Του Παύλου Π. Καλογεράκη
Διευθυντή Εκπαίδευσης ε.τ.
Θα γυρίσω τον χρόνο λίγο πίσω. Στην δεκαετία του 1960. Το σκηνικό των παιδικών μου αναμνήσεων σε τούτο το άρθρο είναι τα καταστήματα στους πρώτους κάθετους δρόμους, αριστερά και δεξιά της οδού Απλωταριάς, στο εμπορικό κέντρο της πόλης μας. Βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν το Πάσχα.
Τα μαγαζάκια αυτά μικρά, ταπεινά, διαμπερή από τον έναν δρόμο στον άλλον, πουλούσαν ψιλικά, χαρτικά, μπαχαρικά, αρωματικά υλικά, λουκούμια, κεριά και πολλά άλλα προϊόντα, όμως είχαν πάρει (μήπως και σήμερα;) την ονομασία μαυροπαπουτσίδικα επειδή πολλά από αυτά πουλούσαν παπούτσια και παντόφλες, όχι γνωστής μάρκας ή υψηλής τιμής. Κάποια λειτουργούν μέχρι και σήμερα με ιδιαιτέρως γνωστούς και αγαπητούς καταστηματάρχες. Οι δρόμοι πολύ πρόχειρα στρωμένοι, κάποιοι ήταν πλακόστρωτοι. Λιγοστά τα αυτοκίνητα και με τους ανθρώπους ανακατεμένα. Οι πεζόδρομοι δεν είχαν «ανακαλυφθεί» ακόμα. Τα κτίρια όχι και τόσο φροντισμένα. Φτώχια μεν αλλά με ελπίδα ζωής!
Τα μισά παπούτσια του εμπορεύματος σε κούτες και κουτιά μέσα στον δρόμο, αφού τα μαγαζάκια ήταν μικρά και σε κάποια δεν χωρούσε ούτε το τραπεζάκι του αφεντικού. Πολλά παπούτσια και παντόφλες, δεμένα δυο-δυο ανά ζευγάρι, κρεμόταν σε ένα μακρύ ξύλο σαν τσαμπί σταφυλιού από τους ντουράδες της σκεπής Οι καταστηματάρχες ως ντελάληδες διαφήμιζαν την πραμάτια τους. Χαμός από φωνές και προσκλήσεις στον πελάτη να πάρει «καλό πράμα τζάμπα». Κάποιοι ήταν και παπουτσήδες. Καλοί μαστόροι! Δούλευαν σε κοινή θέα των περαστικών, με τα χαρακτηριστικά εργαλεία. Καλαπόδια, δέρματα, βερνίκια, κλωστές καρφιά, σόλες, τακούνια. Και δώσ΄ του να κτυπούν πάνω στο «αμόνι» τους ντουπ –ντουπ. Από το μηδέν έφτιαχναν ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. Η μυρωδιά του δέρματος μαζί με τις μυρωδιές των μπαχαρικών πλανιόταν στον αέρα σε όλα τα δρομάκια. Το βράδυ όλο το εμπόρευμα στριμωχνόταν μέσα και το κατάστημα έκλεινε με ένα κυματοειδές λαμαρινένιο «τεπέκι» που τραβιόταν από πάνω. Φωτισμός ελάχιστος και τότε σκοτείνιαζαν τα πάντα στη αγορά.
Όταν πλησίαζε το Πάσχα μια δουλειά για τις περισσότερες οικογένειες ήταν η αγορά παπουτσιών για τα παιδιά. Αλλά και για τους μεγάλους. Να αγοραστεί κάτι αλλά νάναι αναγκαίο και χρήσιμο. Απ’ όσα μπορώ να θυμηθώ το Πάσχα ήταν η εορτή του καινούργιου παπουτσιού! Όχι βέβαια κάθε χρόνο. Μην κάνουμε και σπατάλες! Τότε ήταν της μόδας τα «λουστρίνια». Γυάλιζαν ωραία αλλά ήταν μόνο για γιορτές και για τις επίσημες επισκέψεις της οικογένειας. Τις άλλες μέρες περνούσες με τα παλιά! Ένα καινούργιο ζευγάρι ήταν και για τα επόμενα δυο-τρία χρόνια, για τούτο αγοραζόταν τουλάχιστον ένα νούμερο πάνω από το αναγκαίο. Ήμασταν παιδιά και το πόδι μεγάλωνε! Η μάνα μου πίεζε με το δάκτυλό της τη μύτη του παπουτσιού να δει μήπως με «χτυπά» στην άκρη το παπούτσι. Αλλά νομίζω ότι το έκανε γιατί ήθελε να είναι μεγαλούτσικο με το …παραπάνω. Έτσι ερχόταν να καλύψει το κενό του μεγέθους ο ….πάτος. Ένας πάτος από χαρτόνι που το είχε έτοιμο ο καταστηματάρχης, αφού φαίνεται ότι ήταν κοινή πρακτική των οικογενειών. Έβαζα το γυμνό πόδι στο χαρτόνι και με ένα μολύβι σημάδευε την περίμετρο και μετά το έκοβε. Έμπαινε στο παπούτσι και ετακτοποιείτο το πρόβλημα. Η τελευταία φάση της αγοράς ήταν το παζάρι Μια ατελείωτη στιχομυθία μεταξύ αγοραστή και καταστηματάρχη Μόνο αν πας σε κάποια αγορά της Μέσης Ανατολής μπορείς να ζήσεις ξανά τον δυναμικό και θεατρικό παλμό αυτής της διαδικασίας. Μερικές φορές φεύγαμε από το μαγαζί με τη μάνα μου και μας κυνηγούσε το αφεντικό στο δρόμο μετανιωμένος που δεν μίκραινε την τιμή!! Πολλά ευτράπελα. Ιστορίες ολόκληρες!! Πάντως στο τέλος όλοι ήταν ευχαριστημένοι! Καταστηματάρχης, μάνα και ο μικρός με τα παπούτσια!. Μετά, ήταν η σειρά να πάρουμε χύμα κόκκινη μπογιά για τα αυγά, μερικά λουκούμια για τη νηστεία και κανένα πιο μεγάλο κερί για λαμπάδα Θυμάμαι επίσης ότι μία συνηθισμένη πρακτική ήταν και η αλλαγή χρώματος στο παπούτσι. Τα ανοιχτόχρωμα παπούτσια των μεγαλύτερων αδελφών που δεν τους χωρούσαν πια, γινόταν μαύρα για τους μικρότερους!! Έτσι είχαμε υποτίθεται καινούργια παπούτσια!! Για τους μεγάλους ήταν τότε της μόδας τα δίχρωμα παπούτσια (μύτη και φτέρνα άλλο χρώμα), που πολύ περίτεχνα τα έφτιαχναν οι Χιώτες παπουτσήδες Σε μια τέτοια περίπτωση πρωτάκουσα τη λέξη «άξαμο» που σημαίνει να σου πάρω μέτρα για το μέγεθος του ποδιού σου!!
Κάθε καινούργιο ρούχο ή παπούτσι έπρεπε να πρωτοφορεθεί στην εκκλησιά! Έτσι γινόταν και με τα παπούτσια της Λαμπρής! Και πηγαίναμε στην Ανάσταση και δεν κάναμε τίποτε άλλο παρά να κοιτάμε τα καινούργια μας παπούτσια που σχεδόν όλοι οι μικροί φορούσαμε. Είχαμε στυλώσει τη ματιά μας στο ….. πάτωμα. Όχι για επίδειξη. Από χαρά!. Το κεράκι της Ανάστασης στο χέρι αποτελούσε τον μόνο σύνδεσμό μας με τα διαδραματιζόμενα στην εκκλησιά. Ο αγαπητός Παπά Βασίλης ο Τσουκαλάς, στην Παναγιά τη Λέτσαινα, να λέει το «Χριστός Ανέστη» και εμείς να ‘χουμε αλλού μάτια και μυαλό!! ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!!