Στου Άι-Γιάννη τις φωτιές… Γράφει η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

 

 

Την άλλη μέρα από τον Κλήδωνα ήταν του Άι-Γιάννη του Φανιστή.  Να άλλη μια ευκαιρία για να εκφραστεί η ανάγκη του ανθρώπου, με τέτοιες καλοκαιρινές αποδράσεις από τα κατεστημένα, για χαρά και συμμετοχή σε κοινές με τους συνανθρώπους του εκδηλώσεις στο ύπαιθρο.

Μάζευαν τα παιδιά σε κάθε γειτονιά ό,τι παλιό, σπασμένο έπιπλο, καρεκλοπόδαρο, σανίδι, χόρτα ξερά, παλιόρουχα και τα μαραμένα στεφάνια του Μάη σε μεγάλους σωρούς στα σταυροδρόμια και τις αλάνες και, μόλις μούχρωνε, τους έβαζαν φόκο.

Ως απάνω στις στέγες έφταναν οι φλόγες κι η αδρεναλίνη έφτανε κι αυτή στα ύψη, όταν οι πιο μεγάλοι, που ‘καμναν τους ατρόμητους κι έπαιζαν τα κουτσαβάκια, άρχιζαν να πηδούν πάνω από τη θεριεμένη φωτιά μέσα στο ντουμάνι από τις σπίθες που πετούσαν, τσιρτσίριζαν ανατριχιαστικά και γέμιζαν ένα γύρο τον αγέρα σαν βεγγαλικά και σαν ατίθασες πυγολαμπίδες κι όπως πήγαιναν πέρα-δώθε ομαδικά με το παραμικρό ρεύμα της απόγειας αύρας, ήταν κίνδυνος ν’ αρπάξουν τα ξερά χόρτα στα ρείθρα του δρόμου, οι ξύλινοι φράχτες, ακόμα και τ’ απλωμένα ρούχα στα σχοινιά.

Σαν κατακάθιζαν πια οι φλόγες κι η αγκρισμένη κι ιδρωμένη αγριάδα στα μούτρα των παρευρισκομένων ανακατευόταν με την μουτζούρα και τις στάχτες και γινόταν σαν μάσκα ιλαροτραγωδίας που γελοκλαίει, τότε παίρναμε κι εμείς σειρά και σαρτούσαμε (πηδούσαμε) πάνω από τα χωνεμένα καρβουνιασμένα αποκαΐδια με ιαχές, κραυγές και γελάκια μισοχαρούμενα-μισοτρομαγμένα από το ρίσκο που παίρναμε και την ανατριχίλα που ‘καμνε τα κορμάκια μας να δονούνται από παράξενα και ερεθιστικά συναισθήματα.

Κι όταν έπεφτε πιο ύστερα για καλά η νύχτα, έβρισκε τις γειτονιές να βρωμοκοπούν καπνιά, τ’ απλωμένα ρούχα γεμάτα στάχτες να θέλουν ξανά πλύσιμο, τους βαρύμαγκες ν’ αλείβουν στα μικροεγκαύματά τους βούτυρο και τη «μαρίδα» να σαρτά ακόμη απάνω από τα μαυριδερά σημάδια της φωτιάς που ‘χαν μείνει στο χώμα, ζητώντας αχόρταγα να ξαναβρούν την έξαψη και την ένταση που ‘ζησαν πριν λίγο, μα… όλα ήτανε πια σβησμένα σαν τις φλόγες κι η προσπάθεια τους άκαρπη κι αδύνατη, δυστυχώς.

Αποχωρούσαμε, λοιπόν, αργά-αργά κι ήταν τόση η κούρασή μας, που, μέχρι να πλυθούμε, τα μάτια μας κλείνανε κι ο ύπνος ερχόταν βιαστικός και φιλικός ν’ απαλύνει τους πόνους, την κόπωση και την απογοήτευση μαζί κι άντε… και του χρόνου τέτοια βραδιά…

Αγγελική Συρρή Στεφανίδου.

Συγγραφέας-ποιήτρια.

(Από το βιβλίο μου: Λες και ήταν χθες/εκδόσεις Λεξίτυπον).

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.