“Ἐγώ παρρησία ἐλάλησα εἰς τόν κόσμον”
Ἰησούς
(Ἰωάν. ΙΗ,20)
Του Κ. Α. Ναυπλιώτη
Πίστη ουσιαστικά σημαίνει ακλόνητη παραδοχή- εμπιστοσύνη και βεβαιότητα ενός πράγματος ως αληθινού. Στην πραγματικότητα η πίστη “βεβαιώνει”για το απόλυτο κύρος και την απόλυτη αλήθεια τού υποκειμενικού, δηλαδή σε αντίθεση με τους νόμους τής φύσης και της ανθρώπινης λογικής. Όμως “Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι”. Έτσι, γι’ αυτόν που πιστεύει δεν είναι τίποτα αδύνατο· ακόμη και το θαύμα* το οποίο “πραγματοποιεί” και “επιβεβαιώνει” την παντοδυναμία της πίστης. Κεφαλαιώδες λοιπόν για την πίστη είναι, ότι αυτή δεν γνωρίζει όρια καθότι δεν περιορίζεται στην αναγκαιότητα, αλλά φτάνει στην υπέρβαση μέχρι και το θαύμα. Επομένως – και επί του προκειμένου- η υπερφυσικότητα τού θαύματος είναι και η ουσία της πίστης, η οποία βέβαια βρίσκεται πέραν από το λογικό και τους φυσικούς νόμους, οι οποίοι αντικειμενοποιούν όμως την παντοδυναμία τού συναισθήματος και των ανθρώπινων επιθυμιών. Η πίστη λοιπόν απελευθερώνει τις επιθυμίες του ανθρώπου από τα δεσμά τού φυσικού λογικού, αφού δέχεται σαν αληθινό αυτό που αρνείται η φύση και η λογική. Αυτός είναι ο λόγος που κάνει τον άνθρωπο – πιστό ευτυχισμένο. Δηλαδή, γιατί ικανοποιεί τις πιό υποκειμενικές του επιθυμίες. Έτσι, φαίνεται, πως καμιά αμφιβολία δεν ταράζει την αυθεντική πίστη. Η αμφιβολία γεννιέται από τη στιγμή που ο άνθρωπος ξεπερνά τον εαυτό του, αλλά και τα όρια τής υποκειμενικότητάς του, τα οποία ωστόσο παραδίδει στη θεϊκή βεβαιότητα**. Η πίστη δεν είναι τίποτ’ άλλο από την πίστη στη θεότητα τού ανθρώπου. Είναι επομένως ένα φαινόμενο που ανήκει στην εσωτερική ουσία και το ανθρώπινο περιεχόμενο. Η ουσία της πίστης είναι η επιθυμία του ανθρώπου να είναι αθάνατος και να ζήσει σ’ έναν κόσμο όπου θα απουσιάζει η λύπη και ο στεναγμός “ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη λύπη καί στεναγμός”, ἀλλά θα υπάρχει “ζωή ἀτελεύτητος” (Νεκρ. Ακολουθία). Αυτό όμως είναι μια υπόσχεση αλλά και επιθυμία; του ανθρώπου, που ωστόσο αναφέρεται στην ελπίδα του…και δεν προκύπτει από ορθολογική σκέψη, πολύ δε περισσότερο από εμπειρία. Αν και τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο για το Κύριο, αρκεί να επικαλεσθεί κανείς τη βοήθεια και τη θαυματουργική Του δύναμη. Έτσι το θαύμα πραγματοποιεί ανθρώπινες επιθυμίες που γίνονται πράξη και μάλιστα αμέσως. Ωστόσο, να επαναλάβουμε, πως το θαύμα θεμελιώνεται στην πίστη και στο συναίσθημα και όχι στην ανθρώπινη λογική. Με βάση την πίστη όμως είναι αδιανόητο να μην γίνει πράξη μιά θεϊκή υπόσχεση· η οποία ουσιαστικά θα παραμείνει υπόσχεση, αφού θα εκπληρωθεί τη Δευτέρα παρουσία, όπου θα αποδοθεί δικαιοσύνη σύμφωνα με τη θεϊκή κρίση ως αποκλειστικό δικαίωμα τού Θεού (βλ. Ματθ. 25, 31-46) ο οποίος και θα ‘πεί: “Καί ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί” (Ιωαν. Ε, 30).
Ο Θεός εμφανίζεται – αποκαλύπτεται, ή και βεβαιώνεται ως υπέρτατο όν, αλλά και ορθός Λόγος. Έτσι ο ορθός Λόγος γίνεται μοναδικό προνόμιο τού Θεού, ως μοναδικού, νοητού και υπερβατικού μεταφυσικού όντος· και ο άνθρωπος ουσιαστικά εξάρτημα & “δούλος”(3) . Αυτή όμως η “μεταφυσικότητα” είναι περιορισμός στη σκέψη, στην ελευθερία αλλά και στη νοημοσύνη τού ανθρώπου, επειδή ακόμα και η σκέψη του εξαρτάται από τον Θεό και όχι από τον εαυτό του…
Με βάση όμως τα παραπάνω, ουσιαστικά παρουσιάζεται ένας άνθρωπος χωρίς νόηση και χωρίς βούληση. Έτσι, εξυπακούεται πως δεν έχει δικό του σκοπό; δεν είναι αυτόνομος και ελεύθερος, με αποτέλεσμα πάντα να αισθάνεται ταπεινός & ευτελής απέναντι στον οποιοδήποτε· πόσο μάλλον στο Θεό τον οποίο και παρακαλεί να τον βοηθήσει, ώστε: “…οὐδέν θέλξει με τῶν τοῦ κόσμου τερπνῶν, πρός χαμαιζηλίαν” (Αναβαθμοί 4ου ήχου).
Δηλ. ουσιαστικά ο ίδιος ο πιστός επιζητεί να γίνει αντικείμενο για τον Κύριο και να τον τραβήξει μακριά από τα φθαρτά τού κόσμου τούτου. Αυτό είναι ακόμα μια απόδειξη πως ο “πραγματικά” πιστός αισθάνεται εξαρτημένος και αντικείμενο για τον Θεό. Αντίθετα, η νόηση ο ορθός λόγος και το “γνώθι σαυτόν” είναι τελικά το αναγκαίο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί χωρίς το λογικό δεν θα υπήρχε συνείδηση*** και όλα θα βρίσκονταν σε ανυπαρξία. Η συνείδηση είναι αυτή που θεμελιώνει τη διαφορά τού όντος από το μη όν, και λογικά αυτή θεμελιώνει το Είναι.
Όταν μιλάμε για Είναι εννοούμε ένα γεγονός, μια πραγματικότητα η οποία ουσιαστικά δεν πρέπει να διαχωρίζεται από την εμπειρία που κατά μεγάλο μέρος επιβεβαιώνεται στην πράξη και φυσικά δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την απόλυτη αλήθεια μέσω της λογικής. Γιατί ακριβώς η αλήθεια ως αντικείμενο τής λογικής των σκεπτομένων ανθρώπων, δεν μπορεί να προέλθει από τη νομοτελειακή – οντολογική λειτουργία τού ανθρώπου, αλλά ούτε και η προέλευσή της να εντοπίζεται στην μοναδική οντολογική προέλευση τού θεϊκού Είναι. Το θεϊκό Είναι δηλ. το θεϊκό Υπάρχειν, σχετίζεται με την αποκάλυψη· και αποκάλυψη είναι η αυτοαπόδειξη για την ύπαρξη. Ουσιαστικά δηλαδή η μαρτυρία πως ο Θεός υπάρχει… Στην πραγματικότητα δηλαδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξέρει τίποτα για τον Θεό, γιατί όλη του η γνώση είναι μάταιη (πρβλ. “πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα…”) καθότι γήινη και ανθρώπινη. Όμως αυτή κυριαρχεί στο συναίσθημα τού πιστού και του δίνει την βεβαιότητα πως ο Θεός υπάρχει πραγματικά, και αυτό είναι το σημάδι για τη ύπαρξη τού Όντος το οποίο είναι αναμφισβήτητο για τον πιστό. Στην ουσία το θρησκευτικό συναίσθημα δεν ξεχωρίζει το υποκειμενικό από το αντικειμενικό και γι’ αυτό ο “πραγματικά” πιστός δεν αμφιβάλει καθόλου…όμως, παραμελεί το λογικό, δηλ. τον ορθό λόγο και το επιχείρημα.
Την υποκειμενικότητα του ανθρώπου μπορεί να την προσδιορίσει ο Θεός σύμφωνα με το “Ἐγώ εἰμί…”γιατί ουσιαστικά μόνο Αυτός είναι ελεύθερος, εξουσιάζει και μπορεί να αποκαλυφθεί ή όχι. Ουσιαστικά λοιπόν ο άνθρωπος είναι αντικείμενο**** για τον Θεό.
Εν κατακλείδι το σχέδιο τού να αποκαλυφθεί ο Θεός, δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο αλλά από τη δύναμη τής ανθρώπινης πίστης και αντίληψης. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξέρει τίποτα για τον Θεό, παρά μονάχα αυτό που ο Ίδιος μας αποκαλύπτει.
Διευκρινιστικές σημειώσεις
* Θαύμα & θάμα (το) = θαύμα – τος, εκ του θάομαι – θαυμάζω (βλ. Ιωανν. “μή θαυμάζετε τοῦτο”) κ.α Σημαίνει αισθάνομαι θαυμασμό, έκπληξη, απορία για κάτι υπερφυσικό & απροσδόκητο, αλλά και ξεχωριστή εκτίμηση. Πρβλ. Και την έκφραση στους ψαλμούς τού Δαυίδ “θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῑς ἁγίοις Αὐτοῦ”. Αρχ. Ελλην. Ιων. Θωμάζω & θαυμαίνω = βλέπω μετά θαυμασμού. λ. θαυμάσιος, θαυμασμός, θαυμαστικό (το) σημείο τής στίξεως (!) που δηλώνει θαυμασμό. Ως προς την δυνατότητα να γίνει θαύμα, και αυτή ανήκει στον Κύριο, γιατί “Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ εστίν” (Ο Κύριος). Αλλά και “Ὅπου Θεός βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις” (ύμνος των Χριστουγέννων).
** Εδώ ας μου επιτραπεί να καταφύγω -ίσως αδόκιμα- στο πολιτικό πεδίο και να συσχετίσω το δικαίωμα και την αντικειμενικότητα τής ψήφου, με το αποτέλεσμα που αυτή παράγει, και το οποίο αποδεικνύεται ανεξάρτητο από τη θέληση (τού πιστεύοντος ψηφοφόρου) επειδή ακριβώς (η ψήφος) έχει υποκειμενική αξία και ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεται για την πραγματική και αντικειμενική γνώση τού αποτελέσματος…
(3) Η εκκλησία θεωρεί τη λ. δούλος ως τίτλο τιμής για τον άνθρωπο. Ωστόσο η ερμηνεία που γνωρίζουμε και επικρατεί στην κοινωνία δηλώνει άνθρωπο στερημένο τής προσωπικής του ελευθερίας, τον σκλάβο, τον υπηρέτη…
*** Συνείδηση ουσιαστικά σημαίνει αυτογνωσία – αυτοσυναίσθηση (επίγνωση των πραγμάτων) η οποία, αναλύοντας τα αντικειμενικά δεδομένα τής γνώσης, λέγεται υποκειμενική – ατομική συνείδηση. Ετυμ. εκ του σύνοιδα δηλ. γνωρίζω. οἶδα παρακ. με σημασ. ενεστ. (εἴδω) = γνωρίζω καλά με προσωπική αντίληψη. Απ’ εδώ και η λ. συνείδηση = εσωτερική γνώση. Οι χρόνοι τού ρ. είναι: οἶδα, ᾔδειν, εἴσομαι, ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν.
Η μτχ. γνούς (-ούσα -όν), σημαίνει τη γνώση που προέρχεται από άλλον πρβλ. και το εκκλ. “Καί γνούς (ο Πιλάτος) ἀπό τοῦ Κεντηρίωνος, ἐδωρήσατο τό Σῶμα τῷ Ἰωσήφ…” Bλ. λξκ. Βασιλικής Παν. Βλάχου Τα ρήματα της Αρχαίας Ελληνικής εκδ. Gutenberg Αθ. 1990.
**** Αντικείμενο : κάθε τι που δεν ανήκει στον εαυτό μας, αλλά στον εξωτερικό κόσμο και επί του προκειμένου στον Θεό.
Πρόσθετη σημείωση:
Απ’ ότι μπορεί να αντιληφθεί κανείς, ο γράφων ανήκει σ’ αυτούς που “ερευνούν” τις γραφές. Αυτό συνεπάγεται πως δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο· ακόμα και για πράγματα που σχετίζονται με την καθημερινότητα τού ανθρώπου, παρ’ εκτός, αν αυτά στηρίζονται στην άμετρη επιθυμία του να ζήσει στον Παράδεισο, επιθυμία την οποία ασφαλώς δεν έχει. Γιατί είναι γνωστό πως αν πιστεύεις σε κάτι, το έχεις!…αν όχι, δεν έχεις τίποτε απ’ αυτό. Όμως και αυτό που έχεις ή προσδοκάς να αποκτήσεις, “απαιτείται” να γνωρίζεις πως ανήκει στην κυριότητα του Θεού. Και επειδή το μόνο βέβαιο στη ζωή είναι ο θάνατος, ο άνθρωπος οφείλει να σκέφτεται αλλά και να ενεργεί νηφάλια⁕, μακριά από αχρείαστες μεταφυσικές αγωνίες που τον ταλαιπωρούν και μιζερεύουν τη ζωή του. /Έρευνα, ερευνώ = ασχολούμαι συστηματικά με τη μελέτη δεδομένων, ψάχνω.
⁕νηφάλιος -ια -ιο = γαλήνιος, ήρεμος, μτφ. με καθαρό μυαλό ρ. νήφω = είμαι σώφρων (σως[σῷος] + φρήν) δηλ. φρόνιμος, καθαρός, αγνός, έχω πνευματική διαύγεια σχετ. και οι νηπτικοί Πατέρες οι οποίοι είχαν τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Ακόμα και η λαϊκή έκφραση, …να έχει τα μυαλά (του) στη θέση τους! Επίσης και η εκλαϊκευμένη; λ. νήφει, που λέγεται για κάποιον σκεπτικό & προσεκτικό.
Και κάτι ακόμα που άπτεται τής πεζής επικαιρότητας και το γνωρίζει πολύ καλά ο λαός μας. Ότι δηλαδή η Ανάσταση γίνεται ή αν θέλετε το Χριστός Ανέστη ακούγεται αιώνες τώρα στις 12 τα μεσάνυχτα του Σαββάτου προς Κυριακή. Όμως – απ’ ότι φαίνεται – η διοικούσα εκκλησία έκανε μια τρίωρη στρατηγική υποχώρηση προκειμένου να… κατατροπώσει τον θανατηφόρο ιό.
Τέλος, σε όσους πιθανόν να με κατακρίνουν για τις απόψεις αυτές, θα απαντήσω με τα λόγια τού Χριστού ενώπιον τού Άννα, όπως αναφέρονται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: “εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρισον περί τοῦ κακοῦ· εἰ δέ καλῶς, τί με δέρεις;” ακόμα και με τον λόγο τού Χριστού προς όσους τον κατέκριναν για τη συνομιλία Του με την μοιχαλίδα, “Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τόν λίθον βαλέτω”. Ως προς την πιθανότητα να αντιλαμβάνομαι ή και να ερμηνεύω λάθος τα των γραφών, αυτό ίσως ανήκει στις προσωπικές – υποκειμενικές μου αδυναμίες.
knafpl@hotmail.com