Ο Θάνατος δεν είναι απειλή, αλλά η μοίρα κάθε έμβιου όντος

Του Κ. Α. Ναυπλιώτη

Όσο μακάβριο και φρικιαστικό να θεωρεί κανείς τον θάνατο, το γεγονός αυτό σηματοδοτεί το τέλος της ζωής.  Ο θάνατος είναι η μοίρα κάθε έμβιου όντος. Θάνατος στην ουσία σημαίνει σταμάτημα των βιολογικών λειτουργιών όχι μόνο του ανθρώπου αλλά κάθε ζωντανού οργανισμού  και τη μετατροπή του σε…χώμα.

Το μόνο από τα ζώα που γνωρίζει ότι θα πεθάνει ή έχει συναίσθηση του θανάτου είναι ο άνθρωπος, και αυτό “λόγω της παρακοής στη θεϊκή εντολή από τους πρωτόπλαστους να μη φάνε από το δέντρο της γνώσεως”. Αυτοί έφαγαν, όμως, αν πέθαναν, δεν ήταν αποτέλεσμα τής παρακοής, αλλά μια φυσική όσο και δραματική νομοτέλεια. Εάν όμως η εκκλησία εννοεί ως θάνατο την παρακοή  δηλ. την αμαρτία, (βλ. [Ρωμ. Στ’23] «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος»), τότε, ίσως χωρίς να το γνωρίζουμε, η σκέψη του θανάτου νοηματοδοτεί τη ζωή μας και τις πράξεις μας. Ωστόσο το φαινόμενο του θανάτου είναι το μόνο επιβεβαιωμένο γεγονός στη ζωή του ανθρώπου. Έτσι εάν “ὁ ἀποθανών” μπορεί να δικαιωθεί (βλ. “Ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας” Ρωμ. 6,7) δεν σημαίνει ότι συγχωρείται από τις αμαρτίες, αλλά ότι τη δικαιοσύνη την απέδωσαν οι κανόνες της φύσης και ο πεθαμένος δεν μπορεί πλέον να κάνει άλλες αμαρτίες- σφάλματα, και όχι ότι του συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες. Έτσι η εκκλησία δεν τον δικαιώνει, ούτε του συγχωρεί τις αμαρτίες, γιατί μια τέτοια ερμηνεία θα καταργούσε την Κόλαση (πράγμα βασικό στη χριστιανική θεολογία). Καθ’ ότι η Κόλαση και ο Παράδεισος αποτελούν ένα δίπολο ψυχικής πίεσης που ασκείται στους πιστούς.

Παρ’ όλα αυτά ο άνθρωπος γνωρίζει εκ των προτέρων τη θνητότητά του* και αυτό ως φυσική εξέλιξη της πορείας των όντων. Ίσως τον φόβο του θανάτου τον δημιουργεί η αγάπη που έχουμε για τη ζωή… και για το λόγο αυτό “θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατο”. Όμως, πρέπει να γνωρίζουμε, πως, επελθών ο θάνατος πάντα ταύτα εξηφάνισται· ακόμα και η αμαρτία, μια και ο άνθρωπος δεν μπορεί να αμαρτήσει πλέον. Ο θάνατος στην ουσία δεν είναι τίποτα για ‘μας, γιατί “τό γάρ διαλυθέν ἀναισθητεῑ” και όταν ο θάνατος επέλθει “τοθ’ ἡμεῑς οὐκ ἐσμέν” δηλ. εμείς δεν θα υπάρχουμε (βλ. Επίκουρος “Κύριαι Δόξαι”). Ο θάνατος λοιπόν δεν είναι τίποτα, γιατί τίποτα δεν ακολουθεί το είναι, παρά μόνο το μη είναι· δηλ. η ανυπαρξία. Τον θάνατο πρέπει να τον βλέπουμε, απλά ως ένα βιολογικό γεγονός** της ζωής· δηλαδή ένα πεπρωμένο το οποίο δεν μπορεί να το αποφύγει κανείς, γιατί, “το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον” αφού “γεγόναμεν ἅπαξ” και “δίς οὐκ ἔστι γενέσθαι***. Αυτό είναι ένα από τα δεδομένα στη ζωή του ανθρώπου. Ακόμα και ο Πλούταρχος θεωρούσε τις μεταθανάτιες αμοιβές ή τιμωρίες ως «ανόητες δεισιδαιμονίες»  (βλ. Πλουτ. «Περί δεισιδαιμονίας»). Ο δε Ηράκλειτος μάς λέει, πως ο κόσμος δεν είναι δημιούργημα κάποιου θεού, αλλά είναι «πῦρ ἀείζωον». Ο θάνατος λοιπόν είναι η φυσική κατάληξη κάθε έμβιου όντος και όχι μια «θεοκρατική διαστρέβλωση» της εκκλησίας.  Αντίθετα όμως αυτό που είναι λάθος; απερισκεψία; τυφλή πίστη; βρίσκεται στο να το  αποδίδουμε  στη θέληση του Θεού! και του Αποστόλου Παύλου!**** Έτσι ο άνθρωπος νοιώθοντας στενάχωρα μπροστά στο φυσικό φαινόμενο του θανάτου, προσπαθεί να προσαρμόσει τη φυσική εξέλιξη τής ζωής στη δική του συμπεριφορά, πιστεύοντας, ή έχοντας την εντύπωση, πως έστω και αν πέθανε, κάτι θα σωθεί από τον ίδιο, και αυτό είναι η ψυχή του την οποία θα παραδώσει στο Θεό. Γιατί “τί γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν όλον τον κόσμον κερδίσει, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθεί;” (Ματθ. Ιστ’26).Το δεδομένο όμως είναι η θνητότητα· και ο άνθρωπος παραδίδεται στον Άρχοντα του σκότους “ψυχή τε και σώματι” γιατί αυτό απαιτεί η δικαιοσύνη του σύμπαντος∙ λογική που αποδεικνύει πως δεν υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ σώματος και ψυχής(4). Και αυτή είναι αναγκαίο να στηρίζεται, όχι στις μεταφυσικές αγωνίες και στα συναισθήματα του ανθρώπου που μιζερεύουν και ταλαιπωρούν τη σύντομη ζωή του, αλλά στη φρόνηση, προκειμένου να ιεραρχήσει τις φυσικές του ανάγκες και επιθυμίες· μακριά από δόξα, πλούτο, προβολή, υπερβολή,  ιδιοτέλεια και έκλυτη ζωή που υπονομεύουν την ομαλή κοινωνική συμβίωση σε κάθε δημοκρατική πολιτεία. Αυτά όντως είναι που οδηγούν τον άνθρωπο στην καχυποψία, στην αγωνία, την ανασφάλεια, το ψεύδος, ακόμα και στη δυστυχία. Έτσι λοιπόν ο θάνατος ή η γνώση του θανάτου, είναι αυτή που δίνει νόημα στη ζωή, και ανάλογα με το τι πιστεύει ο κάθε άνθρωπος γι αυτόν, κάνει κάθε στιγμή της ζωής του πολύτιμη και ανεπανάληπτη. Είναι λοιπόν φανερό, πως η ιεράρχηση αλλά και η αξιολόγηση των αναγκών τού ανθρώπου βρίσκεται στο πεδίο ευθύνης του και εντός της ακτίνας δράσεως του. Οπότε πλεονάζει αλλά και υπερβαίνει τις δυνάμεις του κάθε προσπάθεια να επιτύχει κάτι που ανατρέπει τη φυσική τάξη.

Ο θάνατος λοιπόν είναι η λήξη. Και η μόνη δικαίωση που μπορεί να προέλθει απ’ αυτόν, είναι η θύμηση μιας καλής ή κακής ζωής, με βάση τη δραστηριότητα και τις πράξεις του εντός της ανθρώπινης κοινωνίας.

Ωστόσο είναι προφανές, πως την τραγωδία του θανάτου δεν θα τη ζήσει, μόνο εκείνος που δεν γεννήθηκε.

Διευκρινιστικές σημειώσεις – προσθήκες

* Παρ’όλα αυτά “Εἰσί τινες οἱ τόν παρόντα μέν βίον οὐ ζῶσιν, ἀλλά παρασκευάζονται πολλῇ σπουδῇ, ὡς ἕτερον τινά βίον βιωσόμενοι, οὐ τόν παρόντα, καί ἐν τούτῳ παραλειπόμενος ὁ χρόνος οἴχεται” (βλ. Antipontis orationies et fragmenta εκδ. Lipsiae. Για την Ελλάδα Δημ. Ν. Παπαδήμας σελ. 140

** και κατά τον Όμηρο, Θάνατος είναι ο θεός και δίδυμος αδελφός τού Ύπνου βλ. Ξ 231 “ἔνθ’ Ὕπνῳ ξύμβλητο, κασιγνήτῳ Θανάτοιο” δηλ. Εκεί αντάμωσε τον Ύπνο τον αδελφό του θανάτου. Π 454 “πέμπειν μιν Θανατόν τε φέρειν καί νήδυμον Ὕπνον” ερμην: στείλε τον Θάνατο και τον δίδυμο Ύπνο να τον πάρουν. (νηδύς-ος = γαστέρα, κοιλιά) πρβλ. και τα εκκλ. “ἐκ τῆς σῆς νηδύος προελθών”, καθώς και του Κανόνα των Χαιρετισμών “Νηδύι τον Λόγον ὑπεδέξω…”,  “ἐν τῇ σή νηδύι…” κλπ.

*** βλ. Αβραμίδης Γ., Επίκουρος- κείμενα-πηγές της επικούρειας φιλοσοφίας και της τέχνης του ζην, εκδ. Θύραθεν Θεσσαλονίκη 2000

**** βλ. προς Ρωμαίους επιστολή Παύλου στ’ 15- 23
(4) Όταν αναλύσει κανείς τη σχέση “αίτιον και αιτιατόν” δηλ. αιτία και αποτέλεσμα, θα διαπιστώσει ότι η αιτιώδης σχέση μεταξύ ψυχής (βουλήσεων , προθέσεων  κ.ά.) και του σώματος (των αντιστοίχων προκαλουμένων σωματικών αντιδράσεων) είναι ψευδής και νόθα. Ενώ π.χ όταν λέμε ότι έκανε δριμύ ψύχος, και αυτό έγινε η αιτία να πεθάνει ο Χ, εκφράζομε μια γνήσια αιτιώδη σχέση, διότι η αιτία αυτή μπορεί να εκτιμηθεί αυτοτελώς… βλ. σχετ. Θεοδοσίου Ν. Πελεγρίνη Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ εκδ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ  Αθήναι 1985

Ακόμα και ο Αριστοτέλης (μαθητής του Πλάτωνα) πιστεύει πως το σώμα και η ψυχή είναι ενωμένα. Επομένως η ένωση αυτή με τον θάνατο δεν υπάρχει πια…

 

knafpl@hotmail.com

 

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.