Διέσχισε την Fifth Avenue ανάμεσα σε ένα πολύβουο πλήθος.Περπατούσε γρήγορα και σταθερά.Ήταν γύρω στα σαράντα,ψηλός,με γλυκό παρουσιαστικό,μαύρα μαλλιά καλοχτενισμένα προς τα πάνω και περασμένα με μπριγιαντίνη, φρεσκοξυρισμένος,μύριζε υπέροχα,λεβάντα και πούδρα.
Κρατούσε στό αριστερό του χέρι μια δερμάτινη τσάντα.Φορούσε μπεζ καμπαρντίνα,σακάκι γκρι και γιλέκο κουμπωμένο με τρεις σειρές μαύρα κουμπιά.Ένα ρολ’οι με χρυσή αλυσίδα ξεχώριζε στην δεξιά τσέπη του παντελονιού του.
Ήταν πρωί και το Μανχαταν Έσφυζε απο ζωή.Κατευθύνθηκε στο ξενοδοχείο Βεεkman.Μετά απο λίγα λεπτά έφθασε στην είσοδο.
Τον χαιρέτησε ο πορτιέρης,ντυμένος με λευκή στολή που έμοιαζε με ναύαρχο,βγάζοντας ελαφρά το καπέλο και κάνοντας μια μικρή υπόκλιση.
Ανταπέδωσε χαμογελώντας.
Πέρασε στο λόμπι και προχώρησε προς το εστιατόριο του ξενοδοχείου.Ήταν διακοσμημένο με αμερικάνικο στιλ,με δερμάτινους καναπέδες,ξύλινες βιβλιοθήκες και τεράστιους πολυέλαιους να κρέμονται απειλητικοί από το ταβάνι.
Στο εστιατόριο είχε λίγο κόσμο.Είδε κάποιον από μακριά να του κάνει νεύμα.Τον πλησίασε αμέσως.Αυτός σηκώθηκε απο την θέση του και αγκαλιάστηκαν εγκάρδια τρεις φορές.
-Γειά σου Τζιμι,του είπε χαμογελώντας πλατιά.Κάθισε,έχω καιρό να σε δώ.
-Γειά σου Μπομπ.Χαίρομαι που σε βλέπω πάλι.
Κάθισαν στις βελούδινες καρέκλες τους.Ο Μπομπ έβγαλε απο την ταμπακιέρα του ένα πούρο Μοντενέγκρο και του το πρόσφερε.
Παρήγγειλαν δύο ουίσκι,σκέτα χωρίς πάγο.Άρχισαν να μιλάνε για τα παλιά,όπως κάνουν πάντα δύο φίλοι όταν ξανασυναντιούνται μετά απο καιρό.Το μάτι του Τζίμι έπεσε σε ένα χρυσό δαχτυλίδι, με πράσινη πέτρα που φορούσε ο Μπομπ στον παράμεσο του αριστερού του χεριού.
-Ωραίο δαχτυλίδι Μπομπ,είπε δείχνοντας τον θαυμασμό του.
-Είναι του πατέρα μου.Το φοράω πάντα απο την μέρα που πέθανε.
Σώπασε για λίγο και συνέχισε με ένα σοβαρό ύφος.
-Σε φώναξα Τζίμι γιατί είσαι ο καλύτερος.
-Τι θέλεις απο εμένα;
Ο Μπομπ έβγαλε απο την τσέπη του σακακιού του ενα μικρό χαρτάκι,διπλωμένο στα δυο και το πέταξε πάνω στο τραπέζι.
Ο Τζίμι το πήρε και διάβασε.
Τόνυ Μορέτι
63 Wellington street
-Η δουλειά πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα Τζίμι, είπε ο Μπομπ τονίζοντας τις τελευταίες λέξεις.
-Μην ανησυχείς,σήμερα το βράδυ θα τελειώσουν όλα.
-Έχω εδώ εικοσιπέντε χιλιάδες,και του έδωσε ένα κίτρινο φάκελο.
Τα υπόλοιπα μετά τη δουλειά.Μέτρησε τα.
-Δεν χρειάζεται Μπομπ,σου έχω εμπιστοσύνη.
Ο Τζίμι έβαλε τον φάκελο στην δερμάτινη τσάντα και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.Κάθισαν άλλη μια ώρα συζητώντας χαλαρά και μετά γευμάτισαν.
Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας,ο Τορπέντο πήγε στην διεύθυνση που του έδωσε ο Μπομπ.Ήταν στην ιταλική παροικία, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Grand Central.Έφθασε με μια Σεβρολέτ που είχε εδω και δέκα χρόνια.Στάθμευσε μπροστά σε μια παλιά πολυκατοικία,χτισμένη με κεραμίδι τούβλα και εξωτερική σιδερένια σκάλα,σε περίπτωση φωτιάς,ή άλλης έκτακτης ανάγκης.Έβγαλε το χαρτάκι απο την τσέπη του για να βεβαιωθεί για την διεύθυνση.Πράγματι ήταν σωστή..Άναψε ένα τσιγάρο και περίμενε.
Κώστας Γραμματικόπουλος
Συγγραφέας-ποιητής.
Μέλος Π.Ε.Λ.
Σημ: Τορπεντο στην αμερικανικη αργκο την δεκαετια του 60,ηταν ο επαγγελματιας δολοφονος,αυτος που εκτελει συμβολαια θανατου.
-Το δεύτερο μέρος του διηγήματος θα δημοσιευτεί το επόμενο Σάββατο.