέρονται γι’ αυτό, εκτός ίσως από τους νεωκόρους και καθαριστές των ναών! Όσο για τους κουμπάρους, αυτοί θα πρέπει να είναι άγαμοι και να έχουν τελέσει οπωσδήποτε θρησκευτικό γάμο. Το ίδιο ισχύει και για τη βάφτιση. Ωστόσο τα παραπάνω περνούν μέσα από την εκκλησιαστική λογική και αισθητική και δεν προσφέρουν τίποτα στην φυσική ηθική τάξη. Με βάση όμως τη λογική αυτή, αυτοί που πρόκειται να παντρευτούν θα ανεβαίνουν πιο συχνά τα σκαλιά του Δημαρχείου παρά της εκκλησίας. Έτσι θα φτάσουμε (θα προσαρμοστούμε) και στην πολιτική ονοματοδοσία των νηπίων, πράγμα που –αν θα γίνει- θα είναι και αυτό δημιούργημα τής άγονης εκκλησιαστικής λογικής, η οποία φροντίζει να προσφέρει στον άνθρωπο τον Παράδεισο τη στιγμή που αυτός βιώνει την επίγεια Κόλαση εν μέσω διαφθοράς και απροκάλυπτης εξαπάτησης. Όταν όμως ο άνθρωπος είναι δογματικός, δεμένος στο παλιό και αντιστέκεται στο νέο, αυτό τον οδηγεί σε ιδεαλιστικές ανοησίες***. Με φανερή πλέον την αβεβαιότητα για το μέλλον, δεν μπορούμε να ζούμε κάθε μέρα με την αγωνία στην ψυχή, που δημιουργούν όσοι ονειρεύονται την βασιλεία του μέλλοντος, πιστεύοντας ότι η διαφθορά συνεχίζει και την ημέρα που αρχίζει ο νέος μια πορεία προς το μέλλον με αισιοδοξία και χαρά, προσπαθούν με κολασμούς και απαγορεύσεις που ελέγχουν ακόμα και τους λογισμούς μας (δια των αγγέλων) κατά την «φοβεράν ημέραν της κρίσεως» φυλάγοντας τον Παράδεισο για το μέλλον.
Εσκεμμένα λοιπόν η εκκλησία εναντιώνεται προσπαθώντας να ενοχοποιήσει τους αδαείς[4] (άπειρους, αδίδακτους) κρατώντας υποταγμένο το μυαλό των πιστών.
Καταλήγοντας να πούμε, πως με τις απαγορεύσεις την φαντασία και το συναίσθημα δεν προάγεται η γνώση (και η εκκλησιαστική), αλλά με τα ουαί της Γραφής!
Αναγκαίες διευκρινιστικές σημειώσεις
* Αίρεση: βούληση, επιθυμία, επιλογή αλλά και εξαπάτηση και παγίδευση επί κακής αλλά και καλής σημασίας.
[2] Αναχρονισμός (ο): ακούσιον ή εκούσιον λάθος περί την χρονικήν θέσιν πράγματος τινός ή γεγονότος (λξκ. ΠΡΩΙΑΣ).
** Ηθική∙ προέρχεται από το ρ. έθω πρκμ. είωθα, υπερσ. ειώθειν = συνηθίζω, έχω συνηθίσει και έχω τη συνήθεια. Απ’ εδώ και το έθιμο, έθισμα, εθίζω. Όπως και το ήθος, το έθος (δηλ. η συνήθεια) ο ηθείος (ο συνηθισμένος), και το συνηθίζω. Επίσης το επίθ. ἠθεῖος, δωρ. ἠθαῖος- α –ον = προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός. πληθ. οι ἠθαῖοι ( βλ. λξκ. Ακαδημ. Αθηνών).
[2*] Ο σταυρός αυτός για κάθε άνθρωπο είναι ορισμένος και έχει σχέση με τις πίκρες, τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες τής ζωής. Ωστόσο είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς, πώς τα βάσανα αυτά έχουν σχέση και με τις αμαρτίες πριν ζήσουμε διότι «με μερικά απ’ αυτά γεννιόμαστε»! δηλ. «δεν μας φτάνουν» τα βάσανα της ζωής, αλλά μας «φορτώνουν» και άλλα τα οποία δεν γνωρίζουμε αλλά και δεν ευθυνόμαστε γι αυτά… Παρ’όλα αυτά είσαι ελεύθερος να διαλέξεις (όστις θέλει…), αλλά αν δεν έρθεις μαζί μου; δεν σου εγγυώμαι τίποτα!
*** Ανόητος (α[στερ.] + νοητός) δηλ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται και κρίνει λάθος. Σχετ. λ. νοϊκός, παρανοϊκός, νοερός, νόημα, νοήμων, νοητικός, άνους, άνοια, εν-νοώ, έ(γ)νοια, νοιάζομαι (βλ. ετυμ. λξκ. Βασδέκη)
[4] Φαίνεται πως από τη ρίζα –δα προέρχεται και η λ. αδαής = άπειρος, ο αδίδακτος (δάω∙ διδάσκω κάνω κάποιον να μάθει, πληροφορώ ερμηνεύω) σχετ. δαήμων, δαΐφρων[φρην], δάσκαλος, δι-δαγμα[άγω] κ.α (βλ. το ως άνω λξκ. & λξκ. Ησυχίου).
knafpl@hotmail.com