Οι όροι επιβίωσης των Λαών

 

Άρθρο του Βύρωνα Γ. Πολύδωρα στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ

____ .____

Θα σας πω μια ιστορία, αληθινή.

Εγώ, που είμαι παιδί, του βουνού και της υπαίθρου, άκουγα (και ακούω όταν βρίσκομαι εκεί, στα βουνά μου) τις νύχτες τα τσακάλια να φωνάζουν. Άλλοτε και τους λύκους. Ποτέ δεν έτυχε ν’ ακούσω αλεπούδες. Σήμερα θα σας μιλήσω για τα τσακάλια.

Τα «μωρά» μου, όπως έλεγα τα παιδιά μου, που δεν είχαν μεγαλώσει ακόμη, σήμερα ο Γιωργάκης έχει δύο αγόρια τον Βύρωνα Jr και τον Αποστόλη μας και η Κωνσταντίνα, την Ελενίτσα και την Τατιάνα μας. Η Μαργαρίτα μας όχι ακόμη. Ο Γιωργάκης λοιπόν, και οι δίδυμες, Μ.+Κ., κοιμόμασταν όλοι μαζί στο ίδιο ευρύ και χαμηλό κρεβάτι, με ενιαίο στρώμα, της αγροικίας μας, που τα θεμέλιά της μπηγμένα βαθειά στη γη και με το παχύ λιθόχτιστο τοιχείο της την έκαναν άτρωτη, δεν τρόμαζαν στο άκουσμα των φωνών-ουρλιαχτών των τσακαλιών. Κούρνιαζαν γαρ στην αγκαλιά μου. Ή τρόμαζαν λίγο επειδή η παράξενη μακρόσυρτη φωνή των τσακαλιών, ακούγονταν επίμονα μακρυά στο δάσος, χωρίς να κονταίνει ή να μακραίνει η απόστασή της. Δεν πλησίαζαν τα τέσσερα ή έξι τσακάλια (τόσα πρέπει να ήσαν στην αγέλη τους) ούτε απομακρύνονταν. Όπερ εσήμαινε ότι δεν ήμασταν εμείς ο στόχος τους.

Αλλά μέσα στη νύχτα για 2–3 ώρες περίπου ούρλιαζαν συνεχώς ή έστω μετά διακοπών. Και αν είχε και φεγγάρι (σεληνόφως), σαν να ερεθίζονταν από τη φεγγαράδα, μάκραιναν την ανατριχιαστική «χορωδία» τους. Είναι αλήθεια, πως το ουρλιαχτό των τσακαλιών είναι κάπως παράξενο. Στο μισό μήκος της «χορωδίας» τους μοιάζει σαν κλάμα μικρών παιδιών. Στο άλλο μισό σαν ουρλιαχτό λύκων. Και αυτό γίνεται εναλλάξ.

Είχα δει πολλές φορές τσακάλια. Το τσακάλι (στα αρχαία ελληνικά «θώς») είναι ένα όμορφο ζώο, κάτι μεταξύ σκύλου και αλεπούς. Χρυσίζον το τρίχωμά του. Γι’ αυτό λέγεται και στα λατινικά «canis aureus». Σαν μεγαλόσωμη αλεπού, χωρίς μακρυά ουρά, αλλά κοντή και όχι φουντωτή, μαύρη στην άκρη.

Η στριγγιά, εναλλασσόμενη φωνή τους μέσα στη νύχτα – τα χαρακτηρίζουν οι ειδικοί ως «νυκτόβια» – έφερνε όπως είπαμε στα μωρά μου κάποιον φόβο, μιαν ανατριχίλα. Και όλο στριμώγνονταν στην αγκαλιά μου. Κάποιο (χωρίς να δείξει τον φόβο του) μου ζητάει ερωτηματικά: «Και τί θα γίνει τώρα; Δεν θα σταματήσουν τα τσακάλια να ουρλιάζουν;». «Έχετε δίκιο», τους είπα. «Θα παρέμβω». Μου είχε έρθει μια «φλασιά», ένα επιχείρημα. Το οποίο θα αξιοποιούσα. Έβγαλα, λοιπόν, από το ανοιχτό μικρό παράθυρο της αγροικίας μας «τη μύτη μου» και με μια φωνή δυνατή, που γινόταν δυνατότερη μέσα στην ησυχία της νύχτας, ώστε να φτάνει όχι άγρια αλλά καθαρή, κάπως σαν πρόταση διαλόγου στα αυτιά των τσακαλιών, που έλεγε: «Τί θα γίνει με σας; Και τί σύστημα είναι αυτό; Από τη μια να κλαίτε σαν μωρά που κάτι ζητάτε από τη μαμά σας ικετευτικά, και από την άλλη, να βγάζετε άγριες πολεμικές κραυγές σα να πρόκειται να πολεμήσετε έναν λύκο. Σταθεροποιηθείτε επιτέλους!».

Και μετά από μια μικρή σιωπή, ήρθε μια μακρά παύση. Και τα τσακάλια σώπασαν, οριστικά. Φαίνεται ότι το επιχείρημά μου τα έπεισε (!). Και σώπασαν. Η νύχτα πέρασε ήσυχη. Μόνο που τα μωρά μου έμειναν άγρυπνα από τη χαρά τους. Στα μάτια τους έμοιαζε ο πατέρας τους σαν θαυματοποιός. Μιλούσε, και έπειθε τα άγρια θηρία του δάσους στο άκουσμα της φωνής του ή του «επιχειρήματός» του. Τους έφερνα στη σκέψη τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης ή τον Άγιο Χριστόφορο, τον γιγαντόσωμο, τον κατά κόσμον Ρεπρέβο, τον προστάτη των αυτοκινητιστών.

Αυτά πρέπει να τους ήταν γνωστά από προηγούμενες αφηγήσεις μου. Και από αυτόν τον δρόμο είχαν υιοθετήσει αυτούς τους αγίους στα πλαίσια της αναγνώρισης χωρίς φόβο των ποιοτικών σχέσεων του ανθρώπου με τα θηρία του δάσους. Και με το περιβάλλον ευρύτερα. Όπως μιαν άλλη φορά, με την αξιοπιστία μου με ένα άλλο αφήγημα (αληθινό και αυτό), ότι είχα αγκαλιάσει ένα δελφίνι σ’ ένα aquarium(ενυδρείο), στο San Diegoτης Καλιφόρνιας, είχα κάνει τα παιδιά μου να αγαπήσουν τα δελφίνια (γιατί είδαν ότι, αυτά αγαπούσαν τον μπαμπά τους).

Έτσι, εγώ υπηρετούσα (στη σκηνή που σας περιέγραψα) το ένστικτο της επιβίωσης, της δικής μου και των παιδιών μου, μέσα στην αγκαλιά μου – μηδενίζοντας τον φόβο τους – και όλων μας μέσα από την καλύβα μας που είχαν χτίσει οι προαιώνιοι πρόγονοί μας. Όχι για πλούτο, αλλά για οχυρό. Ύστερα οι Άγγλοι του συνταγματικού δικαίου και των δικαιωμάτων στην πράξη, τυποποίησαν τον λόγο υπάρξεως της αγροικίας των αγροτών μεν (αγροτών όχι τσιφλικάδων και φεουδαρχών) υπερήφανων πολιτών δε, κηρύττοντας στις δικές τους «πλάκες του Μωϋσέως» το συνταγματικό αξίωμα: my home is my castle. «Το σπίτι μου είναι το κάστρο μου». Μόνον που η εποχή της διαφθοράς, της κραιπάλης και της ανομίας, με το κράτος να αρνησιδικεί και να μην προστατεύει τον πολίτη και με τους άρχοντες-διοικούντες να μεριμνούν μόνο για την ευμάρειά τους και την επίδειξη της ματαιοδοξίας τους. Το αξίωμα του ασύλου της κατοικίας καταλύεται με τον πρώτο διαρρήκτη που σκοτώνει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού για λίγα ευρώ. Μια εξέλιξη της ασυνειδησίας των αρχόντων την εποχή της εκφυλισμένης δημοκρατίας.

Η φωνή του ενστίκτου ή το ίδιο το ένστικτο το παλλόμενο, όπως το ζήσαμε και το ζωγραφίσαμε στην εισαγωγική ιστορία μας και στα όνειρά μας τα παντοτινά, τη νύχτα στο χωράφι μας πριν από τόσα χρόνια – για να πάρουμε το μάθημα της οικολογικής διδασκαλίας αυθεντικά, πιο αυθεντικά δεν γίνεται – είναι η θέληση και ο προγραμματισμός του Θεού. Είναι ρηχό και επιπόλαιο το επιστημονικό «εύρημα» ότι τα ένστικτα διαιρούνται σε δύο κατηγορίες στα υπηρετούντα την αυτοσυντήρηση και σ’ εκείνα που υπηρετούν την διαιώνιση τους είδους. Ναι είναι (το «εύρημα» της ταξινόμησης) σωστό και θεμελιώδες. Αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια. Η όλη αλήθεια είναι ο ίδιος ο Θεός, ο ων και ο υπάρχων και ο μαρτυρών και μέσα από αυτό το μονοπάτι της φωνής του τσακαλιού του δάσους (του «canis aureus»), με το χρυσίζον τρίχωμά του, που αναφερθήκαμε.

Εκβιάζοντας στη δική μας συμβατική λογική τη γένεση και την «ετερογονία των σκοπών» (ή των ενστίκτων), εύκολα μπορούμε να καταλήξουμε σε μια παραδοχή: Ότι η συρρικνωμένη και πρακτικίστικη πολιτική δεν μπορεί, ούτε πρέπει να αποτελεί τη μέθοδο για να ανακαλύψουμε τον ορισμό και το ιδεώδες της πολιτικής, εσωτερικής ή διεθνούς.

Ο βασικός λόγος που μου υπαγόρευσε αυτές τις γραμμές σχετίζεται με το γεγονός της άφιξης του Αμερικανού ΥΠΕΞ κ. Μ. Πομπέο στην Αθήνα πριν από λίγες μέρες. Και από το τί εκόμισε. Οι αναλυτές (δημοσιολόγοι, τηλεοπτικοί σχολιαστές κ.λπ.) εκνευριστικά παρίσταναν τους «παζαρτζήδες» σ’ ανατολίτικο παζάρι, ή απλά τους ζήτουλες, υποτιμώντας και την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ρωτούσαν: τί μας έφερε; τί του δώσαμε; τί πήραμε; και άλλα παρόμοια ερωτήματα. Ενώ το βασικό και θεμελιώδες ερώτημα (απολογιστικό) θα έπρεπε να ήταν ένα: Μας αναγνώρισε, όπως η ιστορία και οι αρετές μας μάς έχουν αναδείξει ή μήπως μας μπέρδεψε (του επιτρέψαμε να μας μπερδέψει) με κάποιους άλλους υποτελείς-ιθαγενείς, παρακατιανούς, ανάξιους και ξεπεσμένους, φοβισμένους και δειλούς, οι οποίοι ζητούν προστασία μη τους εξοντώσει ο άγριος, πολυπληθής και αμερικανο-εξοπλισμένος «σταχτής λύκος»-γείτονάς μας, που ατιμωρητί απειλεί εμάς και την Κύπρο μας, τη θάλασσά μας, τα νησιά μας και τον εναέριο χώρο μας; Με την αρμόζουσα στάση-θέση πάνω σ’ αυτό το ερώτημα αν την τηρούσε θα επικυρώνονταν και ο ρόλος του ίδιου του Μ. Πομπέο –έστω και σε στιγμές αμερικανικής ακυβερνησίας (όπως τότε το 1974 με τον Νίξον υπό παραίτησιν και την Κύπρο ως ματωμένη λεία στα νύχια του αιώνιου άρπαγα). Θα απεδείκνυε όπως το ευχόμαστε ότι είναι ηγέτης και φροντιστής της ελευθερίας και της ειρήνης των λαών, όπως ορίζεται στην ιστορία από το 1776 η Αμερική (ως New Worldκαι ως Country of Freedomκαι ως Free Land). Αλλιώς θα έμοιαζε σαν αρχηγός συμμοριών (της Ν. Υόρκης του Σκορτσέζε ή του Σικάγο του μεσοπολέμου) ή πειρατών της Καραϊβικής. Με αυτές τις αρχές τηρούμενες η παγκόσμια ειρήνη και ελευθερία των Εθνών αποκαθίσταται και οι λαοί μπορούν να ζουν, σε αρμονική συνύπαρξη με τους άλλους λαούς-γείτονες. Έτσι, δεν ξαναγινόμαστε «άνθρωποι» των σπηλαίων και της κανιβαλικής διατροφής, δηλαδή, ο ένας να τρώει τον άλλον. Αλλά μένουμε άνθρωποι, ακολουθώντας τους ανθρώπινους όρους επιβίωσης με τα επικά και ανθρωπιστικά ένστικτα και τα διδάγματα της ιστορίας. Πρωταρχικά της αρχαίας Ελληνικής ιστορίας! Αλλά και της πρόσφατης, της 28ης Οκτωβρίου 1940, τότε που πρώτοι οι Έλληνες προμάχησαν ξανά για την παγκόσμια ειρήνη και Ελευθερία. Ενώ οι Τούρκοι έμεναν σταθερά στη θέση των «επιτήδειων ουδέτερων».–

 

Β.Γ.Π.

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.