Μόλις ξεκινούσαν οι αποκριές εμείς ξεκινούσαμε τα άστρα. Επισκευές, κατασκευές, καινούρια χαρτιά σπάγκοι, κουβάρια, γένια και ουρές.
Κάθε χρόνο τις αποκριές να σου και ο νονός με το άστρο, ένα δυο ρολά σερπαντίνες και φρέσκια γλυκιά κασκαμπούκα στο χέρι.
-Έλα να το πετάξουμε σήμερα που φυσάει. Μου έλεγε πριν καλά καλά το συναρμολογήσουμε. Τον βοηθούσα να φτειάξουμε τα γένια και την ουρά. Εκείνος έκανε τις θηλιές και τις έσφιγγε αφού περνούσα μέσα τη διπλή τσακισμένη σερπαντίνα. Άλλα παιδιά στα άστρα τους έκοβαν λωρίδες εφημερίδα για οικονομία. Ο νονός όμως ήθελε η δικιά μας ουρά να έχει πολλά χρώματα που τα βάζαμε το ένα μετά το άλλο. Με τα περισσέματα γινόταν τα γένια και φουντάκια για το πλάι. Μου έμαθε να δένω τα ζύγια, το τριπλό δέσιμο του άστρου από το κέντρο και τα δύο πάνω άκρα.
Εκείνος ήταν εξπέρ σ’ αυτά όμως νομίζω ότι περισσότερο του άρεσε να το πετάει ο ίδιος και εγώ ήμουν απλώς το πρόσχημα. Ανεβαίναμε γρήγορα στην απλόχωρη ταράτσα μας, του κρατούσα “κεφάλι” και αμολούσαμε καλούμπα. Όσο κι αν του ζητούσα να μου το αφήσει λιγάκι, εκείνος επέμενε πως ήμουν μικρός ακόμα κι έτσι μου έδινε να κρατώ μονάχα το κουβάρι. Ένα χρόνο πριν ο νονός μου είχε φέρει τέσσερα κουβάρια κερένιο σπάγκο και με έβαλε να τον ξαναπεράσω όλο με κερί. Μέρες έτριβα τον σπάγκο πάνω σε ένα σπαρματσέτο μέχρι που γέμισα μια κούτα.
Αφού τελείωσα ήρθε, πήρε ένα ξυλάκι και μου έμαθε πως να τον τυλίγω χιαστή πάνω σ αυτό κάνοντας μια άτρακτο. Εκείνος έκανε ένα άλλο περίτεχνο τύλιγμα που το έλεγε «βαρελάκι» και ήταν σαν κύλινδρος. Ήταν εκείνη η χρονιά που αμολήσαμε όλον τον σπάγκο. Ο αέρας ήταν ευνοϊκός και το άστρο μας φαινόταν μικρό σαν ασπιρίνη. Αφού το πετάξαμε εκείνος άρχισε να του κάνει «τσαλιμάκια», κουνώντας το χέρι με το σπάγκο δεξιά κι αριστερά κι αυτό ακολουθούσε τις κινήσεις. Όλα πήγαιναν καλά και το άστρο μας χοροπηδούσε και χόρευε στον αέρα. Ώσπου σήκωσε αεράκι στα ψηλά στρώματα.
Ο νονός το κατάλαβε γιατί το άστρο άρχισε να «τραβάει» κι ξεκίνησε να μαζεύει σιγά σιγά. Όμως ένας από τους κόμπους δεν άντεξε και σε ένα δυνατό φύσημα του αέρα, ο σπάγκος κόπηκε και το άστρο άρχισε να ταξιδεύει προς την πόλη. Πετούσε μόνο του και ακυβέρνητο μέχρι που το χάσαμε από τα μάτια μας. Πίκρα και στεναχώρια. -Θα σου πάρω άλλο, μου είπε και πήγε και μου έφτιαξε μια σαΐτα με χαρτί τετραδίου για να χρυσώσει το χάπι. Αλλά δεν ήταν το ίδιο. Η σαΐτα πετούσε χαμηλά και όλο κουνούσε δεξιά κι αριστερά μέχρι που βούτηξέ στα κεραμίδια του διπλανού σπιτιού κι εκεί έμεινε.
Την επόμενη χρονιά μου έφερε καινούριο άστρο και μου υποσχέθηκε ότι δεν θα του κάνει πια τσαλίμια. Εκείνο το άστρο ήταν ριγέ σε διάφορα χρώματα και πετούσε τέλεια. Ήταν μια “Αμερικάνα”. Η μέρα ήταν καλή κι εγώ πήρα για πρώτη φορά το κουμάντο και το σπάγκο στα χέρια μου. Δεν φυσούσε πολύ κι έτσι δεν θα μου έκοβε τα παιδικά χεράκια. Οι μεγάλοι κατέβηκαν για καφέ και κουβέντα. Η μάνα μου είχε φτιάξει κανταΐφι και πήγαν να το δοκιμάσουν. Ξαφνικά βλέπω πάνω από το κεφάλι μου μια «στεφανωτή». Ένα τοξωτό άστρο που κάποια παιδιά πετούσαν στην πάνω γειτονιά. Η στεφανωτή είχε κάτι κρεμασμένο στην ουρά που δεν μου άρεσε κι όλο ερχόταν προς το σπάγκο μου. Σαν να με σημάδευε. Φώναξα τους μεγάλους αλλά με τη συζήτηση δεν με άκουσαν.
Σε λίγο διαπίστωσα πως η στεφανωτή είχε στην ουρά της «κλέφτη». Ένα ξυραφάκι περασμένο μέσα σε καλάμι. Με αυτό έκλεβαν τα άστρα των άλλων για πλάκα. Έτσι, πλησιάζοντας κάποια στιγμή μου έκοψε το σπάγκο και το άστρο έπεσε στα περιβόλια. Όταν πια έβαλα τα κλάματα, κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά κι έτρεξαν όλοι. Ο νονός είδε τη στεφανωτή με τον κλέφτη από πάνω μας κι αμέσως κατάλαβε. – Έτσι μου είστε; παλιόπαιδα. Φώναξε. «Μπεμπέτσι θέλετε εσείς»!! Ένα μπεμπέτσι γρήγορα! Πήρε το σπάγκο απ’ τα χέρια μου, έδεσε μια πέτρα και την πέταξε προς τη στεφανωτή που είχε χαμηλώσει από πάνω μας. Όταν η πέτρα ξεπέρασε το σπάγκο, έπεσε πάλι δίπλα μας. Τραβώντας και τις δυο άκρες μαζί κατέβασε τη στεφανωτή κι αφού την έκοψε μου την έδωσε ως αντίποινα. Η όμορφη στεφανωτή έγινε δική μου, όμως παρ’ όλη την ικανοποίηση που πήρα, δεν την πέταξα ποτέ. Σάπισε κρεμασμένη μέσα στην αποθήκη με τα εργαλεία. Δεν ήθελα να την αναγνωρίσουν οι ιδιοκτήτες της. Εξ άλλου ήταν προϊόν ανήθικης πράξης όπως και το κόψιμο του δικού μου άστρου.
Την επόμενη χρονιά ο νονός ήρθε με τρία στρογγυλά και μακριά ξυλαράκια από οξιά.
-Αυτά θα σου κρατήσουν για πάντα, μου είπε. Και πράγματι πρέπει κάπου να υπάρχουν μέχρι και σήμερα. 55 χρόνια τώρα. Έφερε και κόλλες με χαρτί γλασσέ σε διάφορα χρώματα. Κόψαμε ένα άσπρο σταυρό και βάλαμε τέσσερα χρώματα στις γωνίες, σαν να ‘ταν χρωματιστή σημαία. Τα κόλλησε με αλευρόκολλά ψημένη. Κάναμε ψαλιδιστά σχέδια αλλιώτικα από τα αγοραστά. Τα ξεγυρίσαμε όλα στον περιμετρικό σπάγκο κι έτοιμο το εξάγωνο. Ψαλιδίσαμε και κρόσσι για να την κάνουμε «Αμερικάνα». Και δυο φουντάκια σαν “σκολαρίκια” στις δύο πλευρές. Ήταν πανέμορφο. Αυτό ήταν και το καλό μου άστρο, πάνω από 10 χρόνια. Όταν πήγαμε όμως να το πετάξουμε για πρώτη φορά δεν ανέβαινε. Τα ξύλα ήταν βαριά κι η ουρά τεράστια. Έτσι αφαιρέσαμε αρκετά στολίδια μέχρι που το είδαμε να πετάει.
Ο νονός μας έδειξε να στέλνουμε γραμματάκια. Αυτή ήταν δουλειά της αδελφής μου. Έκοβε στρογγυλά χαρτάκια με τρύπα στη μέση, έγραφε ευχούλες και τα περνούσε στο σπάγκο. Ο αέρας τα ανέβαζε μέχρι το άστρο και κάναμε πλάκα. Είχαμε πράγματι το μεγαλύτερο κουβάρι απ’ όλους και το άστρο μας πήγαινε ψηλότερα απ’ όλα στη γειτονιά. Κάθε μέρα μετά το σχολείο, ότι καιρό και να έκανε, ανέβαινα στην ταράτσα μπουκωμένος με ένα κομμάτι χαλβά στο στόμα και το πετούσα για κάποιες ώρες μέχρι που η μάνα μου έβαζε τις φωνές να κατεβώ και να διαβάσω. Τόσο πολύ γούστο είχε το πέταγμα του άστρου που όλοι το ξεκινούσαμε όλες τις αποκριές και συνεχίζαμε και την μισή σαρακοστή μέχρι κοντά στο Πάσχα.
Την καθαρή Δευτέρα πρωί πρωί μας έστελνε η μάνα στο φούρνο για τη ζεστή λαγάνα και με αχινούς από τους πλανόδιους ψαράδες, με ταραμά και τουρσί, ξεκινούσαμε για μακρινές εκδρομές. Όλοι οι συγγενείς, με τα μηχανάκια και τα αυτοκίνητα υπερφορτωμένα απομακρυνόμαστε βιαστικά από την πόλη. Η μέρα περνούσε με μπουζούκια, κιθάρες και σόκιν ανέκδοτα μόνο για μεγάλους. Το ούζο έρεε άφθονο ανεβάζοντας το κέφι, αλλά τους έκοβε την όρεξη για πέταγμα του άστρου. Μερικές φορές προσπάθησα να το πετάξω μόνος μου αλλά πάντα κάπου έμπλεκε σε δέντρα ή σε σύρματα. Ποτέ δεν βρήκα πιο κατάλληλο αστρο-δρόμιο από την ταράτσα μας. Εκεί ήμουν ο βασιλιάς των αιθέρων με το καλύτερο άστρο της γειτονιάς. Τη γοργόνα μου. Την “ιπτάμενη γοργόνα” όπως την έλεγε και ο νονός μου.
Σχέδιο: Μπάμπης Κοιλιάρης.
Μπάμπης Κοιλιάρης.
Ζωγράφος, Μαθήματα Σχεδίου Ζωγραφικής, Αγιογραφία & Συντήρηση εικόνων, Θεατρικός Συγγραφέας, Μουσικός.