Το πηδάλιο της λογικής του Κ. Α. Ναυπλιώτη

Ας αρχίσουμε πρώτα  και να πούμε πως: Λογική είναι η νοητική λειτουργία τού ανθρώπου που έχει σκοπό την αναζήτηση τής γνώσης και της αλήθειαςΗ λογική διαφέρει από τη δοξασία ως προς το ότι αυτή (η δοξασία)  αναφέρεται στην υποκειμενική γνώμη, η οποία δέχεται ένα πράγμα σαν αληθινό, χωρίς καμιά απόδειξη. (βλ. Λξκ. Βασικών Εννοιών εκδ, Πατάκη 1987). Θα ήταν παράληψη αν όχι ανεπίτρεπτο αυτός που ασχολείται με τα της Λογικής, να μην αναφερθεί στον φιλόσοφο – παν- επιστήμονα Αριστοτέλη και να πει πως (ο Αριστοτέλης) δεν την θεωρεί ως ξεχωριστή επιστήμη, αλλά εργαλείο (“Όργανον”) κάθε επιστήμης. Επίσης ως Λογική “Αναλυτική”με βάση την οποία ανέπτυξε τις βασικές θεωρίες της για τον συλλογισμό και την απόδειξη (1).

Έτσι λοιπόν για να συνεννοηθούμε είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε  τους παραπάνω επιστημονικούς ορισμούς. Επίσης, βασικό στοιχείο για να ερευνήσουμε την ορθότητα μίας έννοιας, είναι να  ερμηνεύσουμε ορθά  κάθε λέξη.  Ωστόσο, είναι πιθανόν ο φιλόσοφος στην προσπάθειά του να ανακαλύψει μέσα από τη σκέψη την πραγματικότητα, να “διασκεδάσει” παίζοντας με τις λέξεις και τα νοήματα προκαλώντας αμφισβήτηση με επιχειρήματα. Τα επιχειρήματα αυτά μπορεί να βρεθούν μέσω της φιλοσοφικής σκέψης, η οποία συνεισφέρει όντως  στην πνευματική καλλιέργεια τού ανθρώπου, όταν αυτή επικεντρώνεται στα νοήματα των λέξεων. Διαφορετικά άλλα θα εννοεί ο ένας και διαφορετικά θα καταλαβαίνει ο άλλος. Ένα απλό παράδειγμα πιστεύω πως είναι ικανό να μας πείσει. Αν πάρουμε τη λέξη “σοφία” κάποιοι θα μπορούσαν να την αντικαταστήσουν με τη λέξη “αλήθεια”.Όμως είναι γνωστό πως η “αλήθεια” είναι μια σχετική έννοια(2). δηλ. διαφορετικά την αντιλαμβάνεται ο καθένας… Το ίδιο συμβαίνει π.χ και με τη χρήση τής λέξης “καλός”μια και αυτή δεν έχει το ίδιο νόημα για όλους τους ανθρώπους. Φιλοσοφικά σκεπτόμενοι μπορούμε να πούμε, πως οι αξίες περνούν μέσα από την εννοιολογική παγιοποίηση των λέξεων· και μ’ αυτό τον τρόπο γεννιέται η ηθική νομιμότητα που εξιδανικεύει κάποιες ιδέες, βαφτίζοντάς τες αξίες. Αυτό αντανακλάται μέσα από τις έννοιες διαφόρων κοινών και πολύχρηστων λέξεων (οι οποίες είναι εννοιολογικά διαφορετικές) όπως: “κακός άνθρωπος” “κακός δάσκαλος”, “καλός χριστιανός”“καλός άνθρωπος”, “καλός στρατιώτης” ή “καλός ποδοσφαιριστής”…  Αυτό μας δείχνει πως η αλήθεια ως έννοια έχει σχέση με τον τρόπο τού σκέπτεσθαι ο οποίος ποικίλει σε κάθε εποχή ανάλογα με τις κυρίαρχες πεποιθήσεις. Στο χώρο των αναλλοίωτων πεποιθήσεων κινείται το δόγμα στη βάση του οποίου κινούνται οι διάφορες θρησκείες οι οποίες βασίζονται σε περιοριστικές και θρησκευτικές ηθικολογίες και σε υπεργήινες προσδοκίες. Ερμηνεύοντας λοιπόν τη λ.  “δόγμα” να πούμε πως αυτό είναι  η απόλυτη γνώμη η οποία στο χρόνο παραμένει πάντα η ίδια· και γι’ αυτό μπορεί να είναι αναχρονιστική και ξεπερασμένη αλλά και αυθαίρετη!  Ας δώσουμε όμως και έναν ορισμό τής έννοιας. Σύμφωνα με το λξκ. Βασικών εννοιών η λέξη “έννοια” “ταυτίζεται”με τον “συλλογισμό” που σημαίνει την “εξαγωγή συμπεράσματος δύο ή περισσοτέρων κρίσεων, σύμφωνα με τη λογική τους συνάφεια”. Έτσι λ. χ. Φιλοσοφία μπορεί να οριστεί γενικά ως φιλία της σοφίας. Ωστόσο προκύπτει η ερώτηση ποιας σοφίας; απάντηση: τής σοφίας της Φύσης που ξεπερνάει τον μύθο και προσεγγίζει την αντικειμενική πραγματικότητα. Ίσως αυτό να είναι το σημείο που συνδέεται η Φιλοσοφία με την επιστήμη η οποία στην ουσία τεκμηριώνει και επιβεβαιώνει τον φιλοσοφικό στοχασμό. Και κατ’ αυτό τον τρόπο  η Φιλοσοφία αναλύει τις έννοιες που χρησιμοποιεί η επιστήμη. Είναι γνωστό πως η ύπαρξη αναφέρεται στο “Είναι”, και το πνεύμα στη “νόηση”. Έτσι γίνεται φανερό πως το πνεύμα είναι παράγωγο τής ύλης, αλλά και απόδειξη πως ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός και υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς.
Παράλληλα να πούμε πως η γνώση που είναι αποκομμένη από  την πρακτική γίνεται το πολύ – πολύ μια ανούσια φιλολογία ή ιδεαλιστική Φιλοσοφία για το λόγο ότι, ο ιδεαλισμός βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με την αντικειμενικότητα τού κόσμου μας· διότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια φλυαρία που παραμορφώνει, αλλοτριώνει, και αντιστρέφει τη λογική. Ο κόσμος βρίσκεται σε ένα συνεχές γίγνεσθαι. “Τά πάντα ρεῖ” έλεγε ο Ηράκλειτος· επομένως η Φύση συνεχώς κινείται αλλάζει συνεχώς, η ύλη δεν καταστρέφεται αλλά μετασχηματίζεται συνεχώς. Έτσι, αυτό που λέμε αντικειμενική γνώση δεν  μας δόθηκε “άπαξ” και δεν μπορεί να αλλάξει, γιατί μια τέτοια άποψη θα μετέτρεπε κάθε γνώση σε ένα αναλλοίωτο δόγμα.

Η ανθρώπινη γνώση σχηματίζεται και μπορεί να πλησιάσει τη βεβαιότητα μόνο μέσα από  τη γνώση νέων σχετικών αληθειών. Η επιστημονική γνώση δεν είναι σοφία, αλλά ούτε βίβλος απόλυτων αληθειών. Μας λέει ο Ευτύχης Μπιτσάκης* πως: “ η αλήθεια δεν είναι προϊόν της σχέσης της νόησης με τον εαυτό της, αλλά της σχέσης της νόησης με τον κόσμο”. Η αλήθεια είναι, συμφωνία της νόησης με την πραγματικότητα και κατακτιέται μέσα από την κοινωνική πράξη. Έτσι, το λογικό κριτήριο της αλήθειας  είναι παράγωγο του πρακτικού. Η λογική που εφαρμόζει ο λαός μας όταν δεν επηρεάζεται ή δεν καθοδηγείται, είναι αυτό που φαίνεται και εκφράζεται με την “απλοϊκή” θέση – άποψη πως, δεν μετράνε τα λόγια, η πράξεις μετράνε! Και μέσα στις πράξεις που μετράνε είναι οι κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες δεν υπάρχουν έξω από τα άτομα. Άρα τα άτομα εκτός από φορείς των κοινωνικών σχέσεων, είναι και οι κινητήριες δυνάμεις τού κοινωνικού γίγνεσθαι και ως εκ τούτου του ιστορικού. Έτσι ο άνθρωπος που είναι δεμένος με το παλιό και αντιστέκεται στο νέο, τον κάνει να απολυτοποιεί τα πάντα, από τις πιό απλές έννοιες μέχρι την επιστήμη και τη θρησκεία· ζητά απαντήσεις για όλα, και όταν δεν μπορεί να δώσει απάντηση “γεμίζει τα κενά” με ιδεαλιστικές ανοησίες. “Στον ιδεαλισμό μόνο η συνείδηση υπάρχει πραγματικά, ενώ ο υλικός κόσμος, η φύση, υπάρχει μόνο στη συνείδησή μας, στα αισθήματά μας, και στις αντιλήψεις μας. Ο ιδεαλισμός συνδέεται αναπόσπαστα με τη θρησκεία”**.
Όμως η ιστορία των επιστημών σταθερά προσηλωμένη στην κατάκτηση ή την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, όχι μόνο βοηθά αλλά ξεκαθαρίζει το τοπίο από ανόητες και αφελείς δοξασίες.

Παράλληλα, ο προβληματισμός κάθε νοήμονος ανθρώπου μέσα από αιτιολογική ανάλυση μπορεί να οδηγήσει σε πορεία διεξόδου από τελεσίδικες αλήθειες… και μέσα στις δύο αλήθειες (υποκειμενική & αντικειμενική) η υποκειμενική είναι η ευχάριστη, η καλή και γλυκιά και με αυτή μπορεί να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας. Ενώ η αντικειμενική, είναι η δυσάρεστη, η κακή, η πικρή, όμως η αναμφισβήτητη· που στην ουσία οδηγεί στο ψεύδος γιατί δεν αποδεικνύεται ως αλήθεια.

Καταλήγοντας μπορεί κανείς να υποστηρίξει, πως αλήθεια υπάρχει, αλλά μόνον υποκειμενικά. Με βάση τα παραπάνω, αναγκαστικά, ο καθ’ ένας βρίσκεται πιό κοντά στη θεωρία τού αγνωστικισμού*** που συμπορεύεται με την αμφιβολία. Να επαναλάβουμε λοιπόν, πως το ζήτημα της αλήθειας δεν μπορεί να λυθεί οριστικά και απόλυτα, ειδικότερα σε ότι αφορά τη γνώση της πραγματικότητας μέσα στη οποία ζη ο άνθρωπος.

(1) βλ. Αριστοτέλους “Όργανον” Τομ. Α,Β,Γ,Δ,Ε. Εκδ. Γεωργιάδη – βιβλιοθήκη των Ελλήνων μτφρ. επιμ. Αριστ. Παπανδρέου Αθ. 1999

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ·  Β.Φ ΑΣΜΟΥΣ εκδ. Κέδρος 1978.
Κων/νου Γεωργούλη Αριστοτέλης ο Σταγιρίτης Θεσ/νίκη 1962.

(2) Η λέξη έννοια συνδέεται άμεσα με το ρ. νοώ από το οποίο (μας λέει) πως  η νόηση προέρχεται και “περνάει” μέσω του Νοός (νούς, το “νιονιό” όπως λέει ο λαός μας) και εκ του νοός έχουμε την Έννοια (εν + νους) η οποία είναι “παράστασις εντός του νοός, ιδιαιτέρως περί τα αφηρημένα”… Ακολουθεί η Διάνοια κ.π.α Να πούμε ακόμα πως από το νοέω – ω → το ρ. νέω = πλέω δηλ. δια της νοήσεως Ν ἕω = πορεύομαι.

* βλ. “Δρόμοι της Διαλεκτικής” εκδόσεις Άγρα σελ. 142 – 143

Ευτύχης Μπιτσάκης· Έλληνας πανεπιστημιακός, φυσικός, χημικός και φιλόσοφος – Βικιπαίδεια.

** βλ. Ερμηνευτικό λεξικό των –ΙΣΜΩΝ εκδ. Επικαιρότητα Αθήνα 1989

Λογική συμπληρωματική προσθήκη

*** Ως φιλοσοφικός όρος ο αγνωστικισμός είναι το “Φιλοσοφικό δόγμα” με βάση το οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτα το αληθινό για την ουσία και την πρώτη αρχή των όντων…Κατά τον Χιούμ η θρησκεία δεν μπορεί να στηρίζεται στη γνώση, αλλά μόνο στην πίστη. Μετά τον Χιούμ ο Καντ στην “Κριτική φιλοσοφία” του, αρνείται κάθε σύνδεσμο ανάμεσα στη θρησκεία και τη γνώση όπως και κάθε μεταφυσική. (βλ. ως άνω λξκ).
Εμβαθύνοντας στο θέμα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως ο φιλόσοφος ΓΝΩΡΙΖΕΙ – ή αν θέλετε ερευνά για να μάθει – σε αντίθεση με τον πιστό ο οποίος απλά ΠΙΣΤΕΥΕΙ. Σύμφωνα με τον διανοητή και φιλόσοφο Ιάσωνα Ευαγγέλου στο “Αμφιβολίας εγκώμιον”, αναφέρει δύο μορφές αμφιβολίας· την Λογική αμφιβολία ως την “ελεύθερη διανοητική αμφισβήτηση θεωριών και γεγονότων, πάνω από συμφέροντα, προκαταλήψεις, εγωισμούς και άλλους ανασταλτικούς παράγοντες της έκφρασης.” Και 2ο την παθολογική αμφιβολία που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των φοβικών, των άβουλων, των ανεύθυνων και των απαίδευτων σε βάθος και πλάτος ατόμων….τα άτομα αυτά αρκούνται στις έτοιμες απαντήσεις τής παράδοσης…”ας τα ‘φήσουμε όπως τα βρήκαμε”. Και συνεχίζει: “Με αυτή όμως την αντίληψη, η πλάνη γεννάει πλάνη, και η πνευματική στειρότητα γεννάει βουλητική στειρότητα, και η πρόοδος σε όλους τους τομείς της πνευματικής δημιουργίας κάνει ένα βήμα πίσω….”

Από το βιβλίο “Αμφιβολίας εγκώμιον” των εκδόσεων Σάκκουλα Αθήνα- Κομοτηνή 2003.
Στην αρχαιότητα ο φιλοσοφικός όρος “αγνωστικισμός” αναφερόταν ως ακαταληψία, με βάση την οποία, έπρεπε να ήμαστε επιφυλακτικοί και δεν έπρεπε να αποφαινόμαστε για τίποτα· μια και όλα γίνονται “νόμῳ καί ἔθει”.
βλ. Διογένους Λαερτίου Βίοι Φιλοσόφων τομ. ΣΤ βιβλίο Θ’ εκδ. Γεωργιάδη Αθήναι 2003

 

 

knafpl@hotmail.com

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.