Σα Μεγάλη Παρασκευή – Αφήγημα του Μπάμπη Κοιλιάρη

 

Ο Χάρης, από τα δεκατρία του ήταν ο βασικός «Ψουνιστής» της οικογένειας. Από τον καιρό που πήγε Γυμνάσιο, η μάνα του δεν κατέβαινε πια στη Χώρα. Έτσι τον φόρτωνε ένα σωρό δουλειές. Είχε κάποια εμπορικά στο κέντρο, που πουλούσαν σε τιμές χονδρικής κι έτσι ο Χάρης μετά το σχολείο πήγαινε και φόρτωνε το ποδήλατο του μέχρι τα μπούνια και γύριζε σπίτι. Μετά από λίγο καιρό ήξερε τα πάντα, μέσα στην αγορά.

Κάθε Σάββατο απόγευμα μετά το σχολείο, αλλά και στις γιορτές, δούλευε παραγιός στο μαγαζί του νονού του. Έκοβε καθημερινά δεκάδες κιλά κιμά και κοτόπουλα. Μια χρονιά, ξεκίνησε τη δουλειά από το Σάββατο του Λαζάρου. Τα ψάρια είχαν την τιμητική τους. Τω Βαγιώ βλέπεις η άλλη μέρα και όλοι έτρεχαν στα κατεψυγμένα φαγκριά, τα λυθρίνια και τα κοκκινόψαρα.

Η Μεγάλη εβδομάδα δεν μπήκε καθόλου «ήσυχα» αφού τα μπομπάκια και οι αρακάδες είχαν ήδη ξεκινήσει να σκάνε από την Σαρακοστή. Τα πρώτα πέφτανε στους Χαιρετισμούς. Κι όσο πλησίαζε το Πάσχα, κάθε βράδυ έξω από την εκκλησία γινόταν πραγματικός «Πόλεμος». Ο Χάρης έπαιρνε την Σύνοψή του παραμάσχαλα και έτρεχε στην Εκκλησία. Στεκόταν δίπλα στον αριστερό ψάλτη, τον κύριο Στέλιο. Ο άλλος, ο δεξιός του ήταν αχώνευτος. Τον ξυπνούσε πρωί πρωί την Κυριακή με την διαπεραστική φωνή του από τα μεγάφωνα.

Από εκείνο το ψαλτήρι, μπορούσε να βλέπει και την Πόπη! Την ομορφούλα που καθόταν μαζί με την γιαγιά της στον γυναικωνίτη. Μελαχρινή, με σγουρά μαλλιά και υγρά μάτια. Αλλά κι αυτή τον κοίταζε επίμονα. Κάθε πρωί που ο Χάρης πήγαινε στο γυμνάσιο, περνούσε μπροστά από το σπίτι της και την έβλεπε να κάνει πως σκουπίζει ή να τινάζει κουρελούδες. Λες και τον περίμενε να περάσει. Η Πόπη ήταν ορφανή και δεν μπορούσε να συνεχίσει μετά το Δημοτικό.

Αυτή, την Μεγάλη Εβδομάδα, ο Χάρης πήρε την “μεγάλη απόφαση” να της μιλήσει. Να της πει ότι τον ενδιαφέρει πολύ και αν ήθελε κι εκείνη, να τα φτειάξουν. Όμως δεν έβρισκε το τρόπο να την πλησιάσει κι όλο ήταν σκεφτικός. Η Πόπη μισούσε τα μπομπάκια και κρυβόταν στη φούστα της γιαγιάς της κάθε φορά που ακουγόταν ένα μεγάλο μπουμ κοντά στην Εκκλησία. Γι’ αυτό ο Χάρης ουδέποτε έριξε έστω και ένα αρακαδάκι. Για χάρη της, μήπως και την συγκινήσει.

Την Μεγάλη Παρασκευή. Ναι! Την Μεγάλη Παρασκευή στον επιτάφιο, εκεί στην περιφορά. Εκεί θα την πλησιάσει, θα τις ρίξει ένα χαμόγελο, θα την αγγίξει τρυφερά στο χέρι και θα δει τις αντιδράσεις της. Αν τον ήθελε, θα προχωρούσε σε σχέση. Θα δείξει. Εξ άλλου, Κοντός ψαλμός Αλληλούια!! Κι όλο τα σχεδίαζε στο μυαλό του, για να μην τους πάρει χαμπάρι η γιαγιά.

Ετοίμαζε λοιπόν ο Χάρης όλη την εβδομάδα, τι θα της πει και τι θα κάνει, καλύπτοντας όλα τα σενάρια. Πολλές φορές, τα σκεπτόταν σε ώρα δουλειάς και ο νονός του του έβαζε τις φωνές γιατί τον έβλεπε να αφαιρείται κρατώντας εκείνα τα χασαπομάχαιρα.

– Θα κόψεις κανένα χέρι νεαρέ! Για συγκεντρώσου λίγο…. “Στη δουλειά μας εμείς” συνήθιζε να λέει με στόμφο. -Πιάσε ένα αρνί απ’ το ψυγείο.

Πράγματι εκείνες τις μέρες το αρνάκι Νέας Ζηλανδίας έφευγε ώσπου να πεις κύμινο. Οι πελάτες περίμεναν ουρά και η μεγάλη μέρα για το Χάρη όλο και πλησίαζε.

Ώσπου ήρθε και η Μεγάλη Παρασκευή. Η μάνα του, του είχε δώσει μια λίστα με ψώνια για το πασχαλινό τραπέζι, που σε ένα διάλειμμα έτρεξε και τα αγόρασε όλα. Τα φόρτωσε στο ποδηλατάκι του, εκείνο το μπλε Velamos και συνέχισε τη δουλειά του. Δεν έβλεπε την ώρα να σχολάσει. Όμως ο νονός του όλο καθυστερούσε. Πίστευε ότι «ο μαγαζάτορας πρέπει να έχει κουτσό ποδάρι» που σημαίνει να κλείνεις το μαγαζί τουλάχιστον μισή ώρα αργότερα από την αγορά και είχε απόλυτο δίκιο αφού πολλοί ξεχασμένοι ή καθυστερημένοι ερχόταν να ψωνίσουν γύρω στις 3:00 το μεσημέρι.

Είχε πάει τρισήμισυ κι Χάρης καθόταν στα καρφιά. Τον είχε κυριεύσει το άγχος.  Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν τι θα γίνει το βράδυ με την Πόπη; Έκανε κι ένα τρελό κρύο με αέρα. Σχεδόν χιόνιζε εκείνη τη μέρα. Σήκωσε τα πέτα του σακακιού του φόρεσε και τα μαύρα μάλλινα γάντια και χαιρέτησε το νονό του. Όσο έκανε πετάλι στο κέντρο της πόλης, ήταν καλά. Μόλις έφτασε στην κατηφόρα της «Ηλεκτρικής», ο βοριάς τον χτύπησε κατάμουτρα.  Άφησε για λίγο το τιμόνι και σήκωσε πάλι τα πέτα του για να αποφύγει το κρύο. Όμως δεν πρόσεξε μπροστά του το σταματημένο φορτηγό. Καθώς είχε πάρει φόρα, σε μια στιγμή ένοιωσε κάτι δυνατό να τον χτυπά με βιάση στο πρόσωπο. Ήταν η καρότσα του φορτηγού που τον βρήκε ακριβώς στο στόμα.

Σωριάστηκε στο δρόμο και έμεινε για λίγο αναίσθητος. Μια γυναίκα από το διπλανό σπίτι έτρεξε για βοήθεια. Ο Χάρης σηκώθηκε, ίσιωσε τιμόνι, μάζεψε τα ψώνια και πήγε να ξεκινήσει. Τότε διαπίστωσε ότι κάτι είχε γίνει στο πρόσωπό του. Έτρεχε αίμα στην άσφαλτο. Βάζοντας τη γλώσσα βρήκε να του λείπει ένα κομμάτι απ’ το δόντι και τα χείλη του ήταν «φέτες». Πω πω.. τόσα χάλια!! Πως θα φορέσει το βράδυ το καινούριο του άσπρο σακάκι; Πως θα κάνει εντύπωση στην Πόπη; Πως θα της μιλήσει χωρίς δόντι και με πρησμένα τα χείλια; Τον έπιασε απελπισία. Όλα τα σχέδια, του πήγαν στράφι.

Κάλυψε με το γάντι του το στόμα, καβάλησε το ποδήλατο και συνέχισε το δρόμο για το σπίτι. Η μάνα του τρόμαξε όταν τον είδε μέσα στα αίματα. Το μαύρο γάντι είχε γίνει κόκκινο. Του τα έψαλε για την απροσεξία του, εκείνος όμως σκεφτόταν συνεχώς την Πόπη. Πλύθηκε, καθάρισε το πρόσωπό του και προσπάθησε να σταματήσει την αιμορραγία. Δεν ήξερε τι να κάνει, οι ώρες περνούσαν και τα χείλη του παρέμεναν πρησμένα. Τελικά, κατάφερε να συνεφέρει με παγωμένο νερό ώσπου…. χτύπησε η καμπάνα.

Φόρεσε το άσπρο του το σακάκι, πήρε και τη Σύνοψή του, και πορεύτηκε στεναχωρημένος προς την Εκκλησία. Ήθελε πολύ να δει την Πόπη. Τόσο καιρό σχεδίαζε αυτά που είχε να της πει, αλλά πως; Το στόμα του δεν άνοιγε καλά καλά και κομμάτι απ το δόντι του έλλειπε; Απόγνωση!! Φτάνοντας εκεί, στάθηκε για λίγο στη γνωστή θέση αλλά δεν μπορούσε να μείνει μέσα γιατί όλοι τον κοίταζαν περίεργα, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Στάθηκε λοιπόν έξω στο νάρθηκα, δίπλα στην πόρτα που έμπαινε στο γυναικωνίτη. Περίμενε λίγο ώσπου κάποια στιγμή έφθασε και η Πόπη. Ο Χάρης την πλησίασε και την κοίταξε. Η αθώα παιδούλα κοντοστάθηκε σαν να το περίμενε.

-Να σου πω λίγο; Είπε ο Χάρης τραυλίζοντας. Εκείνη σήκωσε τα μάτια, μα…. όταν τον είδε σ’ αυτά τα χάλια, έσκασε στα γέλια και έτρεξε κοντά στη γιαγιά της. Αντέδρασε όπως θα έκανε κάθε άγουρο κοριτσάκι στη θέση της. Δυστυχώς! Εκείνη η τόσο καλά προσχεδιασμένη συνάντηση τελικά δεν δούλεψε για το Χάρη. Οι γυναίκες έφευγαν πιο νωρίς. Έφυγε και η Πόπη με τη γιαγιά. Πήγαν να προετοιμάσουν τα σπίτια τους για να υποδεχτούν τον Επιτάφιο στις αυλόπορτες. Ο Χάρης ακολούθησε την πομπή στα σκοτεινά ταπεινωμένος. Προσπάθησε να ψάλει, όμως ένας κόμπος του στεκόταν στο λαιμό.

Η περιφορά ήταν μεγάλη και είχε ψύχρα. Οι ψαλτάδες και ο παπάς φορούσαν τα κασκόλ τους. Το άσπρο του σακάκι δεν ήταν αρκετό να τον ζεστάνει. Είχε παγώσει, όμως ήθελε πολύ να την ξαναδεί. Να ξαναδεί την Πόπη. Όταν έφτασε μπροστά στο σπίτι της, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε με την άκρη του ματιού του προς την πόρτα. Εκείνη στεκόταν εκεί κρατώντας ένα πανέρι με τριαντάφυλλά. Άπλωσε το χέρι της και τον έλουσε με ροδοπέταλα. Ο Χάρης πήρε θάρρος και καθώς οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, διέκρινε ένα βλέμμα συμπάθειας στα μάτια της. Ένα γλυκό χαμόγελο έσκασε στα χείλη της που τον παρηγόρησε αρκετά. Ήταν όντως ένα καλό σημάδι γι’ αυτόν. Υπάρχει ελπίδα λοιπόν. …. Καλή Ανάσταση!!

Σχέδια: Μπάμπης Κοιλιάρης.

Μπάμπης Κοιλιάρης.

Ζωγράφος, Μαθήματα Σχεδίου Ζωγραφικής, Αγιογραφία & Συντήρηση εικόνων, Θεατρικός Συγγραφέας, Μουσικός.

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.